Είμαι πελάτης στην ταβέρνα του Οικονόμου εδώ και μια δεκαετία. Δεν θα πω ψέματα. Το μαγαζί αυτό δεν το αγάπησα αμέσως. Ανήκει κι αυτό σε μια ομάδα αθηναϊκών πραγμάτων που τα κατανοεί κανείς και εκτιμά την αξία τους μεγαλώνοντας. Η ταβέρνα του Οικονόμου δεν διαθέτει κανένα «δόλωμα» για τον νέο πελάτη, ασχέτως αν τα τελευταία χρόνια κατακλύζεται (και) από νέους.
Το φαγητό είναι απλό, ελληνικό, όσο το δυνατόν πιο κοντά σε αυτό που θα λέγαμε σπιτικό. Το μέρος είναι επίσης απλό. Σαν ένα σπίτι, με άσπρους τοίχους, λίγα κάδρα, ψάθινες καρέκλες και το καλοκαίρι τα τραπέζια βγαίνουν στον πεζόδρομο κάτω από τις ελιές. Δεν υπάρχει μουσική, ούτε ιδιαίτερος φωτισμός. Έχει όμως κρεμμασμένους στους τοίχους, πίνακες του Πέρη Ιερεμιάδη και άλλων καλών ζωγράφων που πέρασαν από δω και μια ατμόσφαιρα που σε κάνει να θυμάσαι ξανά και ξανά τι είναι αυτό που αγαπάς σε αυτή την πόλη. Μαθαίνει κανείς να το αγαπάει με τη σύγκριση αυτό το μέρος. Όσο περνούν τα χρόνια, βλέπεις τα πάντα να αλλάζουν, τον χρόνο να τρέχει και εκεί είναι που εκτιμάς τα πέντε-δέκα πράγματα της πόλης που παραμένουν αναλλοίωτα και στέρεα.
Έτσι κι εγώ αγάπησα κι εκτίμησα την αξία της Ταβέρνας του Οικονόμου με τα σπουδαία λαδερά, τους καλύτερους λαχανοντολμάδες της πόλης, την πολύτιμη ντοματοσαλάτα, τις χορτόπιτες, τον κοκκινιστό κόκορα και τα κουνέλια στιφάδο. Πέρασα κι ελπίζω να περάσω πολλά ακόμα βράδια κάτω από τις ελιές, τρώγοντας αυτά τα πέντε-δέκα πράγματα που είναι αδιαμφισβήτητα ελληνική κουζίνα, τα οποία, πέραν της νοστιμιάς τους, έχουν και μια άλλη αποστολή, να μας καθησυχάζουν με τον τρόπο τους από τα χιλιάδες που συμβαίνουν. Έμαθα κι εγώ τις σταθερές παρέες του μέρους, κρυφάκουσα πολλές φορές ωραίες συζητήσεις από τα διπλανά τραπέζια, εκτίμησα το δωρικό στυλ όχι μόνο της τροφής αλλά και των ανθρώπων που εργάζονται σ’ αυτό το μέρος. Σε μια πόλη που ειδικεύεται στις γαλιφιές, ο Κώστας κάνει ακριβώς το αντίθετο. Μιλάει ίσια και σταράτα στους πελάτες, λέει τη γνώμη του και είναι ίσως ο μόνος μαγαζάτορας της Αθήνας που σου «θυμώνει» όταν το παρακάνεις με τις ποσότητες στις παραγγελίες.
Πέρασα κι ελπίζω να περάσω πολλά ακόμα βράδια κάτω από τις ελιές, τρώγοντας αυτά τα πέντε-δέκα πράγματα που είναι αδιαμφισβήτητα ελληνική κουζίνα, τα οποία, πέραν της νοστιμιάς τους, έχουν και μια άλλη αποστολή, να μας καθησυχάζουν με τον τρόπο τους από τα χιλιάδες που συμβαίνουν.
