«Οδοιπορικό: Η Ελλάδα του 1806»
Φρανσουά Ρενέ ντε Σατωμπριάν (Δωδώνη)
O Σατωμπριάν γεννήθηκε το 1768 στο Σαιν Μαλό. Ήταν αξιωματικός του γαλλικού στρατού και πολέμιος του Ναπολέοντα. Κατά την Παλινόρθωση των Βουρβόνων υπήρξε πρέσβης της Γαλλίας σε διάφορες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και υπουργός Εξωτερικών την περίοδο 1823-24. Το 1811 δημοσίευσε το Οδοιπορικό από το Παρίσι στην Ιερουσαλήμ, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και η επίσκεψή του στην Ελλάδα. Ένθερμος φιλέλληνας, συμπόνεσε τον ελληνικό λαό και κατήγγειλε τις βαρβαρότητες τις οποίες αντίκρισε, σε αντίθεση με σύγχρονούς του Γάλλους περιηγητές που ενδιαφέρονταν μόνο για την Ελλάδα της αρχαιότητας. Μετά την Επανάσταση του 1821, ως πολιτικός και διανοούμενος, έκανε ό,τι μπορούσε για να υπερασπιστεί τους Έλληνες. Με το Οδοιπορικό καθιέρωσε δύο καινούργιους τύπους ζωής και δημιουργίας, τον συγγραφέα που ταξιδεύει και το πεζογράφημα των λογοτεχνικών ταξιδιωτικών εντυπώσεων. Το βιβλίο του κέντρισε το ενδιαφέρον για την υπόδουλη Ελλάδα και έκανε τους κύκλους των διανοουμένων να συγκινηθούν για τον σκλαβωμένο λαό της. Εκπρόσωπος του ρομαντισμού, ο Σατωμπριάν περιγράφει την Ελλάδα με λατρεία και ενθουσιασμό:
«Στην Ελλάδα όλα είναι γλυκά, όλα είναι απαλά, όλα είναι γαλήνια στη φύση, καθώς και στα κείμενα των αρχαίων. Όταν δει κανείς τα χαριτωμένα τοπία της Αττικής, της Κορίνθου και της Ιωνίας, καταλαβαίνει γιατί η αρχιτεκτονική του Παρθενώνα έχει τόσο ευτυχισμένες αναλογίες, γιατί η αρχαία γλυπτική είναι αδιατάρακτη και τόσο ειρηνική. Στην πατρίδα των Μουσών η φύση καθόλου δεν συμβουλεύει παρεκκλίσεις· αντίθετα, η ροπή της είναι να ξαναφέρνει το πνεύμα στον έρωτα των ομοιόμορφων και αρμονικών πραγμάτων».
«Το ταξίδι στην Ελλάδα»
Γουσταύος Φλωμπέρ (Ολκός)
Ο Γουσταύος Φλωμπέρ γεννήθηκε το 1821 στη Ρουέν και σπούδασε νομικά στο Παρίσι. Η αποτυχία στις εξετάσεις, οι συχνές κρίσεις επιληψίας και, προπάντων, η βαθιά του επιθυμία να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία δεν του επέτρεψαν να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Το 1849 πραγματοποίησε ένα ταξίδι και επέστρεψε το 1851, χρονιά κατά την οποία άρχισε τη συγγραφή του μυθιστορήματος Μαντάμ Μποβαρύ. Ανάμεσα στους προορισμούς του ήταν και η Ελλάδα. Οι εντυπώσεις του συμπεριλαμβάνονται στα βιβλία Το ταξίδι στη Ρόδο (Ύψιλον) και Το Ταξίδι στην Ελλάδα. Ο Φλωμπέρ αναζητά την αρχαία Ελλάδα, όπως την έχει διαβάσει στον Παυσανία, και δεν διστάζει να εκφράσει την απογοήτευσή του όταν έρχεται αντιμέτωπος με τη φτώχεια και τη βρομιά μιας χώρας που παλεύει να σταθεί στα πόδια της. Δεν λείπουν, όμως, οι στιγμές που τον επισκέπτεται η μαγεία που αποζητά, όπως όταν διασχίζει την Κακιά Σκάλα:
