Παρίσι
Το Παρίσι το αγάπησα και το αγαπώ, αν και αλλάζει με γρήγορους ρυθμούς και σιγά σιγά η ψυχή του παραδίδεται, αμαχητί, στους τουρίστες και στους πλούσιους αγοραστές ακινήτων από ολόκληρο τον πλανήτη, εξορίζοντας τους «παλαιούς κατοίκους του» στα προάστια.
Έτσι, στα πεζοδρόμια των βουλεβάρτων στα οποία κάποτε αντηχούσαν οι ήχοι από τα βήματα των διανοούμενων, των καλλιτεχνών και των κοσμικών του Μεσοπολέμου (Τζέιμς Τζόις, Έρνεστ Χέμινγουεϊ, Χένρι Μίλερ, Αντρέ Μπρετόν, Πολ Ελιάρ, Κοκό Σανέλ, Ζοζεφίν Μπέικερ, Ζαν Πολ Σαρτρ, Σιμόν ντε Μποβουάρ, Σαλβαδόρ Νταλί, Πικάσο, Γερτρούδη Στάιν κ.ά.), τώρα ακούγονται μονότονα οι ήχοι που αφήνουν τα ροδάκια από τις βαλίτσες των τουριστών.
Ωστόσο, το Παρίσι παραμένει μια πλανεύτρα πόλη χωρίς όρια. Κι όταν χάνονταν τα όρια, μακριά από όλα και όλους, μεταμορφωνόμουν σ’ έναν flâneur (περιπλανώμενος, αργόσχολος), ο οποίος αναζητούσε, σαν τον σκύλο, σημάδια από το παρελθόν που έβαζαν νέα όρια στον πολεοδομικό ιστό της πόλης.
Η σοφίτα που με φιλοξένησε το διάστημα της παραμονής μου στο Παρίσι δεν απείχε και πολύ από την πλατεία Κοντεσκάρπ, στη Μουφτάρ, πίσω από το Πάνθεον. Ακριβώς δίπλα από την πλατεία, επί της οδού Γκαρντινάλ Λεμουάν 74, στον τρίτο όροφο, ένα μικρό διαμέρισμα φιλοξένησε τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ την πρώτη περίοδο της παρισινής του διαμονής. Ίσως αυτά τα χρόνια της νιότης του Χέμινγουεϊ στο Παρίσι να επηρέασαν και την υπόλοιπη ζωή του, εφόσον, σύμφωνα με τον Μπαλζάκ, «ο Παριζιάνος παραπονιέται για τα πάντα, επιθυμεί τα πάντα, γεύεται τα πάντα, αισθάνεται τα πάντα με πάθος, εγκαταλείπει τα πάντα με εκπληκτική ευκολία». Και στη ζωή του ο Χέμινγουεϊ θέλησε να γευτεί τα πάντα με πάθος.
Ο Χέμινγουεϊ, με τον τρόπο που επέλεξε να ζήσει, έδειξε ότι υπάρχει ένα μικρό και γενναίο κομμάτι «αξιοθαύμαστων ανθρώπων» που επιτρέπουν ακόμα στην κοινωνία να λειτουργεί σε μια εν γένει απάνθρωπη εποχή, σ’ έναν κόσμο αφιλόξενο και σκληρό, όπου ο άνθρωπος περνά όλο και περισσότερο χρόνο μόνος του.
Αρκετά νωρίς ανακάλυψα ότι η διαδρομή που ακολουθούσε καθημερινά ο Χέμινγουεϊ ήταν ένα ταξίδι στον χρόνο, στους μύθους και στην παρισινή διανόηση, που σφράγισε ανεξίτηλα αυτό που σήμερα εκπροσωπεί το Παρίσι. Επιπλέον, διαπίστωσα ότι αυτή η διαδρομή μού έκανε πάντα καλό, με βοηθούσε να σκεφτώ αλλά και να απολαύσω ένα φλιτζάνι καφέ στα ιστορικά, πλέον, καφέ του Μεσοπολέμου στο Σεν Ζερμέν ντε Πρε και στο βουλεβάρτο του Μονπαρνάς.