Συνάντησα τον Κώστα ένα απόγευμα καθημερινής, λίγο πριν αρχίσει το βραδινό σέρβις. Του ζήτησα πρώτα να μου αφηγηθεί την ιστορία του μαγαζιού: «Το κτίριο στο οποίο καθόμαστε είναι κτισμένο το 1918. Χτίστηκε με πέτρα, οι σοβάδες είναι από κοκκινόχωμα, άχυρο και τρίχωμα γίδας. Έτσι τα χτίζανε τότε. Εδώ έμενε η οικογένεια του Οικονόμου, η γυναίκα του και εννιά παιδιά. Επτά αγόρια και δύο κορίτσια. Όταν πήρα το μαγαζί το 2000 βρήκα και την πινακίδα (που, δυστυχώς, δεν υπάρχει πια) “Οινομαγειρείο ο Ζέφυρος, Ιωάννης Οικονόμου 1930”. Και αν δεις ένα ποίημα που είναι γραμμένο από έναν καθηγητή Φιλοσοφικής, Ζέφυρο το λέγανε το μαγαζί. Ξεκίνησε να λειτουργεί σαν μαγέρικο, καθαρά μαγέρικο, το 1930. Είχε στην είσοδο τραπέζια και πίσω ήταν αυλή. Εκεί, στην αυλή, είχαν και ένα παράπηγμα, όπου μαγειρεύανε. Στο υπόγειο είχαν κρασί, ρετσίνα. Δουλεύανε πιο πολύ κατσαρόλα τότε. Λίγα πράγματα έβαζαν στον φούρνο. Μπριάμ, γεμιστά. Αυτά μόνο. Όλα τα άλλα ήταν κατσαρόλα, λαδερά: μπάμιες, μελιτζάνες, κολοκυθάκια. Αυτά που κάνω κι εγώ σήμερα δηλαδή. Μοσχάρι κοκκινιστό, μοσχάρι στιφάδο, αυτά είχανε. Κόκορα και κουνέλι που σερβίρουμε σήμερα δεν είχε. Εγώ τα πρόσθεσα αυτά, μετά, σιγά-σιγά. Κάναν μπακαλιάρο τηγανητό ίσως να έβρισκες μερικές φορές. Μέσα στην Κατοχή λειτουργούσε-δεν λειτουργούσε, γιατί δεν έβρισκαν με τι να μαγειρέψουν. Το 1950 ξεκίνησε να λειτουργεί και το χασάπικο δίπλα στην αρχική ταβέρνα του Οικονόμου, το δωμάτιο στο οποίο καθόμαστε εμείς σήμερα δηλαδή. Βλέπεις αυτήν τη σιδεριά που βγαίνει απ’ τον τοίχο; Εκεί ήταν η τροχαλία όπου γδέρνανε τα ζώα. Έτσι, λειτουργούσε ταυτόχρονα ως χασάπικο και μαγέρικο μέχρι το 1971. Το ’71 έκλεισε το χασάπικο και έγινε όλο σάλα εστιατορίου. Από το ’70 το μαγαζί διατηρεί τη μορφή αυτή που έχει σήμερα. Το ξεκίνησε ο Γιάννης ο Οικονόμου το 1930, το συνέχισε ο γιος του, ο Νίκος ο Οικονόμου, για 51 χρόνια, και μετά εγώ, από το 2001».