«Ήλιος, ελευθερία, πλατύς ορίζοντας, μυρωδιά από φύκια. Κάθε τόσο ο γκρεμός υποχωρεί και ο δρόμος, που μονομιάς γίνεται καλός, προχωράει τροχάζοντας ήσυχα ανάμεσα σε δεντράκια πεύκων που σχηματίζουν κάτι σαν δασάκι· όλο το τοπίο βρίσκεται σε μια γαλήνη, σε μια χαριτωμένη αξιοπρέπεια, υπάρχει κάτι, κι εγώ δεν ξέρω τι, το αρχαίο, βρίσκεσαι σε κατάσταση ερωτική. Είχα διάθεση να κλάψω και να κυλιστώ καταγής· θα ένιωθα πρόθυμα την ευχαρίστηση της προσευχής, αλλά σε ποια γλώσσα και με ποια διατύπωση;»
«Μάνη»
Πάτρικ Λη Φέρμορ (Κέδρος)
Ο Πάτρικ Λη Φέρμορ, ο μεγαλύτερος ταξιδιωτικός συγγραφέας της εποχής μας, συνέδεσε τη ζωή του με την Ελλάδα. Οι περιπλανήσεις του ξεκινούν από την ηλικία των 18 ετών, το 1933, όταν ξεκίνησε να διασχίσει την Ευρώπη με τα πόδια, με προορισμό την Κωνσταντινούπολη. Έφτασε εκεί την Πρωτοχρονιά του 1935 και στη συνέχεια έμεινε στον Άθω και ταξίδεψε στην Ήπειρο, τη Μακεδονία και τη Στερεά Ελλάδα. Μόλις ξέσπασε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος επέστρεψε στην Αγγλία, κατατάχθηκε στην Ιρλανδική Φρουρά και στη συνέχεια, επειδή γνώριζε ελληνικά, τοποθετήθηκε ως σύνδεσμος-αξιωματικός στον Ελληνικό Στρατό. Με την κατάρρευση του Αλβανικού Μετώπου βρέθηκε στην Κρήτη. Εκεί, μεταμφιεσμένος σε βοσκό, έζησε δυο χρόνια στα βουνά οργανώνοντας τον αγώνα των ανταρτών. Ηγήθηκε της ομάδας που απήγαγε τον Γερμανό διοικητή, τον στρατηγό Κράιπε. Έζησε στην Καρδαμύλη σαράντα χρόνια, μέχρι τον θάνατό του το 2011, και έγραψε για την Ελλάδα δύο βιβλία, τη Μάνη το 1958 και τη Ρούμελη (Κέδρος) το 1966. Στη Μάνη περιγράφει τον τόπο που έγινε η δεύτερη πατρίδα του, κάνοντας εκτενείς αναφορές στην ιστορία, στα ήθη και τα έθιμά του. Στο απόσπασμα που ακολουθεί αναφέρεται στην πρώτη φορά που αντίκρισε την Καρδαμύλη:
«Έπειτα από µία ώρα είδαµε την Καρδαµύλη, ένα πυργωτό χωριουδάκι, στην άκρη της θάλασσας, πίσω από έναν ωκεανό από λιόδεντρα. Μερικοί πύργοι, ένας τρούλος κι ένα καµπαναριό υψώνονταν πάνω από τις στέγες. Ακριβώς πάνωθέ τους ένα υπέροχο πλάτωµα, χωµένο µες στα κυπαρίσσια, έφτανε µέχρι τα µισά του δρόµου και ανέβαινε σε µια ερειπωµένη και χορταριασµένη ακρόπολη. Και πάνω απ’ όλα ορθωνόταν ο επιβλητικός όγκος του γυµνού Ταΰγετου. Η Καρδαµύλη ήτανε διαφορετική απ’ όλα τα χωριά που είχα δει στην Ελλάδα. Αυτά τα χτισµένα µε χρυσαφένιες πέτρες σπίτια, µε τους µεσαιωνικούς πυργίσκους, έµοιαζαν µε µικρά κάστρα. Πάνω τους πρόβαλλε µια όµορφη εκκλησιά. Τα βουνά έπεφταν απότοµα µέχρι σχεδόν κάτω την ακρογιαλιά. Εδώ κι εκεί, ανάµεσα στ’ ασπρισµένα σπίτια δίπλα στη θάλασσα, µεγάλα όλο ψίθυρους καλάµια, τρία µέτρα ψηλά, ταλαντεύονταν µε την πιο απαλή πνοή του ανέµου. Ανάµεσα στα δέντρα ήταν δεµένα δίχτυα. Σε πολλά κατώφλια βρισκόντουσαν πιθάρια για λάδι, µεγάλα σαν κι εκείνα που βρεθήκανε, µε τις ανασκαφές, στο παλάτι του Μίνωα».