Η διαδρομή του Χέμινγουεϊ ήταν η ακόλουθη: πλατεία Κοντεσκάρπ, οδός Γκαρντινάλ Λεμουάν, όχθες του Σηκουάνα, οδός Μποναπάρτ, Μπος Αρ, καφέ ντε Μαγκό και καφέ ντε Φλορ, οδός Νοτρ Νταμ ντε Σαν, κήποι του Λουξεμβούργου, οδός Οντεόν, βιβλιοπωλείο Σαίξπηρ εντ Κόμπανι, καφέ Ντομ και Κλοζερί ντε Λιλά… για να επιστρέψει στο διαμέρισμά του, στην Γκαρντινάλ Λεμουάν 74, διασχίζοντας το βουλεβάρτο του Σεν Μισέλ.
Ίσως αυτές οι παρισινές διαδρομές ενός flâneur με έκαναν, αρκετά χρόνια αργότερα, να αναζητήσω τις αντίστοιχες στην Αβάνα της Κούβας: Άμπος Μούντος, Λα Φλοριδίτα, Λα Μποντεγκίτα ντελ Μέδιο, Φίνκα Βίχια…
Κούβα
Η Κούβα δεν είναι μόνο μία χώρα. Είναι πολλές χώρες, η μια πάνω στην άλλη. Η μία κρύβει την άλλη σε στρώματα που δεν αλληλοκαλύπτονται και προστατεύουν από ματιές επιπόλαιες και βιαστικές.
Ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ, μεγάλος ταξιδευτής στη γεωγραφία, τις ιδέες, τον πολιτισμό, τα τοπία και τις καθημερινές συνήθειες της Κούβας, χάνει, έστω και προσωρινά, την πορεία του και αφήνεται να τον παρασύρει με ζωώδη ορμή η αύρα του νησιού αλλά, ιδίως, η πόλη της Αβάνα και τα ζεστά νερά του Γκολφ Στριμ. Στην Αβάνα και τα νερά του Γκολφ Στριμ ο Χέμινγουεϊ ανακαλύπτει τον απελευθερωτικό ελεύθερο χρόνο, που κάνει τον άνθρωπο να νιώθει ελεύθερος και του δίνει τη δυνατότητα να στοχαστεί.
Ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ πρωτοπήγε στην Κούβα το 1928. Ωστόσο, η διήμερη διαμονή του στην Αβάνα δεν ήταν αρκετή για να γνωρίσει όλα όσα μπορούσε να του προσφέρει η Κούβα. Το καλοκαίρι του 1932 ο Χέμινγουεϊ επέστρεψε με δυο φίλους του στο Κι Γουέστ για το ετήσιο ψάρεμα ξιφία. Το ταξίδι για ψάρεμα εξελίχθηκε σε μια δίμηνη περιπέτεια.
Στη διάρκεια αυτού του ταξιδιού ο Χέμινγουεϊ γνώρισε την Κούβα και η Κούβα τον Χέμινγουεϊ. Το 1935 οι τουρίστες είχαν ανακαλύψει το Κι Γουέστ και το σπίτι του Χέμινγουεϊ συμπεριλαμβανόταν στα τουριστικά αξιοθέατα. Φυσικό ήταν ο Χέμινγουεϊ να μην είναι ευχαριστημένος και να αναζητά τρόπους απομάκρυνσης από αυτό, παρόλο που η πολιτική κατάσταση στην Κούβα χαρακτηριζόταν ακόμα επικίνδυνη.
Ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ έζησε στην Κούβα από το 1939 έως το 1960. Στη διάρκεια αυτών των χρόνων έγραψε μερικά από τα αριστουργήματά του, όπως: «Ο γέρος και η θάλασσα», «Μια κινητή γιορτή», «Νησιά της Καραϊβικής» και τιμήθηκε με το βραβείο Πούλιτζερ (1953) και το Νόμπελ Λογοτεχνίας (1954).