Πώς είναι, λοιπόν, να αναλαμβάνει κανείς ένα μαγαζί με τόση ιστορία και παράδοση πίσω του; «Δεν θα ξεχάσω αυτό που μου είπε o ποιητής Νίκος Παναγιωτόπουλος μόλις ανέλαβα. Στάθηκε εκεί, στην είσοδο, όρθιος −δεν τον ήξερα τότε−, και μου είπε: “Πρόσεξε, μη μας χαλάσεις το μαγαζί”. Ε, όταν βλέπεις πελάτη να σου λέει κάτι τέτοιο, λες κι εσύ: “Ξέρεις κάτι; Πρέπει να πάρω το μήνυμα, πώς το θέλει ο πελάτης το μαγαζί αυτό; Τι πρέπει να προσέξω;”. Ένας άλλος, πολύ γνωστός, τον οποίο τότε τον ήξερα μόνο φυσιογνωμικά, μου είπε: “Δεν πιστεύω να μας πετάξεις επάνω τίποτα τραπεζομάντιλα και να μας διώξεις!”. Είχα σκοπό, όταν το πήρα το μαγαζί, να αλλάξω τις τζαμαρίες, να τις βάλω ξύλινες, και βλέποντας αυτά, λέω: “Κώστα, σταμάτα. Δεν είναι σωστό να προχωρήσω, να αλλάξω”. Δεν άλλαξα τίποτα, τελικά, στη φυσιογνωμία του μαγαζιού και καλώς έπραξα».
Ο Κώστας δεν ήταν πρωτάρης στον χώρο της εστίασης. «Αυτή η ταβέρνα δεν είναι η πρώτη μου ενασχόληση με τον χώρο. Έχω τελειώσει σχολή Τουριστικών Επαγγελμάτων, τραπεζοκόμος. Γνώριζα τα πράγματα. Από το ’76 είμαι στη δουλειά, όχι με δικό μου μαγαζί όμως. Είχαν μαγαζί, εστιατόριο παρόμοιο, ο αδερφός μου με τον γαμπρό μου. Είχα επαφή. Και στον αδελφό μου υπήρχε ένας τέλειος μάγειρας, ο μαστρο-Νίκος. ΜΑΓΕΙΡΑΣ με κεφαλαία. Όχι από σχολές, αυτοδίδακτος. Τρο-με-ρός! Αυτός μου έμαθε πολλά. Και όσα έμαθα με βοήθησαν, Μιχάλη, να μην κάνω λάθος. Μπορούσα να έχω κάνει λάθη εδώ και να τινάξω το μαγαζί στον αέρα. Δηλαδή, εδώ κάθεσαι και σκέφτεσαι τι θέλει ο κόσμος».
Από τα πράγματα που αγαπώ σε αυτό το μέρος είναι το πώς η ιδιοκτησία του μαγαζιού κατάφερε να επιβάλει μια συγκεκριμένη ατμόσφαιρα, παρά τις κατά καιρούς «σειρήνες» που ζητούν όσα βλέπουν σε άλλα μαγαζιά! «Σε μερικά πράγματα, είμαι αυστηρός. Πολλοί με ρωτούν γιατί δεν βάζω μουσική. Εγώ πιστεύω ότι σε αυτούς τους χώρους δεν χρειάζεται η μουσική. Εδώ έρχεται ο άλλος να πει δυο κουβέντες, δεν τη χρειάζεται τη μουσική να τον αποσπά. Έχουμε αποξενωθεί. Βλέπω τα νέα τα παιδιά να κάθονται να φάνε, να είναι μία ώρα και 55 λεπτά στο μαγαζί, να ασχολούνται με τα κινητά τους και να μην έχουν καμιά επαφή μεταξύ τους. Αυτό είναι έγκλημα, έτσι; Όποιος θέλει μουσική, μπορεί να πάει σε ένα σωρό άλλα μαγαζιά. Εγώ διάλεξα να συνεχίσω το μέρος όπως ήταν από το 1930, και θα το τραβήξω όσο μπορώ. Να μην αλλάξω, να μη βάλω μουσική, να μην κάνω κιτσαρίες, αυτό δεν το θέλω. Αυτό το απλό μαγαζί είχα από την αρχή και έχω δικαιωθεί για τις επιλογές μου μέχρι στιγμής. Εγώ δεν άλλαξα βηματισμό, ούτε ακολούθησα τις μόδες. Εγώ αυτός ήμουν, αυτός είμαι. Δεν είπα ποτέ “ξέρεις κάτι, είναι η ώρα εννιά, ο διπλανός έχει 40 άτομα κι εγώ έχω 20”. Αυτοί οι είκοσι που ήταν εδώ με ξέρουν όλοι με το μικρό μου όνομα, έρχονται για μένα. Αν εγώ έκανα μια κίνηση να αλλάξω την κουζίνα, αυτούς θα τους έχανα. Εμένα με ενδιαφέρει ο άλλος να πει: “Θέλω να πάω να φάω στην ταβέρνα του Οικονόμου”. Έρχεται εδώ γιατί ξέρει τι θα βρει να φάει».
