Η Ρομαντική Οδός είναι μια οδική διαδρομή μήκους 350 χιλιομέτρων που ξεκινά από το Βίρτσμπουργκ στη Βόρεια Βαυαρία και κατεβαίνει μέχρι το Φίσεν, στις Άλπεις. Το όνομά της το πήρε μετά τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και οφείλεται στην εντύπωση που προκάλεσαν στους συμμάχους –ιδίως στους Αμερικανούς– τα πανέμορφα χωριά και οι πόλεις που συναντά κανείς σε όλο της το μήκος, τα κάστρα και το παραμυθένιο φυσικό περιβάλλον. Ένας τέτοιος δρόμος, λοιπόν, δεν θα μπορούσε να μας αφήσει ασυγκίνητους, πόσο μάλλον που σε αεροπλάνο μπαίνουμε μόνο όταν είναι απολύτως απαραίτητο.
Ρότενμπουργκ ομπ ντερ Τάουμπερ
Το μεσαιωνικό Ρότενμπουργκ ομπ ντερ Τάουμπερ (Rothenburg ob der Tauber) είναι η ομορφότερη πόλη της Ρομαντικής Οδού κι έτσι επιλέξαμε να το έχουμε ως βάση. Η άφιξή μας εκεί ήταν περιπετειώδης. Στη Γερμανία οι περισσότεροι αυτοκινητόδρομοι δεν έχουν όριο ταχύτητας, όσο κι αν φαίνεται απίστευτο. Τρέχει ο καθένας όσο αντέχει το αυτοκίνητό του – υποτίθεται. Σε όλη την Κεντρική Ευρώπη δεν έχουμε συναντήσει πουθενά τα μποτιλιαρίσματα της Γερμανίας. Αυτήν τη φορά, έργα που στην Ελλάδα θα γίνονταν χωρίς να δημιουργήσουν πρόβλημα, μας στοίχισαν τουλάχιστον τρεις ώρες καθυστέρηση. Μιλάω για κούρεμα θάμνων! Στην πόλη, λοιπόν, φτάσαμε κουρασμένοι και θεονήστικοι στις 9 το βράδυ. Μόλις ξεφορτώσαμε, βγήκαμε κατευθείαν για φαγητό, γιατί μας είχαν ζώσει τα φίδια. Βλέπετε, η γερμανική ύπαιθρος κοιμάται νωρίς. Πόσο νωρίς, το διαπιστώσαμε αμέσως. Τα εστιατόρια έκλειναν στις 10, με αποτέλεσμα να μη μας δέχεται κανείς. Το μόνο που ξενυχτούσε μέχρι τις 11 (!) ήταν ένα ιταλικό παγωτατζίδικο. Η Ιταλίδα ιδιοκτήτρια μας συμπόνεσε κι έτσι, εκτός από παγωτό, για να ξεγελάσουμε την πείνα μας, καθίσαμε να πιούμε και μια μπίρα, μέχρι που πέρασε η αστυνομία για να βεβαιωθεί ότι τηρείται το ωράριο. Με ελαφρώς πεσμένο το ηθικό και εντελώς άδειο στομάχι αποφασίσαμε να πάμε για ύπνο, μια και όλοι έκαναν το ίδιο.
Το όνομά της το πήρε μετά τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και οφείλεται στην εντύπωση που προκάλεσαν στους συμμάχους –ιδίως στους Αμερικανούς– τα πανέμορφα χωριά και οι πόλεις που συναντά κανείς σε όλο της το μήκος, τα κάστρα και το παραμυθένιο φυσικό περιβάλλον.