Συνήθιζε να λέει: «Οι άνθρωποι σε ρωτούν ‘‘γιατί ζεις στην Κούβα;’’ κι εσύ απαντάς γιατί σου αρέσει. Είναι πολύ δύσκολο να περιγράφεις τους λόφους πάνω από την Αβάνα πολύ νωρίς το πρωί, εκεί που κάθε πρωινό έχει ψυχρούλα και δροσιά ακόμα και την πιο ζεστή μέρα του καλοκαιριού… Δεν τους λες για τα παράξενα και πανέμορφα πουλιά που βρίσκεις στη φάρμα όλο τον χρόνο, ούτε για τα αποδημητικά πουλιά που περνούν… Δεν τους λες για τη λέσχη σκοποβολής που είναι λίγο πιο κάτω στον δρόμο, όπου συνηθίζαμε να πυροβολούμε ομοιώματα περιστεριών βάζοντας μεγάλα στοιχήματα…Μπορείς να πεις ότι ζεις στην Κούβα γιατί εκεί, τα δροσερά πρωινά, δουλεύεις πολύ καλύτερα απ’ ό,τι έχεις δουλέψει ποτέ οπουδήποτε αλλού στον κόσμο».
Το ξενοδοχείο Άμπος Μούντος
Το πρώτο μέρος που έμεινε ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ στην Κούβα ήταν το ξενοδοχείο Άμπος Μούντος, ένα πενταώροφο κτίριο που χτίστηκε τη δεκαετία του 1920. Βρίσκεται στη συμβολή των οδών Ομπίσπο και Μερκαδέρες, στην καρδιά της παλιάς Αβάνας.
Όσες φορές βρέθηκα εκεί, ένας πιανίστας έπαιζε συνήθως κομμάτια τζαζ και κρεολέ, τις περισσότερες ώρες της μέρας, υπό το αυστηρό βλέμμα του Χέμινγουεϊ, που επιτηρεί την αίθουσα μέσα από τα πορτρέτα του τα οποία διακοσμούν τους τοίχους. Ο ευάερος παλιομοδίτικος χώρος του ισογείου δροσίζεται από τον αέρα της θάλασσας όλο τον χρόνο, ενώ η μυρωδιά του φρεσκοβρασμένου καφέ και το άρωμα των κουβανέζικων πούρων διαχέεται παντού.
Ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ περιέγραφε στους φίλους του το ξενοδοχείο με τον παρακάτω τρόπο: «Σ’ αυτό το ξενοδοχείο μπορείς να βρεις ένα καλό και καθαρό δωμάτιο με μπάνιο, με θέα το λιμάνι και τον καθεδρικό ναό. Έχεις στα πόδια σου όλο το λιμάνι και τη θάλασσα με δυο δολάρια».
Μπαίνοντας στο δωμάτιο 511 του πέμπτου ορόφου, υπό τη συνοδεία μιας υπαλλήλου του ξενοδοχείου, έχω την αίσθηση ότι διεισδύω σ’ ένα άβατο και ότι θα διαταράξω τα πνεύματα που το κατοικούν. Το δωμάτιο είναι λιτό και μικρό, περιλαμβάνει ένα κρεβάτι, ένα κομό αντίκα, φωτογραφίες και μερικά βιβλία του Χέμινγουεϊ κλειδωμένα σε μια κινεζική βιτρίνα. Μια καρέκλα και ένα γραφείο με μια παλιά γραφομηχανή βρίσκονται στο κέντρο του δωματίου.