Πώς κρατάει την πελατεία του ευχαριστημένη και πιστή; «Να ξέρεις κάτι, όσα μαγαζιά, εστιατόρια, σέβονται τον πελάτη, έχουν πολλές οικονομικές δυσκολίες. Εμένα δεν με ενδιέφεραν ποτέ τα λεφτά. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να μπορώ να πληρώνω το προσωπικό μου, να κρατάω το μαγαζί όπως θέλω εγώ, να βάζω τα προϊόντα που θέλω εγώ και αυτό το είπα και στον γιο μου. Του λέω: “Αν θελήσεις να το κρατήσεις το μαγαζί, ένα θα έχεις ως μπούσουλα. Όταν θα πας στον πελάτη να πάρεις παραγγελία, να μην κομπιάσεις ποτέ στα φαγητά που έχεις”. Ξέρεις πόσο δύσκολο είναι να έρθει να πάρει παραγγελία σ’ εσένα που σε ξέρει και να σκεφτεί: “Ωχ, τι να του πω τώρα για τα σουτζουκάκια, αφού δεν τρώγονται...”. Εγώ επιβλέπω τα πάντα σε αυτό το μαγαζί. Έχω μια μαγείρισσα στην κουζίνα και τον γιο μου. Αν, ας πούμε, κατά τη διάρκεια του σέρβις δω ότι ένας πελάτης δεν τρώει αυτό που παρήγγειλε, η πρώτη μου κίνηση είναι να πάω στην κουζίνα, να δοκιμάσω το φαγητό εκείνο. Και εγώ είμαι από εκείνους που πιέζουν τους πελάτες να μην πάρουν πολλά, να πάρουν λιγότερα. Γιατί αυτό είναι επαγγελματισμός στη συγκεκριμένη δουλειά, να μη φορτώνεις τον πελάτη με επιπλέον φαγητά που δεν τα θέλει. “Πόσα άτομα είστε, δύο; Ε, είναι υπερβολή να πάρεις κι αυτό. Εάν δεν χορτάσεις, πάρ’ το”. Γιατί, δεν είναι κακό να βλέπεις πάνω στο τραπέζι να έχουν μείνει δυο και τρία πιάτα γεμάτα;».
