Στη ζωή δεν υπάρχουν λύσεις. Υπάρχουν μόνο επιλογές.
Η φράση αυτή δεν ανήκει σε μένα, πολύ θα το ήθελα. Είναι του Πολωνού συγγραφέα Στάνισλαβ Λεμ.
«Δεν υπάρχει δωρεάν γεύμα». Σίγουρα το έχετε ακούσει στ’ αγγλικά, ως "there's no such thing as a free lunch" που σημαίνει ότι δεν μπορείς να πάρεις κάτι χωρίς να δώσεις κάτι. Ή, αν κάτι φαίνεται να είναι δωρεάν, το πληρώνεις με έμμεσο τρόπο. Ή, αν δεχτείς κάτι, δεν γίνεται να μην το ανταποδώσεις, είτε ηθικά ή με άλλο τρόπο. Ή ότι τα δώρα είναι κι ένας τρόπος δέσμευσης, εφόσον τα δεχτείς. Ή, στα ελληνικά, «το τσάμπα πέθανε».
"È finita la cuccagna!"
Όταν ο Fiorello La Guardia έγινε δήμαρχος της Νέας Υόρκης το 1934 ήταν το πρώτο πράγμα που είπε, δηλώνοντας έτσι ότι ήταν αποφασισμένος να παλέψει ενάντια στην διαφθορά και στην παρανομία. Λίγο πριν πεθάνει ο οικονομολόγος (και συνταγματάρχης) Leonard P. Ayres, διάφοροι δημοσιογράφοι τον πλησίασαν για να τον ρωτήσουν ποιο είναι το συμπέρασμα ή η γενική αρχή που έμαθε μετά από τόσα χρόνια δουλειάς και εργασίας γύρω από θέματα οικονομίας. Η απάντησή του ήταν επίσης «ότι δεν υπάρχει δωρεάν γεύμα.»
Κάθε επιλογή που κάνουμε αποκλείει άλλες, ταυτόχρονα μεταθέτει ευθύνες αλλού ή θέλουμε δε θέλουμε, έχουν επιπτώσεις σε άλλους. Όταν κάτι για εμάς είναι δωρεάν, σημαίνει ότι κάποιος άλλος το πληρώνει - δωρεάν δεν είναι σίγουρα. Ειδικά όταν κάτι διαφημίζεται ως δωρεάν από κάποιον που ο μοναδικός του στόχος είναι το κέρδος (πχ τράπεζα), αυτός που πληρώνει είναι αυτός που πιστεύει στην υπόσχεση. Τώρα είναι η εποχή που η Ελλάδα συνειδητοποιεί ότι όσο δεχόταν δωρεάν γεύματα χρεωνόταν και αντιδρά σοκαρισμένη: μα εγώ δεν τα ζήτησα ποτέ, γιατί να τα πληρώσω; Έτσι λένε και οι ωραίες γυναίκες που δέχονται δώρα από άντρες, χωρίς να τα επιστρέφουν. Το πρόβλημά μας βέβαια είναι ότι πολλοί δε δέχτηκαν δώρα αλλά τώρα τα πληρώνουν έτσι κι αλλιώς. Αυτά παθαίνεις αν είσαι ωραίος.
Κι όμως, υπάρχει (;)
Η περίφημη αυτή φράση ξεκίνησε από τα σαλούν τα οποία μαζί με ένα ή δύο ποτά σέρβιραν «δωρεάν γεύμα» προκειμένου να μαζέψουν κουρασμένους και φτωχούς γελαδάρηδες. Οι ταμπέλες “free lunch” μάζευαν πεινασμένους άντρες οι οποίοι βεβαίως ξέρανε από τότε, ότι δεν είναι ακριβώς δωρεάν, με την έννοια ότι έπρεπε να πιουν και δύο μπίρες πριν πλησιάσουν στον μπουφέ. Το φαγητό έπρεπε να φαγωθεί στα όρθια, κάνοντας το έργο δύσκολο σε περίπτωση που δεν είχαν καταναλωθεί αρκετά ποτά και επίσης για να είναι δύσκολο να φάει κανείς πολύ. Η τιμή του ποτού ήταν πιο ακριβή απ’ό,τι στα άλλα μαγαζιά αλλά κι έτσι, ήταν το πιο φτηνό μέρος για να φας κάτι.