Ακόμα και όταν ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ αγόρασε το σπίτι του, τη Φίνκα Βίχια, συνέχισε να κρατάει το δωμάτιό του στο ξενοδοχείο Άμπος Μούντος για τους φίλους του που τον επισκέπτονταν. Στο Άμπος Μούντος έγραψε το μυθιστόρημα «Για ποιον χτυπά η καμπάνα». Με τα χρήματα που εισέπραξε από την πώληση του βιβλίου αγόρασε τη Φίνκα Βίχια για 18.500 κουβανέζικα πέσος.
Η Φίνκα Βίχια
Η Φίνκα Βίχια, η κατοικία του Έρνεστ Χέμινγουεϊ στην Κούβα, βρίσκεται δεκαπέντε χιλιόμετρα περίπου έξω από την Αβάνα και σημαίνει «Φάρμα με ωραία θέα». Η πανέμορφη κατοικία, μαυριτανικού ρυθμού, είναι χτισμένη στην κορυφή ενός λόφου στο χωριό Σαν Φρανσίσκο δε Πάουλα.
Παρατηρώ με κρυφό δέος τα αυθεντικά υπάρχοντα του Χέμινγουεϊ που φυλάσσονται στη Φίνκα Βίχια: η προσωπική του βιβλιοθήκη με τα 9.000 βιβλία, τα έπιπλά του, τα κεφάλια των θηραμάτων του από τις κυνηγητικές του αποστολές στην Αφρική που διακοσμούν τους τοίχους, ακόμα και ένας πίνακας του Πικάσο που αναπαριστά έναν ταύρο. Οι παντούφλες του βρίσκονται πλάι στο κρεβάτι του, η μικρή φορητή του γραφομηχανή στο γραφείο του, η στρατιωτική του στολή και τα άρβυλα σ’ ένα μικρό βεστιάριο. Πολλά από τα βιβλία της βιβλιοθήκης του έχουν ιδιόχειρες αφιερώσεις από τους ίδιους τους συγγραφείς.
Δίπλα ακριβώς από την οικία ορθώνεται ένας τετραώροφος πυργίσκος, τον οποίο σχεδίασε ο ίδιος ο Χέμινγουεϊ για να απολαμβάνει την εκπληκτική θέα έως την Αβάνα και για να έχει ησυχία στο γράψιμο. Στον τέταρτο όροφο του πυργίσκου υπάρχει ένα γραφείο με μια γραφομηχανή, ένα τηλεσκόπιο και στο πάτωμα ένα τομάρι λιονταριού.
Σ’ ένα σημείο του κήπου της Φίνκα Βίχια βρίσκονται οι τάφοι των σκυλιών του Χέμινγουεϊ που διαθέτουν ακόμα και ταφόπλακα, ενώ δεν υπάρχουν σημάδια για το πού έχουν θαφτεί οι πολλές γάτες του, μιας και ήταν προληπτικός. Στην άκρη του κήπου, δίπλα από την άδεια πισίνα, κάτω από ένα υπόστεγο, βρίσκεται παροπλισμένο το σκάφος του, Πιλάρ.
Το Πιλάρ είναι ένα τροποποιημένο αλιευτικό σκάφος Γουίλερ, τριάντα οκτώ ποδιών. Το όνομά του προέρχεται από το μυστικό όνομα με το οποίο φώναζε μια ερωμένη του, την Πολίν, κατά τη διάρκεια της σχέσης τους, όταν ήταν ακόμα παντρεμένος με την πρώτη του γυναίκα, τη Χάντζι. Το Πιλάρ ήταν σχεδιασμένο για ψάρεμα στα ανοιχτά και υπήρξε το αγαπημένο σκάφος του Χέμινγουεϊ, τόσο για το ψάρεμα του ξιφία όσο και για το κυνήγι των γερμανικών υποβρυχίων στις θάλασσες της Κούβας.