Λίγο να καταλαβαίνεις από μαγειρική, στου Οικονόμου διακρίνεις την εξαιρετική ποιότητα των υλικών. Οι ντομάτες είναι το πρώτο για το οποίο όλοι μιλάνε. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Τα φασολάκια του εμφανίζονται μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες. Αν είσαι τυχερός, θα πέσεις και την εποχή κατά την οποία σερβίρονται μπάμιες μικρές και τρυφερές, όπως πρέπει να είναι. Το λάδι στα φαγητά είναι συνήθως καλύτερο από αυτό που θα είχες στο σπίτι σου, ενώ εγώ είχα και την τύχη να δοκιμάσω αγκινάρες αλά πολίτα, ίσως από τις πολύ λίγες στην πόλη μας που δεν ξεπηδάνε από τη συσκευασία της κατεψυγμένης αγκινάρας του σούπερ μάρκετ, αλλά είναι ολόφρεσκες, διαλεγμένες μία-μία. Πώς τα καταφέρνει κάποιος να έχει τόσο καλά υλικά; «Ξυπνάω κάθε μέρα 8 η ώρα το πρωί και κοιμάμαι νύχτα, 2:30-3:00. Άντε να σταματήσω 1 η ώρα το μεσημέρι. Ξεκινάω το πρωί. Τρεις ώρες απαιτεί η αγορά προϊόντων. Όλα τα κηπευτικά μου είναι από παραγωγούς των οποίων γνωρίζω την ποιότητα, κυρίως σε λαϊκές αγορές. Τους ξέρω και με ξέρουν. Δηλαδή, δεν υπάρχει περίπτωση να ψωνίσω στη λαϊκή χωρίς να την περπατήσω όλη, από πάνω μέχρι κάτω, να δω τι θέλω σήμερα. Θέλω χόρτα; Μπορεί ο Μιχάλης, που ψωνίζω χόρτα από αυτόν, να μην έχει καλά χόρτα σήμερα. Θα πάω στον επόμενο. Και το έχω ως αρχή, δεν έχω κάνει ποτέ παζάρι, “πόσο θα μου δώσεις τα χόρτα”, “πόσο το μοσχάρι”. Ποτέ. Την τιμή μού την καθορίζουν αυτοί και πολλές φορές είναι καλύτερη από εκείνη που θα έκανα εγώ, αν παζάρευα. Γιατί έτσι δεν δίνω στον άλλο το δικαίωμα να κάνει εκπτώσεις στο προϊόν του. Δεν μπορώ να μαγειρεύω τους γίγαντες και να είναι από το Μεξικό ή την Τουρκία. Είναι βασικό! Δεν μπορώ να μου ζητάει ο άλλος σαλάτα ντομάτα και να μην έχω ντομάτες από περιβόλι, από μποστάνι το καλοκαίρι, αλλά να προτιμώ από το Βέλγιο γιατί είναι φτηνές. Εγώ θέλω να έρχεται ο άλλος να φάει ντομάτα και να με ρωτάει πού τη βρίσκω. Υπάρχουν ντομάτες. Αλλά εκεί τίθεται το θέμα της τιμής. Περνάει ο άλλος, βλέπει μια τομάτα: “Πόσο την έχει; 1,5 ευρώ. Πω... Ο άλλος την έχει 90 λεπτά...”. Δεν είναι η ίδια ντομάτα. Εγώ ξέρω πως ο Βαγγέλη, από τον οποίο αγοράζω ντομάτες, καλλιεργεί στα 1.000 μέτρα υψόμετρο. Καθαρός αέρας, καθαρό νερό, φυτοφάρμακα ελάχιστα, γιατί όσο πιο ψηλά ανεβαίνεις, δεν τα χρειάζεσαι. Αντιλαμβάνεσαι τη διαφορά; Το φασολάκι πρέπει να το φας φρέσκο. Το κατεψυγμένο, για μένα, είναι για πέταμα. Μου λένε οι άλλοι: “Φασολάκια υπάρχουν, γιατί δεν παίρνεις;”. Βρε παιδιά, θα το πάρω το φασολάκι, αλλά όχι τώρα. Περιμένω το φασολάκι έτσι όπως το θέλω εγώ να βγει. Τα πρώτα δεν θα είναι όπως είναι αυτά του Ιουλίου.
Άμα δεν ξέρεις το ιστορικό του κάθε υλικού, δεν κάνεις τίποτα. Δηλαδή, όταν πάω να ψωνίσω, να μην ξέρω ότι αυτό που ψωνίζω είναι ένα υβρίδιο; Αυτήν τη στιγμή, ξέρεις ποιο είναι το πρόβλημά μου; Το λάχανο. Το 90% που βρίσκεις στην αγορά είναι υβρίδια. Διασταυρωμένα. Δεν είναι το κλασικό, ελληνικό λάχανο. Τα ξεχωρίζω με το μάτι πια. Τι μου είπε, προχθές, ο άλλος; “Έλα, μωρέ, θα ’ρθει γεωπόνος να φάει;”. “Είσαι σοβαρός;” του λέω. Τι θα πει “θα ’ρθει ο γεωπόνος;”. Το θέμα είναι εγώ τι σερβίρω στον πελάτη».
