Ο Σαρτρ διάβαζε την Δίκη του Κάφκα όταν ξαφνικά στις 2 Σεπτεμβρίου βυθίστηκε στον καφκικό σύμπαν ενός στρατού που βρισκόταν σε αναμονή. Έμοιαζε να περιμένει μία αιωνιότητα, αλλά ήταν μόνο έξι μήνες, στην εισαγωγή ενός πολέμου που δεν έλεγε να αρχίσει, μεταξύ του Σεπτεμβρίου του 1939 και του Μαρτίου του 1940.
Ως μέλος μίας τετραμελούς ομάδας βρισκόταν μαζί με άλλες σε μία σειρά μικρών αλσατικών χωριών παράλληλα με τα γερμανικά σύνορα. Έγραφε κάθε μέρα. «Τρία γράμματα, πέντε σελίδες μυθιστορήματος, τέσσερις σελίδες σημειώσεων. Δεν είχα γράψει περισσότερο σε όλη μου τη ζωή.» Ήξερε πως σώθηκε χάρη στη λογοτεχνία, διαβάζοντας, γράφοντας.
Και, μέσα στα γράμματα που έγραφε καθημερινά στην Σιμόν ντε Μποβουάρ, φαίνεται ότι εκτός από φιλόσοφος, συγγραφέας και στοχαστής, ήταν άνθρωπος σαν κι εμάς: ανάμεσα στις σκέψεις για τη ζωή και το θάνατο, ονειρευόταν την αγαπημένη του λιχουδιά. Στο βιβλίο «Witness to my life» μπορούμε να διαβάσουμε τα γράμματα που έγραψε εκείνη την εποχή και αυτό που παρουσιάζεται ξανά και ξανά, είναι το ζήτημα του χαλβά.
Διάβασα γι’ αυτή την εμμονή στο υπέροχο blog “Paper and Salt” όπου συνδυάζεται η λογοτεχνία με το φαγητό – τι άλλο να ζητήσει κανείς.
«Μην το ξεχάσεις,» λέει στην Σιμόν το 1939, όταν της ζητάει να του στείλει δύο κουτιά. Όμως στο επόμενο γράμμα – επίπληξη και απογοήτευση. «Είχα τρομερά κέφια, και μετά έλαβα τα βιβλία σου, αλλά όχι τον χαλβά. Μήπως έστειλες κι άλλο δέμα;»
Μεγάλη χαρά και ευγνωμοσύνη όμως όταν ο χαλβάς τελικά έφτανε: «Ο χαλβάς έφτασε σε καλή κατάσταση.. Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ, γλυκιά μου. Φάγαμε όλο το κουτί στο μεσημεριανό.» «Έδωσα χαλβά στον Πίτερ, ο οποίος χασομερούσε τόσο πολύ που του έβαλα τις φωνές. Αυτή τη στιγμή τρώει ένα μεγάλο κομμάτι με μεγάλη ευχαρίστηση.»
Υπάρχουν άπειρες παραλλαγές χαλβά, αλλά αυτός που άρεσε στον Σαρτρ ήταν σκέτος σε ατομικές μερίδες, καλυμμένος με τριμμένο αμύγδαλο. «Είναι εξαίσιος, και τα αμύγδαλα προσθέτουν κάτι το διαφορετικό.»
σχόλια