Το μπαρ Φλοριδίτα
Το μπαρ Φλοριδίτα βρίσκεται στην αρχή της οδού Ομπίσπο. Ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ απαθανάτισε το Φλοριδίτα στο μυθιστόρημά του «Τα νησιά της Καραϊβικής», ως το μέρος που ο ήρωάς του, ο Τόμας Χάντσον, έπνιγε τη λύπη του στο ποτό μετά τον χαμό των γιων του σ’ ένα τραγικό αυτοκινητικό δυστύχημα. Αλλά και ο ίδιος ο Χέμινγουεϊ έπινε πολύ σ’ αυτό το μπαρ και συχνά συναντούσε εκεί για ποτό φίλους και άλλους συγγραφείς.
Σε μια γωνιά του μπαρ, στα αριστερά και δίπλα από την μπάρα, προστατευμένο με ένα κορδόνι που εμποδίζει την επαφή, βρίσκεται το σκαμπό στο οποίο καθόταν ο Χέμινγουεϊ (το μικρό ιερό του αγίου Ερνέστο), ενώ παραδίπλα το μπρούτζινο άγαλμά του σε φυσικό μέγεθος κοιτάζει τους θαμώνες μ’ ένα σαρδόνιο χαμόγελο. Το να πιεις ένα «διπλό ντάκιρι», το ποτό που προτιμούσε ο Χέμινγουεϊ, είναι επιβεβλημένο στην ένδοξη μνήμη του και στη σχέση του με το αλκοόλ.
Φυσικά, στο πέρασμα του χρόνου, το Φλοριδίτα έχει γίνει πολύ τουριστικό και αποτελεί μια από τις τουριστικές ατραξιόν της Αβάνας. Ήδη η «μποντέγκα» που ερωτεύτηκε ο Χέμινγουεϊ τη δεκαετία του 1930 είχε αλλάξει τόσο πολύ τη δεκαετία του 1950, ώστε να παραπονιέται από τότε ότι «είχε παραγίνει γνωστό και είχε πάρα πολλούς καταραμένους τουρίστες».
Λα Μποντεγκίτα ντελ Μέδιο
Ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ υπήρξε ένας από τους πιστούς θαμώνες της Μποντεγκίτα ντελ Μέδιο που βρίσκεται στην οδό Εμπεντράντο Λα Κομπλασιέντε, στη συνοικία της παλιάς Αβάνας. Ακόμα και κατά την επίσκεψή μου στην Μποντεγκίτα ντελ Μέδιο, υπήρχε στους τοίχους μια χειρόγραφη φράση του Χέμινγουεϊ, υπογεγραμμένη με το όνομά του: «Το μοχίτο μου στην Μποντεγκίτα, το ντακίρί μου στη Φλοριδίτα».
Πολυάριθμοι γνωστοί συγγραφείς και καλλιτέχνες συνήθιζαν να επισκέπτονται την Μποντεγκίτα ντελ Μέδιο, όπως ο ποιητής Πάμπλο Νερούδα, ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, ο μουσικός Νατ Κινγκ Κόουλ, ο πολιτικός Σαλβαδόρ Αλιέντε, η ηθοποιός Μαργκό Χέμινγουεϊ κ.ά.
Στη Φλοριδίτα και στην Μποντεγκίτα ντελ Μέδιο ίσως και να γράφτηκαν κάποιες από τις πιο γνωστές αναφορές του Χέμινγουεϊ στο ποτό: «Μερικές φορές ένας έξυπνος άνθρωπος αναγκάζεται να μεθύσει για να περάσει την ώρα του με ηλίθιους», «Πίνω για να κάνω τους άλλους ανθρώπους πιο ενδιαφέροντες», «Ποτέ μην κάθεσαι σε τραπέζι όταν μπορείς να σταθείς σε μπαρ».
Ο γέρος και η θάλασσα
Το μεγάλο δέσιμο του Έρνεστ Χέμινγουεϊ με την Κούβα απεικονίζεται στη διάσημη νουβέλα του «Ο γέρος και η θάλασσα», η οποία του έδωσε το βραβείο Πούλιτζερ (1953) και αποκατέστησε τη διεθνή του φήμη που βρισκόταν σε καθοδική πορεία, σε τέτοιο βαθμό που θεωρήθηκε άξιος για το Νόμπελ Λογοτεχνίας (1954). Μάλιστα, την ανακοίνωση της βράβευσής του την άκουσε από τον ασύρματο, στο κατάστρωμα του Πιλάρ.