Ένα άλλο χαρακτηριστικό της ταβέρνας αυτής είναι οι παρέες, οι οποίες έχουν ένα σταθερό ραντεβού για φαγητό μέσα στην εβδομάδα. Οι παρέες αυτές έρχονται στον Οικονόμου για δεκαετίες. Και για τον Κώστα δεν είναι απλοί πελάτες: «Με τους πιο πολλούς από αυτούς έχω φιλική σχέση. Δηλαδή, έρχεται ο άλλος, με βλέπει, μου μιλάει. Ξέρω τα πάντα για τους πελάτες μου. Με τι ασχολούνται, οικογένειες, παιδιά, τα πάντα. Δηλαδή, είναι ένα καθαρά οικογενειακό μαγαζί. Ο άλλος που έρχεται εδώ, έρχεται σαν να πηγαίνει στο σπίτι του».
Ένας από τους γνωστούς θαμώνες στου Οικονόμου ήταν κι ο Κωστής Παπαγιώργης, ο οποίος απεβίωσε πρόπερσι. Ο Κωστής ερχόταν με την παρέα του κάθε Πέμπτη βράδυ για χρόνια. Μετά τον θάνατό του, όλα του τα βιβλία μπήκαν σε ένα ράφι, μια ένδειξη εκτίμησης και θαυμασμού σε έναν πολύ αγαπητό πελάτη. Στην ταβέρνα του Οικονόμου έγινε και το αποχαιρετιστήριο δείπνο στον Κωστή μετά την κηδεία. Οι φίλοι του τον αποχαιρέτησαν με ένα τραπέζι σαν όλα τ’ άλλα που είχαν κάνει μαζί τόσα χρόνια στο αγαπημένο τους μαγαζί. «Τώρα, τι να σου πω για τον Κωστή; Ο Κωστής, λόγω της ασθένειάς του, έτρωγε συγκεκριμένα φαγητά. Ερχότανε από παλιά. Αλλά ο Κωστής στα 40 του είχε αρρωστήσει; Έτρωγε συγκεκριμένα φαγητά, λόγω του ζαχάρου... Του Κωστή του ’φτιαχνα ή μπιφτέκια ή μπακαλιάρο ή μπριζόλα μοσχαρίσια με σαλάτα και στο τέλος θα έτρωγε ξινόμηλο.
Στενοχωρήθηκα με τον Κωστή. Στενοχωρήθηκα, αλλά το καλό σε αυτή την ιστορία είναι ότι τον αποχαιρέτησα, πες, σε άριστη κατάσταση. Του πήγαινα φαγητό στο νοσοκομείο... Πήγαινα και τον έβλεπα και μια μέρα λέω στην προϊσταμένη: “Άκου να σου πω, μην τολμήσεις να δώσεις φαγητό στον Κωστή Παπαγιώργη, θα γίνουμε μαλλιά κουβάρια. Μόνο από εμένα θα τρώει φαγητό. Δεν σας έχω εμπιστοσύνη”. Όποτε πήγαινα στο νοσοκομείο, του πήγαινα φαγητό, άσχετα με το εάν το έτρωγε ή όχι. Δηλαδή, την Τσικνοπέμπτη του πήγα παϊδάκια. Έγινε άλλος άνθρωπος και μόνο που τα είδε.
