ΟΛΙΓΟΗΜΕΡΕΣ ΔΙΑΚΟΠΕΣ με τον εαυτό μου στην Ελαφόνησο.
Κάθε χρόνο φεύγουμε για λίγες μέρες κι αυτό μας φέρνει ακόμη πιο κοντά.
Σούρουπο χθες και κατηφορίζω στο λιμάνι, στη ζωή.
Την ώρα που δύει ο ήλιος κι αυτός ο κόσμος συναντάει τον άλλον, τον μαγικό.
Ενοικιαζόμενα δωμάτια στη σειρά, πετσέτες κρεμασμένες στα κάγκελα και στις καρέκλες, καφετέριες με διαφορετικές μουσικές μπλεγμένες η μία μέσα στην άλλη, ποδήλατα και πατίνια να πηγαινοέρχονται, πεζοί, κάποια πιτσιρίκια μόνα να κυνηγιούνται.
Όλα αυτά στη μία μεριά, τη στεριανή. Στην άλλη, ο ήλιος βουτάει μέσα στη θάλασσα, χαρίζοντας πρωτόγνωρα χρώματα. Δύο κυρίες στα πτυσσόμενα καρεκλάκια τους σε γωνία 45 μοιρών, η μία πλάι στην άλλη, απορροφημένες, συζητούν κάτι ολίγον πικάντικο, νομίζω κουτσομπολίστικο. Λίγο πιο κάτω, τρεις μεσήλικοι, ο ένας απέναντι απ' τον άλλον, πατάνε στα ρηχά, χωρίς να κολυμπάνε, απολαμβάνοντας με τον δικό τους τρόπο τη μαγεία.
Πιο πέρα, μια οικογένεια με ένα τεράστιο φουσκωτό φλαμίνγκο και με τα παιδάκια τους να προσπαθούν να ισορροπήσουν πάνω του, ρουφώντας όλο αυτό κι εκείνοι με τη δική τους μοναδική συνταγή. Λίγο παρακάτω, ένα ζευγαράκι εντελώς απορροφημένο, βγάζει selfie μπροστά στο ηλιοβασίλεμα. Στη διπλανή ομπρέλα μια κοπέλα κάνει με τα χέρια της το σχήμα της καρδιάς με φόντο τη μαγεία. Ο φίλος της, υπακούοντας στις λεπτομερείς και σαφείς οδηγίες, προσπαθεί να το πιάσει με το κινητό του. Νομίζω προσεκτικά, για να μη βρει κανέναν μπελά.
Πιο κάτω, μια γιαγιά περπατάει προσεκτικά δίπλα στον εύθραυστο παππού και τον προσέχει σαν τα μάτια της. Μέσα σε αυτό το βλέμμα αντικρίζεις την αγάπη μιας ολόκληρης ζωής. Δεν χωράει πια μέσα μου. Και 10 καρδιές να είχα, πάλι δεν θα χώραγε.
Συνεχίζω να περπατάω προς το ψαροταβερνάκι. Η απόσταση δεν είναι παραπάνω από 500 μέτρα. Κι όμως, 500 ατέλειωτα μέτρα, γεμάτα χρώματα, ανθρώπους, ζωή και συναισθήματα.
Ο ταβερνιάρης, κλασικός Έλληνας με όλα τα καλά του Έλληνα. Πάνω απ' όλα, όμως, κουβαρντάς στην ψυχή, εκεί απ' όπου ξεκινούν όλα. Μου προσφέρει ένα από τα ομορφότερα τραπέζια του μαγαζιού κι ας μη με ξέρει.
Καπάκι πιάνει την κουβέντα με έναν Ιταλό πελάτη που έχει κάνει κράτηση για μια μεγάλη παρέα. Το όνομα του Ιταλού έχει κάτι από Σιδέρη. Ο δικός μου του εξηγεί σε άψογα ελληνικά(;) την ιστορία του Σιδέρη, ενός από τους σημαντικότερους ποδοσφαιριστές της χώρας μας. Του αναπαριστά με τέλεια παντομίμα πώς κλότσαγε την μπάλα. Εγώ χαζεύω την όρεξη και το μεράκι αυτού του ανθρώπου.
Ο Ιταλός τον κοιτάει προσεκτικά. Μετά από ώρα του εξηγεί με σπαστά αγγλικά ότι ούτε ελληνικά καταλαβαίνει αλλά ούτε Ιταλός είναι. Ο τύπος είναι Ρουμάνος. Κρατάω με το ζόρι τα γέλια μου. Ο μαγαζάτορας γυρίζει και με κοιτάει απογοητευμένος, αλλά τουλάχιστον παρηγοριέται που τελικά όλο αυτό δεν πήγε χαμένο. Του χαμογελάω ζεστά.