Το επόμενο πρωινό ξεκινήσαμε την εξερεύνηση του Ρότενμπουργκ ομπ ντερ Τάουμπερ και του τα συγχωρήσαμε όλα. Η πόλη έχει μείνει ανέπαφη και ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει στον Μεσαίωνα. Περικλείεται από πύργους και τείχη μήκους 2,5 χιλιομέτρων, στα οποία μπορείτε να ανεβείτε και να περπατήσετε. Δεν το συστήνω σε όσους έχουν υψοφοβία – εγώ βασανίστηκα. Κατά τη διάρκεια του Τριακονταετούς Πολέμου, το Ρότενμπουργκ έφτασε ένα βήμα πριν από την καταστροφή. Στις 30 Οκτωβρίου του 1631 ο αυτοκρατορικός στρατός το κατέλαβε και ο στρατηγός Τίλι ήταν έτοιμος να το ισοπεδώσει. Δεν αντιστάθηκε όμως στο τοπικό κρασί που του πρόσφεραν μέσα σε ένα χούμπεν, ένα σκεύος χωρητικότητας 3,25 λίτρων. Φαίνεται ότι το κρασί δεν το σήκωνε, γιατί ανακοίνωσε πως αν κάποιος κατάφερνε ν' αδειάσει το χούμπεν μονορούφι –πράγμα που θεωρούνταν αδύνατον από τους... ειδήμονες–, θα έσωζε την πόλη. Ο πρώην δήμαρχος Νους τα κατάφερε μέσα σε δέκα λεπτά και ο Τίλι κράτησε την υπόσχεσή του. Ο μύθος λέει ότι ο Νους ήταν εντελώς μεθυσμένος για τρεις μέρες, συνήλθε όμως κι έζησε μέχρι τα βαθιά γεράματα. Η ιστορική συνάντηση αναπαριστάται κάθε ώρα, καθώς στο ρολόι που βρίσκεται στη Μάρκτπλατς από το ένα πορτάκι προβάλλει ο Τίλι και από το άλλο ο Νους με το χούμπεν ανά χείρας. Στην πλατεία δεσπόζει η αναγεννησιακή πτέρυγα του δημαρχείου, στα σκαλιά του οποίου καταφεύγουν με μια μπίρα στο χέρι όσοι προσπαθούν να παρατείνουν το βράδυ τους. Αν, πάλι, ανεβείτε στον πύργο του παλαιότερου γοτθικού τμήματος του δημαρχείου, μπορείτε να δείτε τα δάση και τις πεδιάδες της Φραγκονίας. Βόρεια της Μάρκτπλατς βρίσκεται ο Ναός του Αγίου Ιακώβ, στον οποίο φυλάσσεται το «Ιερό του Αγίου Αίματος», ένα αριστούργημα του 1504 χαραγμένο σε ξύλο φιλύρας, έργο του Τίλμαν Ρίμενσναϊντερ. Πίσω από την εκκλησία, στο Ράιχσταντμουζέουμ, που στεγάζεται σε ένα παλιό μοναστήρι, μπορείτε να δείτε και το θρυλικό χούμπεν, για να έχετε καλύτερη εικόνα της υπερπροσπάθειας που κατέβαλε ο ηρωικός Νους. Ένα μουσείο που αξίζει να επισκεφθεί κανείς είναι το Μουσείο Παιχνιδιού και Μαριονέτας που διαθέτει μία από τις μεγαλύτερες συλλογές στη Γερμανία. Μουσείο, βέβαια, είναι ολόκληρη η πόλη, πολύχρωμη και μαγική, σαν να βγήκε από εικονογράφηση παραμυθιού. Στις οδούς Herrngasse και Schmiedgasse θα δείτε μερικά από τα ομορφότερα σπίτια. Στη Schmiedgasse ψάξτε για το Μπάουμαϊστερχάους με το κλιμακωτό αέτωμα. Στον δεύτερο όροφό του θα δείτε αγάλματα που απεικονίζουν τις Επτά Αρετές και τα Επτά Θανάσιμα Αμαρτήματα, ώστε να τα αποφεύγετε. Μια και μιλάμε για αμαρτίες, μην ξεχάσετε να δοκιμάσετε το τοπικό γλυκό, που υπάρχει σε όλα τα ζαχαροπλαστεία και μοιάζει με μικρό βράχο φτιαγμένο από ζάχαρη. Το Ρότενμπουργκ σώθηκε χάρη στην ομορφιά του κυριολεκτικά και όχι μόνο μεταφορικά, λόγω τουρισμού. Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, έπειτα από έναν αεροπορικό βομβαρδισμό, ο Τζ.Τζ. ΜακΚλόι, ένας πολίτης που συνόδευε τις αμερικανικές δυνάμεις, κατάφερε να αποτρέψει νέο βομβαρδισμό, με αποτέλεσμα η πόλη να σωθεί και να είναι έτοιμη να κλέψει την καρδιά κάθε επισκέπτη. Αν καταφέρναμε να πιούμε κι ένα ποτό το βράδυ, θα την είχαμε λατρέψει!