«Τα ελληνικά νησιά»
Λώρενς Ντάρελ (Μεταίχμιο)
O Λώρενς Ντάρελ γεννήθηκε στην Ινδία το 1912 από γονείς Βρετανούς και πήγε στην Αγγλία σε ηλικία 11 ετών. Το 1935 παντρεύεται και μαζί με τη σύζυγο, τη μητέρα και τα αδέλφια του μετακομίζουν στην Κέρκυρα για να ξεφύγει από την αγγλική κουλτούρα, την οποία αποκαλούσε «αγγλικό θάνατο». Το πρώτο σημαντικό μυθιστόρημά του είναι το Μαύρο Βιβλίο (Αλεξάνδρεια), γραμμένο στην Κέρκυρα και επηρεασμένο από τον Χένρι Μίλλερ, τον οποίο στη συνέχεια φιλοξένησε στο νησί το 1939. Ο Μίλλερ, με αφορμή αυτήν του την επίσκεψη στην Ελλάδα, θα γράψει τον Κολοσσό του Μαρουσιού. Με την έναρξη της γερμανικής κατοχής ο Ντάρελ πηγαίνει στην Αλεξάνδρεια και το 1945 στη Ρόδο, όπου ζει για δύο χρόνια. Το 1945 θα γράψει τη Σπηλιά του Πρόσπερου (Μεταίχμιο), ένα οδοιπορικό αφιερωμένο στην αγαπημένη του Κέρκυρα. Λάτρης της Ελλάδας, δίνει στις κόρες του ελληνικά ονόματα και επηρεάζεται από τον Καβάφη και τον Σεφέρη, με τον οποίο γνωρίζεται προσωπικά. Το 1978, ζώντας πια στην Προβηγκία, γράφει το βιβλίο Τα ελληνικά νησιά. Μέσα στις σελίδες του βιβλίου τα ελληνικά νησιά ζωντανεύουν και ο θαυμασμός του συγγραφέα γι’ αυτά συμπληρώνεται από ιστορικά και μυθολογικά στοιχεία, ανθρωπολογικές παρατηρήσεις και εύστοχα σχόλια. Μήπως είναι παρασυρμένος από τους μύθους και την αίγλη του παρελθόντος; Ο ίδιος δίνει την απάντηση:
«Άραγε, μέχρι ποιο σημείο είμαστε θύματα της ιστορίας και της μόδας; Στο κάτω κάτω, υπάρχουν νησιά εξίσου όμορφα με τα ελληνικά κοντά στις ακτές της Γιουγκοσλαβίας, στη Σκωτία αλλά και στην Καραϊβική. Μήπως απλώς μας παρασύρει μια εύκολη, ποιητική τρυφηλότητα; Το ερώτημα δεν θα μείνει μετέωρο για πολύ και η απάντηση είναι ένα σχεδόν βέβαιο “Όχι”. Υπάρχει ένα ιδιαίτερο είδος παρουσίας εδώ, σ’ αυτήν τη χώρα, σ’ αυτό το φως».