Πήγα να τον δω Σάββατο μεσημέρι και μου λέει η προϊσταμένη: “Ο φίλος σου είναι σε άριστη κατάσταση, δεν έχει πρόβλημα για τίποτα. Μπαίνεις μέσα χωρίς μάσκα”. Πήγα μέσα χωρίς μάσκα και βρήκα τον Κωστή σε άριστη κατάσταση, πράγματι. Μου λέει: “Βγαίνω τη Δευτέρα, την Πέμπτη έρχομαι στο μαγαζί”. Και του απαντάω: “Δεν θα έρθεις στο μαγαζί. Την Πέμπτη θα έρθουμε εμείς στο σπίτι. Θα μαγειρέψουμε, θα φέρουμε τα φαγητά και θα φάμε στο σπίτι”. Την Κυριακή το βράδυ έπαθε την τρίτη αιμορραγία κι έτσι δεν είχα τη χαρά να τον ξαναδώ. Τον θυμάμαι, όμως, ακόμα, όπως τον είχα δει την τελευταία φορά. Το αποχαιρετιστήριο το θεώρησα υποχρέωσή μου. Δηλαδή, να γίνει μετά την ταφή, να πιούμε ένα ποτήρι κρασί στη μνήμη του σε αυτό το μαγαζί, το οποίο το αγάπαγε».
Κάπου εδώ αρχίζει να έρχεται ο κόσμος για βραδινό στην ταβέρνα. Απόψε είναι και η νύχτα μιας γνωστής παρέας που έρχεται σταθερά για χρόνια. Ανάμεσά τους και ο ποιητής Νίκος Παναγιωτόπουλος, ένας πολύ παλιός θαμώνας. Του ζητάω να μου πει τη γνώμη του για το μαγαζί. «Ισχύει για τον Οικονόμου αυτό το καταπληκτικό που είχε πει ο Ζήσιμος Λορεντζάτος: “ Ένα ελάττωμα έχει το μαγαζί, μαγειρεύουν λίγο καλύτερα από το σπίτι σου” (γέλια). Κι εγώ ήμουν από τους πρώτους εδώ. Ήμουν, επίσης, αυτός που στήριξε τη νέα διεύθυνση. Γιατί όταν άλλαξε χέρια το μαγαζί, όλοι οι παλιοί θαμώνες ανησυχήσαμε, “τώρα ποιος είναι ο καινούργιος, τι είναι ο καινούριος;”. Όταν δοκίμασα, λέω “είναι πολύ εντάξει, έχει γίνει πολύ προσεγμένη δουλειά εδώ”. Κι εξακολούθησα να έρχομαι κι έφερα και πολύ κόσμο. Εδώ, οι πρώτοι που είχαμε έρθει, ήμασταν ο ζωγράφος Πέρης Ιερεμιάδης κι εγώ. Το χρώμα στους τοίχους είναι του Πέρη. Το έφτιαξε ειδικά για να μην αλλάξει η φυσιογνωμία του μαγαζιού. Ο Πέρης πίστευε πως το μέρος δεν έπρεπε να αλλάξει. “Νίκο, μη γίνει νεοταβέρνα! Η νεοταβέρνα θα είναι ο όλεθρος του Οικονόμου!”».
Νεοταβέρνα δεν έγινε ποτέ βέβαια αυτό το μέρος. Λίγο οι παλιοί πελάτες που απαίτησαν να παραμείνει αναλλοίωτη, λίγο το χρώμα του Πέρη Ιερεμιάδη στους τοίχους, λίγο το πείσμα του ιδιοκτήτη να αντισταθεί στις αλλαγές της εποχής αλλά και της γειτονιάς των Πετραλώνων, η Ταβέρνα του Οικονόμου παραμένει ένα από τα λίγα, ελάχιστα μέρη της Αθήνας που σερβίρουν πραγματικό ελληνικό φαγητό, σαν αυτό που έμαθες να τρως στο σπίτι σου.
Info:
Ταβέρνα Οικονόμου
Τρώων 41 & Κυδαντιδών, Άνω Πετράλωνα, 210 3467555