Ντίνκελσμπιλ
Το Ντίνκελσμπιλ (Dinkelsbühl) είναι μια υπέροχη μεσαιωνική οχυρωμένη πόλη, στην οποία πήγαμε για τον πρώτο καφέ της ημέρας. Παρκάροντας έξω από τα τείχη, μας εντυπωσίασε το ποτάμι που τα αγκάλιαζε, παραπέμποντας σε εικόνες από ταινίες με ιππότες, τάφρους και μεσαιωνικές πύλες. Από μία τέτοια πύλη –η πόλη διαθέτει τέσσερις– μπήκαμε και ξεκινήσαμε την περιήγησή μας. Συνήθως εντοπίζουμε το πιο πλουμιστό καμπαναριό και κατευθυνόμαστε προς αυτό – είναι ο πιο σίγουρος τρόπος να βρεις γρήγορα το κέντρο, όταν δεν έχεις χάρτη. Με αυτό το κόλπο δεν αργήσαμε να φτάσουμε στον Ναό του Αγίου Γεωργίου, μία από τις ωραιότερες εκκλησίες της νότιας Γερμανίας, που χτίστηκε τον 15ο αιώνα. Την ώρα εκείνη μόλις είχε τελειώσει η κυριακάτικη λειτουργία κι έτσι τρυπώσαμε ανάμεσα στους καλοντυμένους πιστούς για να ρίξουμε μια ματιά. Μπροστά από την εκκλησία απλώνεται η Βάινμαρκτ, η κεντρική πλατεία της πόλης, πάνω στην οποία είναι χτισμένη μια σειρά από εντυπωσιακά σπίτια εμπόρων, που, υποθέτω, έκαναν και λίγο επίδειξη ισχύος. Το πιο γνωστό από αυτά είναι το Ντόιτσες Χάους, ένα επταώροφο κτίριο που καταλήγει σε ένα τεράστιο αέτωμα. Κάνοντας βόλτες και βγάζοντας φωτογραφίες, εντοπίσαμε ένα κουκλίστικο café όπου καθίσαμε για την απαραίτητη ανασύνταξη δυνάμεων. Ξεφυλλίζοντας τον οδηγό, μάθαμε πώς σώθηκε το Ντίνκελσμπιλ από την καταστροφή κατά τον Τριακονταετή Πόλεμο, αυτήν τη φορά χωρίς να πιει κανείς κρασί. Τα παιδιά της πόλης και οι ικεσίες τους στάθηκαν ικανά να πείσουν τον πολιορκητή και έκτοτε το γεγονός γιορτάζεται κάθε Ιούλιο με μια μεγαλοπρεπή παρέλαση, την Κίντερτσεχε. Το δικό μας παιδί από την άλλη πεινούσε, κι έτσι, πριν φύγουμε, μπήκαμε στον κοντινότερο φούρνο για κάτι πρόχειρο. Το αποτέλεσμα ήταν να βγούμε με ένα μικρό φορτίο από αυτά τα τέλεια γλυκά με κρέμα και φρέσκα φρούτα που φτιάχνουν οι Γερμανοί και που κολάζουν μέχρι και άγιο. Το βέβαιο είναι ότι το Ντίνκελσμπιλ μας άφησε μια γλυκιά γεύση.
Κάστρο Νόισβανσταϊν
Το Κάστρο Νόισβανσταϊν (Schloss Neuschwanstein) βρίσκεται στην πόλη Φίσεν, στο τέλος της Ρομαντικής Οδού, και είναι το πιο διάσημο κάστρο στον κόσμο, τόσο διάσημο, που, ακόμα κι αν το όνομά του δεν σας λέει τίποτα, το έχετε ξαναδεί. Βλέπετε, ο Disney το χρησιμοποίησε ως πρότυπο για το κάστρο της Ωραίας Κοιμωμένης στη Disneyland και ως σήμα για τις κινηματογραφικές του παραγωγές. Έκτοτε, σε κάθε κοριτσίστικο δωμάτιο υπάρχει μια ροζ εκδοχή του. Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Το κάστρο χτίστηκε από τον βασιλιά Λουδοβίκο Β' της Βαυαρίας (1845-1886) και αποτελεί φόρο τιμής στον Ρίχαρντ Βάγκνερ, του οποίου ο βασιλιάς ήταν ένθερμος θαυμαστής και τον γνώριζε από τα παιδικά του χρόνια. Μαζί με τον αρχιτέκτονα Κρίστιαν Γιανγκ θέλησε να φτιάξει έναν πύργο εμπνευσμένο από τις όπερες του μεγάλου συνθέτη. Το μεγαλειώδες παλάτι άρχισε να χτίζεται το 1867, τρία μόλις χρόνια μετά την ανακήρυξη του δεκαοχτάχρονου Λουδοβίκου σε βασιλιά. Ο νεαρός δεν άργησε να δείξει ότι η αγάπη του για την τέχνη, ιδίως για τη μουσική, ήταν αυτή που καθόριζε τη ζωή του. Προσπαθώντας να δημιουργήσει τον δικό του ιδανικό κόσμο, άρχισε να χτίζει τον ένα πύργο μετά τον άλλο, με κορυφαίο το Κάστρο Νόισβανσταϊν, στο οποίο πρόλαβε να μείνει μόνο 170 μέρες, μια και ολοκληρώθηκε μετά τον θάνατό του. Ο Λουδοβίκος, που ήταν ανιψιός του Όθωνα της Ελλάδας, ασχολούνταν όλο και περισσότερο με τα παλάτια του και παραμελούσε τα βασιλικά του καθήκοντα. Την ημέρα κοιμόταν και τα βράδια κυκλοφορούσε ντυμένος όπως οι ήρωες της όπερας. Δεν άργησε, λοιπόν, να αποκτήσει το προσωνύμιο «τρελός» και να προκαλέσει τη δυσαρέσκεια των υπουργών του με τις σπατάλες του. Παρόλο που το Νόισβανσταϊν το έφτιαξε με δικά του κεφάλαια και όχι με δημόσιο χρήμα, τον αμφισβήτησαν και όταν οργισμένος προσπάθησε να τους αντικαταστήσει, οι υπουργοί τον κατηγόρησαν ως ακατάλληλο και κατάφεραν να διαγνωστεί παρανοϊκός, με αποτέλεσμα να απομακρυνθεί από τον θρόνο. Λίγες μέρες αργότερα βρέθηκε πνιγμένος στη λίμνη Στάρνμπεργκ, κοντά στο ψυχιατρείο όπου νοσηλευόταν, μαζί με τον ψυχίατρο που είχε υπογράψει το κρίσιμο ιατρικό πόρισμα. Σήμερα υπάρχουν ψυχίατροι που θεωρούν ότι ο Λουδοβίκος ο Τρελός δεν ήταν καθόλου τρελός αλλά θύμα πολιτικής συνωμοσίας και ότι πιθανόν δολοφονήθηκε. Όπως και να 'χει, το Κάστρο Νόισβανσταϊν είναι το αξιοθέατο με τη μεγαλύτερη επισκεψιμότητα στη Γερμανία και αξίζει να το δει κανείς από κοντά. Βρίσκεται γαντζωμένο σε έναν βράχο πάνω από τη χαράδρα Πέλατ, σε υψόμετρο 965 μ., σε ένα άθικτο φυσικό τοπίο, μια και ο βασιλιάς ήταν φυσιολάτρης και φρόντισε να μην καταστραφεί το φυσικό περιβάλλον. Συνήθιζε, μάλιστα, να κατεβαίνει στη Μάριενμπρικε, τη γέφυρα πάνω από τον χείμαρρο 100 μέτρα πιο κάτω, και να θαυμάζει το βράδυ τον κατάφωτο πύργο. Ένας στενός ανηφορικός δρόμος θα σας οδηγήσει στο Νόισβανσταϊν, μην κάνετε όμως το λάθος να τον ανεβείτε με το αυτοκίνητό σας. Απαγορεύεται αυστηρά, όπως μας έδωσε να καταλάβουμε σε άπταιστα γερμανικά –μετά γρυλισμάτων– ένας εξαγριωμένος κάτοικος της περιοχής. Μέσα στο κάστρο θα συναντήσετε παντού αναφορές σε μεσαιωνικά έπη, βυζαντινά στοιχεία –ο Λουδοβίκος θαύμαζε την Αγιά Σοφιά– αλλά και τον Πάρσιφαλ, τον ήρωα της ομώνυμης όπερας που ο βασιλιάς είχε ενθαρρύνει τον Βάγκνερ να συνθέσει, χωρίς να προλάβει να την ακούσει. Μπορεί ο ίδιος να μην το χάρηκε, μέχρι σήμερα όμως το έχουν επισκεφθεί πάνω από 100 εκατομμύρια άνθρωποι. Αν βρεθείτε σε απόσταση... μονοήμερης, μην παραλείψετε να πάτε να το δείτε, είναι παραμυθένιο. Δεν ξέρω αν ο Λουδοβίκος ήταν τρελός ή λογικός, σίγουρα πάντως ήταν ρομαντικός.