Γράφει για την Κρήτη:
«Το Αιγαίο είναι αγνό, κατακόρυφο και δραματικό. Η Κρήτη είναι σαν ένας Λεβιάθαν που ωθείται προς τα πάνω από διαδοχικές γεωλογικές εκρήξεις. Είναι επίσης σαν την πόρπη μιας λεπτής ζώνης νησιών που προστατεύει τις εσωτερικές Κυκλάδες από τη δύναμη της βαθιάς θάλασσας… Το παρελθόν και το παρόν ενώνονται με τόσες λεπτές κλωστές. Θα δεις, για παράδειγμα, κάποιον γέρο αγρότη να γεμίζει το ποτήρι του και, πριν το φέρει στα χείλη του, να αφήνει να πέσουν μερικές σταγόνες στο χωμάτινο δάπεδο του μαγαζιού. Η σπονδή είναι κάτι σύγχρονο, όπως και ο ψίθυρος που σημαίνει κάτι σαν “καλή τύχη”. Ο γέρος μπορεί να μην έχει επίγνωση της ηλικίας της χειρονομίας ή της προέλευσής της. Στην Κρήτη –και στην πραγματικότητα στην Ελλάδα– η κλίμακα των πραγμάτων είναι τόσο μικρή και τόσο ανθρώπινη, που τα παλιά μνημεία και το σύγχρονο σκηνικό μοιάζουν να έχουν βγει από το ίδιο παράξενο αυγό».
«Ερωτικό λεξικό της Ελλάδας»
Ζακ Λακαριέρ (Χατζηνικολή)
Ο συγγραφέας και ελληνιστής Ζακ Λακαριέρ γεννήθηκε στη Λιμόζ της Γαλλίας στις 2 Φεβρουαρίου 1925. Σπούδασε νομικά και φιλολογία στο Παρίσι. Το 1950 ξεκίνησε με τα πόδια με προορισμό την Ινδία, αλλά τελικά προτίμησε την Ελλάδα και την Εγγύς Ανατολή, όπου έζησε πολλά χρόνια, κυρίως στην Ύδρα και την Πάτμο, μέχρι το 1966. Μετά το πραξικόπημα επιστρέφει στη Γαλλία και εγκαθίσταται εκεί μόνιμα. Λάτρεψε την Ελλάδα, κυρίως τη σύγχρονη, και μετέφρασε στα γαλλικά πολλούς Έλληνες συγγραφείς. Το 1976 έγραψε το Ελληνικό Καλοκαίρι (Χατζηνικολή) και το 2001 το Ερωτικό λεξικό της Ελλάδας. Γράφει στην εισαγωγή του Ερωτικού Λεξικού:
«Το θέμα ήταν να σας γνωρίσω μια χώρα, την Ελλάδα στη συγκεκριμένη περίπτωση, κάνοντάς σας να την αγαπήσετε... την Ελλάδα όπως εγώ την έζησα από το πρώτο ταξίδι μου στα 1947 και όπως τη γνώρισα όταν ήμουν ακόμα παιδί από τους αρχαίους ποιητές και συγγραφείς της. Μια Ελλάδα που πάει από τον Όμηρο ως τον Σεφέρη, από τον Ορφέα ως τον Τσιτσάνη μέσα από φωνές, ποιήματα, τραγούδια και έργα που εδώ και τόσα χρόνια επιλέγω και μεταφράζω. Μια Ελλάδα που πηγαίνει επίσης από τον Αναξαγόρα ως το ζεϊμπέκικο, από τη Σαπφώ ως τον Σικελιανό, από τα αμυγδαλωτά ως τα παξιμάδια, από τα ακριτικά τραγούδια ως τα ρεμπέτικα. Περνώντας από τον Ηρόδοτο, τον Διγενή Ακρίτα, τον Μακρυγιάννη και τον Αγγελόπουλο. Με δυο λόγια ένα ταξίδι προσωπικό, ποιητικό, ιστορικό και… γαστρονομικό στη χώρα των ατελείωτων γνώσεων και γεύσεων, την Ελλάδα».