Το σύστημα βασιζόταν στην ηθική των πελατών, πράγμα που σημαίνει ότι η σωστή λειτουργία βασιζόταν στο μάτι και στην πειθώ του μπάρμαν. Όλα έτσι κι αλλιώς τελείωσαν με την ποτοαπαγόρευση: μαζί με τα ανήθικα σαλούν, τέλος και τα δωρεάν γεύματα.
Σήμερα η τακτική αυτή συνεχίζεται στην Ιταλία, χωρίς να διαφημίζεται το δωρεάν φαγητό: απλώς, μαζί με το απογευματινό ποτό υπάρχει η συνήθεια του μπουφέ, ο οποίος είναι μερικές φορές τόσο εκτεταμένος, που το γεύμα καλύπτεται έτσι. Πονηροί οι Ιταλοί; Όχι τόσο, είναι πιο πολύ θέμα κουλτούρας και τρόπος ζωής. Τα ποτά είναι πιο ακριβά ίσως, αλλά για να συνεχίζεται σημαίνει ότι όταν πίνεις, πεινάς, και όταν φας, διψάς, και τα λοιπά και τα λοιπά.
Στην Αθήνα οι περιπτώσεις που δε σου πετάνε ένα μικροσκοπικό μπολ με υγρά φιστίκια είναι σπάνιες (αλήθεια, γιατί είναι πάντα υγρά; Άσε, καλύτερα να μην μάθω). Που και που βλέπω περιποιημένες συνθέσεις κι εκπλήσσομαι. Δεν ξέρω πόσο δύσκολο είναι να μην σερβίρεις μπαγιάτικα πατατάκια. Αν πάντως είναι μπαγιάτικα, παιδιά, αφήστε το καλύτερα. Επικεντρωθείτε στο σέρβις.
Και τι έτρωγαν στα σαλούν;
Φέτες κρύο κρέας…κίτρινο τυρί, φασόλια, σέλερι, αλμυρά πρέτσελ, ψωμί σίκαλης, καπνιστή ρέγγα, αλατισμένα φιστίκια, πιπεράτα λουκάνικα, ξινολάχανο, τσιπς πατάτας, πίκλες, σαρδέλες… Στις περιπτώσεις που ο ιδιοκτήτης ήταν Γερμανός, υπήρχαν λουκάνικα από αίμα, κι άλλων ειδών λουκάνικα. Στο Σικάγο σέρβιραν παχιές πίτες με κρέμα. Στο Νότο υπήρχαν μπολ με τσίλι κον κάρνε και νάτσος με λιωμένο τυρί… Μερικά σαλούν είχαν καθημερινά άλλο μενού, ψητό κρέας το Σάββατο, ψάρι φούρνου την Κυριακή, και τα λοιπά. Μερικά σαλούν ήταν πιο γενναιόδωρα από άλλα. Μερικά διαφήμιζαν «ένα στρείδι, ένα μύδι κι ένα βραστό αβγό με κάθε ποτό». Κορν μπιφ, ελιές, σάντουιτς διαφόρων ειδών, βούτυρο, στρείδια. Η αλήθεια είναι ότι μπορούσες να παραγγείλεις κάτι τόσο απλό όπως λεμονάδα ή νερό, και να φας, και ο μπάρμαν δεν σε κοίταζε καν στραβά, αρκεί να μην το έκανες συστηματικά. Η τάση όμως ήταν να μην αρκείσαι σε απλά ποτά και να σέβεσαι την προσπάθεια της επιχείρησης. (Saloons of the Old West, Richard Erdoes)
σχόλια