Παραγγέλνω ένα ωραίο ψάρι με σαλάτα κι αφήνω για λίγο το τραπέζι για να πάω στο γραφικό εκκλησάκι δίπλα. Με οδηγεί εκεί ένα πανέμορφο μικρό γεφύρι πάνω από τη θάλασσα. Το όλο σκηνικό λες και βγήκε από την ομορφότερη ταινία. Έξω από την εκκλησία ποζάρει μια καλοντυμένη παρέα με ένα αγοράκι στην αγκαλιά. Στα βρεγμένα μαλλάκια του έχουν βάλει με το ζόρι ένα καπέλο. Ο μικρός δυσανασχετεί οριακά, καθότι κουρασμένος. Μόλις έχει τελειώσει η βάφτιση.
Μοιράζομαι τις στιγμές μαζί τους. Σαν να κλέβω από τη χαρά τους. Μπαίνω μέσα στη γραφική εκκλησία και προσκυνώ. Πιο κάτω χαζεύω τη μισογεμάτη κολυμπήθρα με τα λάδια.
Βγαίνω έξω. Με πετυχαίνει χαμογελαστό ζευγαράκι που με αναγνωρίζει. Μιλάμε για τα βιβλία και βγάζουμε φωτογραφίες. Πρέπει να έχω ψηλώσει δέκα πόντους από καμάρι. Χαιρετάω τα παιδιά και συνεχίζω.
Γυρίζω στο τραπέζι και απολαμβάνω το υπέροχο δείπνο. Πιο πολύ, όμως, το υποδειγματικό ψήσιμο του ολόφρεσκου ψαριού. Συγχαίρω την τύπισσα που έχει την ταβέρνα. Είναι η δική της σειρά να ψηλώσει δέκα πόντους. Ξαναμπαίνει στο μαγαζί, και το γέλιο της φτάνει μέχρι τ' αυτιά. Στο τέλος με κερνάνε καρπούζι. Μια ακόμη υπενθύμιση ότι βρίσκομαι στην υπέροχη χώρα μου.
Συνεχίζω το περπάτημα στην περατζάδα με αργά βήματα και με όλες τις αισθήσεις ανοιχτές για να το χωρέσω όλο αυτό. Γονείς με καροτσάκια, οι πρώτοι ξένοι που πίνουν τις μπίρες τους κατακόκκινοι από τον ήλιο, δεκαπεντάρικα αγόρια και κορίτσια περπατάνε τσούρμο και πειράζει το ένα το άλλο. Νιώθω μαζί τους κι εγώ τα πρώτα σκιρτήματα του έρωτα, αυτού του μοναδικού συναισθήματος που κάνει όλο το Σύμπαν να γυρίζει.
Πιο κάτω, μια γιαγιά περπατάει προσεκτικά δίπλα στον εύθραυστο παππού και τον προσέχει σαν τα μάτια της. Μέσα σε αυτό το βλέμμα αντικρίζεις την αγάπη μιας ολόκληρης ζωής. Δεν χωράει πια μέσα μου.
Και 10 καρδιές να είχα, πάλι δεν θα χώραγε.
Γεμάτος με όλο αυτό, αλλά και με το μισογεμάτο μπουκάλι νερό στο δεξί μου χέρι, μπαίνω στο σμαρτάκι μου και κατευθύνομαι στο ξενοδοχείο.
Μπαίνοντας στο δωμάτιο, ανοίγω το παράθυρο διάπλατα και αφήνομαι να με λούσει όλο αυτό το υπέροχο δροσερό βραδινό καλοκαιρινό αεράκι. Ξαπλώνω ανάσκελα στο κρεβάτι και το ξαναφέρνω όλο αυτό στο μυαλό μου, πιο πολύ όμως στην ψυχή μου. Το συναίσθημα διαπερνάει κάθε κύτταρό μου. Ξεχειλίζω ευτυχία από αυτή την ξεχωριστή βραδιά, από αυτό το ξεχωριστό καλοκαίρι, από αυτή την ξεχωριστή ζωή. Ξεχειλίζω ευγνωμοσύνη προς τον Πλάστη που μου έχει δώσει όλα αυτά για να μπορώ να απολαύσω όλο αυτό.
Νομίζω, μία από τις ομορφότερες βραδιές της ζωής μου.
Το χαμόγελό μου κι εμένα μέχρι τ' αυτιά.
Αποκοιμιέμαι κατευθείαν.