Χαρακτηριστικό είναι το λήμμα με το οποίο ο Ζακ Λακαριέρ περιγράφει τα… αμυγδαλωτά:
«Αν έπρεπε να βρούμε, για ένα σταυρόλεξο, κάποιον ορισμό των αμυγδαλωτών, θα μπορούσαμε να προτείνουμε την ένδειξη: «Καμιά απολύτως σχέση με τη φλεγμονή του λαιμού». Οι αμυγδαλές, ας μην το ξεχνάμε, προέρχονται από την ελληνική λέξη αμύγδαλο και τα αμυγδαλωτά πλάθονται με αμυγδαλόψιχα. Αλλά τι ψίχα! Ζύμη ελαφρότατη και, το κυριότερο, αρωματισμένη θεσπέσια με ανθόνερο! Αυτά τα γλυκίσματα υπήρξαν πάντα η «σπεσιαλιτέ» των νησιών του Σαρωνικού, συγκεκριμένα της Αίγινας, της Ύδρας, των Σπετσών, όπου είναι τόσο ευχάριστο, το βραδάκι, να τα’ απολαμβάνεις καθισμένος στο λιμάνι, με τη δροσιά, χαζεύοντας τη θροϊστή παρέλαση των καλλονών του νησιού που βολτάρουν μπροστά σου. Τότε, στη γλύκα των αμυγδαλωτών έρχεται να προστεθεί, σαν μια ευωδιά των ευτυχισμένων και αρκαδικών χρόνων, το άρωμα των ακτών των Κυθήρων!».
Μετά τον θάνατό του στις 17 Σεπτεμβρίου 2005 η σορός του αποτεφρώθηκε και η στάχτη σκορπίστηκε στη θάλασσα, στ’ ανοιχτά των Σπετσών, στις 3 Νοεμβρίου, σύμφωνα με την τελευταία του επιθυμία.
«Ο Κολοσσός του Μαρουσιού»
Χένρυ Μίλλερ (Κάκτος)
Ο Χένρυ Μίλλερ γεννήθηκε το 1891 στη Νέα Υόρκη. Το 1930 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι και το 1934, με τη χρηματοδότηση της Αναΐς Νιν, εκδίδει τον Τροπικό του Καρκίνου (Μεταίχμιο). Το 1939 κυκλοφορεί ο Τροπικός του Αιγόκερω (Μεταίχμιο) και έρχεται στην Ελλάδα, όπου ζει περίπου έξι μήνες. Φιλοξενήθηκε από τον Λώρενς Ντάρελ στην Κέρκυρα, επισκέφθηκε την Αθήνα, την Πελοπόννησο και αρκετά νησιά και συναναστράφηκε τον Γιώργο Σεφέρη, τον Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα και τον Γιώργο Κατσίμπαλη. Από τον Κατσίμπαλη είναι εμπνευσμένος ο τίτλος του βιβλίου Ο Κολοσσός του Μαρουσιού, στο οποίο περιγράφει τις εντυπώσεις του από την σύγχρονη Ελλάδα, ένα βιβλίο-ύμνος για τη χώρα.
Λέει για τον Κατσίμπαλη:
«… Υπάρχει κάτι το κολοσσιαίο σε οποιονδήποτε άνθρωπο όταν αυτός γίνεται αληθινά και ολοσχερώς ανθρώπινος. Ποτέ δεν γνώρισα πιο ανθρώπινο άτομο από τον Κατσίμπαλη».
Γράφει για την Ελλάδα:
«Oι άνθρωποι φαίνονται να εκπλήσσονται και να γοητεύονται όταν μιλάω για την επίδραση που είχε πάνω μου αυτό το ταξίδι μου στην Ελλάδα. Λένε ότι με ζηλεύουν και ότι εύχονται να μπορέσουν μια μέρα να πάνε κι αυτοί εκεί. Γιατί δεν πάνε; Διότι κανένας δεν μπορεί να χαρεί την εμπειρία που ποθεί, αν δεν είναι έτοιμος γι’ αυτή. Οι άνθρωποι σπάνια εννοούν αυτό που λένε. Όποιος λέει ότι φλέγεται να κάνει κάτι διαφορετικό από αυτό που κάνει ή να βρεθεί κάπου αλλού από κει που είναι ψεύδεται στον ίδιο του τον εαυτό του. Το να επιθυμείς δεν είναι μόνο το να εύχεσαι. Το να επιθυμείς είναι να γίνεις αυτό που ουσιαστικά είσαι. Μερικοί άνθρωποι, διαβάζοντας αυτό, θα καταλάβουν αναπόφευκτα ότι δεν τους μένει τίποτε άλλο από το να πραγματοποιήσουν τις επιθυμίες τους».