Πρόκειται για μια θαλασσινή ιστορία που απέδωσε στον φίλο του, Κουβανό ψαρά Κάρλος Γκουτιέρες, ο οποίος επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τον Χέμινγουεϊ, πέρα από το γεγονός ότι του δίδαξε την τέχνη του ψαρέματος ξιφία. Ο «Γέρος και η θάλασσα» είναι, αναμφισβήτητα, ένα μικρό αριστούργημα. Μάλιστα, πριν δημοσιευτεί (1952), είχε παρουσιαστεί σ’ ένα και μόνο τεύχος του περιοδικού «Life», το οποίο πούλησε πάνω από πέντε εκατομμύρια αντίτυπα σε μόλις σαράντα οκτώ ώρες.
Ένας γέρος Κουβανός ψαράς, ο Σαντιάγκο, μετά από 87 μέρες αποτυχημένων εξόδων στη θάλασσα, όπου δεν έχει πιάσει ούτε ένα ψάρι, δοκιμάζει για μία ακόμα φορά την τύχη του. Κοντά στα νησιά Καμπάνα, ρίχνοντας πετονιά χωρίς καλάμι, πιάνει έναν τεράστιο ξιφία ο οποίος παρασέρνει τη βάρκα του στ’ ανοιχτά. Όπως ο ταυρομάχος με τον ταύρο, νιώθει και αυτός να έλκεται από το μεγαλοπρεπές ψάρι, έτσι ώστε, αν πρέπει να σκοτώσει ο ένας τον άλλο, δεν έχει σημασία ποιος θα σκοτώσει ποιον.
Με μια θρησκευτική ταπεινότητα, ο γερο-Σαντιάγκο απευθύνεται στο τεράστιο θαλάσσιο πλάσμα που παρασέρνει τη βάρκα του μακριά στον ωκεανό: «Ποτέ δεν έχω ξαναδεί μεγαλύτερο, πιο όμορφο, πιο γαλήνιο ή ευγενές πράγμα από σένα, αδερφέ μου. Έλα και σκότωσέ με». Καθώς σέρνει το τεράστιο ψάρι προς την ξηρά, του επιτίθενται καρχαρίες και τιμωρείται για την ύβρη του. Κουβαλώντας το τεράστιο ακρωτηριασμένο κουφάρι του ξιφία κλαίει πάνω στη βάρκα του, μισότρελος για την απώλειά του, όταν τον μαζεύουν κάποιοι ψαράδες. Ωστόσο, ο Σαντιάγκο μέσα στην αποτυχία του δεν έχει αποτύχει πραγματικά. Έχει δείξει την αρμόζουσα ταπεινότητα και υπερηφάνεια. Τόλμησε και άγγιξε το μεγαλείο. «Ο άνθρωπος δεν είναι φτιαγμένος για την ήττα. Ένας άνθρωπος μπορεί να καταστραφεί αλλά όχι να ηττηθεί».
Ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ, μέσα από αυτό το μικρό σε όγκο βιβλίο, θέλησε να περάσει, στηριζόμενος στις δικές του εμπειρίες, το μήνυμα ότι «ο άνθρωπος πρέπει να διατηρεί το θάρρος του μπροστά στις αποτυχίες της ζωής».