«Στην Ελλάδα σου ’ρχεται η επιθυμία να λουστείς στον ουρανό, να πετάξεις τα ρούχα σου και να πηδήξεις στο γαλάζιο. Θέλεις να αιωρηθείς στον αέρα σαν άγγελος ή να ξαπλώσεις ακίνητος στο γρασίδι, να χαρείς με αυτό τον καταπληκτικό τρόπο, αυτή την έκσταση. Πέτρα κι ουρανός εδώ παντρεύονται. Είναι η αιώνια αυγή του ξυπνήματος του ανθρώπου».
Γράφει για την Επίδαυρο:
«Είναι η απόλυτη τελειότητα, όπως η μουσική του Μότσαρτ. Πράγματι, τολμώ να πω πως εδώ κρύβεται περισσότερος Μότσαρτ παρά οπουδήποτε αλλού στον κόσμο».
«Τα δύο πρόσωπα του Ιανουαρίου»
Πατρίτσια Χάισμιθ (Άγρα)
Η Πατρίτσια Χάισμιθ γεννήθηκε το 1921 στο Τέξας. Έγινε γνωστή για τα ψυχολογικά της θρίλερ που έχουν περίτεχνη πλοκή, ειρωνεία και ένα καθαρό, σοκαριστικό ύφος. Δημιούργημά της είναι ο Τομ Ρίπλεϊ, ο γοητευτικός ψυχοπαθής που αποκαλούσε alter ego της, ο οποίος, εκτός από δολοφόνος που παραμένει ασύλληπτος και στα πέντε μυθιστορήματα που του αφιέρωσε, είναι φιλότεχνος και εκλεπτυσμένος. Τέλη της δεκαετίας του 1950 φτάνει στην Ελλάδα συνοδευόμενη από μια ερωμένη της. Γνωρίζει το αριστοκρατικό κέντρο της Αθήνας, κάνει Πρωτοχρονιά στο Ναύπλιο και πηγαίνοντας στην Κρήτη μαθαίνει για την αυτοκτονία ενός μεγάλου της έρωτα. Στρέφεται για παρηγοριά στη γραφή και συνθέτει τα Δύο πρόσωπα του Ιανουαρίου (1964), για τα οποία κερδίζει το βραβείο του Ασημένιου Στιλέτου της Ένωσης Αστυνομικών Συγγραφέων της Αγγλίας. Στο μυθιστόρημα αυτό ο Αμερικανός απατεώνας Τσέστερ ΜακΦάρλαντ καταφεύγει με τη γυναίκα του στην Αθήνα για να αποφύγει τη σύλληψη στις ΗΠΑ. Μετά από παρεξήγηση, σκοτώνει έναν Έλληνα αστυνομικό και στην προσπάθειά του να ξεφορτωθεί το πτώμα βρίσκει έναν αναπάντεχο αρωγό… Η πλοκή εκτυλίσσεται στην Αθήνα και την Κρήτη, με τη ματιά της Χάισμιθ στην Ελλάδα του ’60 να κερδίζει το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
«Πέντε ώρες αργότερα το πλοίο είχε δέσει στον Πειραιά. Ο Τσέστερ άνοιξε δρόμο προς την κουπαστή μέσα από ένα πλήθος επιβάτες και αχθοφόρους που είχαν ανέβει για να βοηθήσουν τον κόσμο να μεταφέρει τις βαλίτσες του. Είχε πάρει με την ησυχία του πρωινό στην καμπίνα του, περιμένοντας να επιβιβαστεί μπροστά ο πολύς κόσμος. Όμως τώρα διαπίστωσε ότι η αποβίβαση δεν είχε καν αρχίσει. Τα σπίτια της περιοχής και το λιμάνι του Πειραιά έμοιαζε να βρίσκονται μέσα στο χάος και στη σκόνη. Ο Τσέστερ απογοητεύτηκε που δεν μπορούσε να δει την Αθήνα στο βάθος. Άναψε τσιγάρο και χάζεψε τις κινούμενες ή σταθερές φιγούρες στη φαρδιά προβλήτα. Αχθοφόροι στα μπλε· μερικοί με μάλλον τριμμένα παλτά βάδιζαν νευρικά, ρίχνοντας ματιές προς το πλοίο· έμοιαζαν περισσότερο με ανθρώπους που ετοιμάζονταν να παζαρέψουν συνάλλαγμα ή ταξιτζήδες παρά με αστυνομικούς, σκέφτηκε ο Τσέστερ. Το βλέμμα του περιπλανήθηκε σε όλο το μήκος της προβλήτας, από δεξιά προς τ’ αριστερά και ανάποδα. Όχι, δεν φαινόταν κανείς από αυτούς τους ανθρώπους να τον περιμένει. Η σκάλα είχε πέσει και αν υπήρχε κάποιος γι’ αυτόν δεν θ’ ανέβαινε πάνω, αντί να τον περιμένει κάτω στην προβλήτα; Φυσικά. Ο Τσέστερ καθάρισε τον λαιμό του και τράβηξε μια ελαφριά ρουφηξιά. Ύστερα γύρισε και είδε την Κολέτ. “Η Ελλάδα” του είπε χαμογελώντας».
«Ο Μάγος»
Τζων Φώουλς (Εστία)
O Τζων Φώουλς γεννήθηκε το 1926 στο Λονδίνο και πέθανε το 2005. Έγινε διάσημος χάρη στα μυθιστορήματά του Ο Συλλέκτης, Η ερωμένη του Γάλλου υποπλοιάρχου και Εβένινος Πύργος (κυκλοφορούν από την Εστία). Το 1952-3 υπηρέτησε ως καθηγητής Αγγλικών στην Αναργύρειο Σχολή των Σπετσών. Την εμπειρία του αυτήν τη μετέφερε στο βιβλίο του Ο Μάγος, που κυκλοφόρησε το 1966 και περιέχει πλήθος αυτοβιογραφικών στοιχείων. Η ιστορία διαδραματίζεται στη Φράξο (Σπέτσες), όπου πηγαίνει να διδάξει ένας Άγγλος καθηγητής, ο Νίκολας. Εκεί συναντά έναν πλούσιο και κοσμογυρισμένο επιχειρηματία, τον Κόγχη, ο οποίος τον προσκαλεί να μένει τα Σαββατοκύριακα στην απομονωμένη βίλα του. Ο Κόγχης, κατά τη διάρκεια αυτών των διαμονών, στήνει στον Νίκολα ένα «θεοπαίγνιο»…
Λέει ο συγγραφέας στον πρόλογο για την ελληνική έκδοση το 1997:
«Τι είπε στην “Ιθάκη” αυτός ο σοφός γέρο Αλεξανδρινός; Μακρύς ο δρόμος... και σε συμβουλεύει να εύχεσαι να είναι πράγματι μακρύς, αφού εκεί κρύβεται πάντα η αξία. Δεν ήταν παρά μόνο αφού γράφτηκε o Μάγος που άρχισα να καταλαβαίνω γιατί έγινε το δικό μου ταξίδι. Ελπίζω να το απολαύσετε για τους δικούς σας λόγους, αλλά ένας ουσιαστικός λόγος για μένα ήταν για να δείξω ότι αγαπώ –όπως ακόμη την αγαπώ– την Ελλάδα. Αυτή παραμένει η γη και το τοπίο όπου γέροι και νέοι, άντρες και γυναίκες, μπορούν ακόμη να βρουν την ευκαιρία να ακολουθήσουν τη θεία επιταγή του Σωκράτη: γνώθι σαυτόν».
Γράφει:
«Κανένα από τα βιβλία που είχα διαβάσει δεν εξηγούσε αυτή την καταχθόνια-μαγευτική την ιδιότητα της Κίρκης που έχει η Ελλάδα, την ιδιότητα που την κάνει μοναδική… στην Ελλάδα το φως και το τοπίο είναι τόσο ωραία, τόσο ζωντανά, τόσο έντονα, τόσο άγρια, που η σχέση είναι αμέσως αγάπη-μίσος, μια σχέση πάθους».
σχόλια