Αλλά και ο Φιντέλ Κάστρο, όταν μίλησε δημοσίως για τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ στο Πανεπιστήμιο Καλών Τεχνών στην Αβάνα, επαίνεσε την πνευματική κληρονομιά του. «Δεν έχω ξαναδιαβάσει τίποτα που να μοιάζει με το βιβλίο "Ο γέρος και η θάλασσα". Οι μονόλογοί του έχουν να κάνουν με έναν γέρο, μόνο στη θάλασσα, ο οποίος μιλάει στον εαυτό του, συλλογίζεται, φιλοσοφεί τη ζωή, ονειρεύεται και αγωνίζεται για να φτάσει στο τέλος της προσπάθειάς του με τα απομεινάρια του μεγάλου ψαριού που έπιασε. Υπάρχει και κάτι άλλο για το οποίο ευγνωμονώ τον Χέμινγουεϊ: το έργο του "Για ποιον χτυπά η καμπάνα", το οποίο άσκησε σημαντική επιρροή στη ζωή μου προσωπικά. Χρειάστηκε να κάνω πράξη μια ιδέα, προκειμένου να αντιμετωπίσω την ιδιαίτερα περίπλοκη πολιτική κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα μας».
Ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ και ο Φιντέλ Κάστρο συναντήθηκαν μία και μόνο φορά, το 1959, σ’ ένα τουρνουά ψαρέματος ξιφία. Φωτογραφίες από τη συνάντηση των δυο ανδρών βρίσκονται κρεμασμένες παντού στην Κούβα, από σπίτια και μπαρ έως σταθμούς λεωφορείων. «Θα ήθελα πάρα πολύ να είχα τον χρόνο να μιλήσω μαζί του», ανέφερε ο Κάστρο. «Νομίζεις ότι έχεις όλο τον χρόνο στη διάθεσή σου, ότι οι άνθρωποι θα είναι πάντα εδώ για να μιλάς. Πολλές φορές πληροφορήθηκα τον θάνατο κάποιου στον οποίο ήθελα να μιλήσω…Το ίδιο μου συνέβη και με τον Χέμινγουεϊ».
Ύστερα από πολλά ψυχολογικά και σωματικά προβλήματα, ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ αυτοκτονεί στις 2 Ιουλίου του 1961, σε ηλικία 62 ετών, με τον ίδιο τρόπο που είχε αυτοκτονήσει και ο πατέρας του, με κυνηγετική καραμπίνα, στη φάρμα του στο Άινταχο. Αυτοκτόνησε, ίσως, γιατί ο κόσμος γύρω του είχε αρχίσει να γένεται περίπλοκος και απλά δεν μπορούσε να αντέξει την πολυπλοκότητα του κόσμου στον οποίο ζούσε.
Όπως έγραφε και ο Μποντλέρ, ίσως και να είχε φθάσει στο σημείο όπου: «Απ’ τον καρπό όταν μια φορά όλο τον χυμό έχεις στύψει, να ζεις είναι πικρότατο». Ίσως στα παραπάνω να βρίσκει νόημα και η φράση που συχνά επαναλάμβανε: «Η ευτυχία των έξυπνων ανθρώπων είναι το πιο σπάνιο πράγμα που ξέρω».
Πάντως, ο Χέμινγουεϊ, με τον τρόπο που επέλεξε να ζήσει, έδειξε ότι υπάρχει ένα μικρό και γενναίο κομμάτι «αξιοθαύμαστων ανθρώπων» που επιτρέπουν ακόμα στην κοινωνία να λειτουργεί σε μια εν γένει απάνθρωπη εποχή, σ’ έναν κόσμο αφιλόξενο και σκληρό, όπου ο άνθρωπος περνά όλο και περισσότερο χρόνο μόνος του, με συντροφιά την κούραση, την απάθεια, τον αμοραλισμό, την κατάθλιψη και τη βία, υποκαθιστώντας την αληθινή ζωή με μια εικονική πραγματικότητα.
Ο Στέλιος Βαρβαρέσος είναι καθηγητής Τουρισμού στο ΠΑ.Δ.Α.
Από τις εκδόσεις Παπαζήση κυκλοφορούν δυο ταξιδιωτικά του βιβλία: «Η χαμένη τέχνη του ταξιδιού» και «Ένα ταξίδι στην Ανατολή. Οι Ινδίες».