Προχτές το μεσημέρι κατέφτασα στο Ιζμίρ.
Τι είναι το Ιzmir; Ένα λαγκάδι του διαβόλου. Μια πόλη περίκλειστη από λόφους. Ανατολικές φαβέλες. Τσιμεντόλιθοι και ελενίτ.
Στη σκιά του ενός γίγαντα, του Κεμάλ Ατατούρκ
Τα ελληνικά ίχνη μηδενισμένα. Αποπνικτική ζέστη και εσωστρέφεια. Υπήρχε τουλάχιστον η θάλασσα.
Περπάτησα κάθετα και παράλληλα τους δρόμους, να βρώ κάτι να σταθεί το μάτι μου.
Τίποτα. Καμμία χάρη, καμμία χαρά. Η αισθητική της ανάγκης έκανε την τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Τουρκίας μια αδιάφορη επαρχία.
Το μεσημέρι το θερμόμετρο πέρασε τους 40 βαθμούς, καήκανε τα μπετά.
Έψαξα το παζάρι, συνήθως εκεί βρίσκεις κάτι...
Έξω από ένα τζαμί, δίπλα σε μια κρήνη που οι πιστοί πλέναν τα πόδια τους υπήρχε μια σκιά με μουσικούς και ένα μαγαζί εκδοράς τουριστών.
Έκατσα να με γδάρουν.
Αλλά δεν συνέβη. Αντίθετα δίπλα μου έτρωγαν επαρχιώτες, που μέχρι να παραγγείλλουν έσκασαν το γκαρσόνι στις ερωτήσεις. Έφαγα σπουδαίο κεμπάπ (με τσιγκούνικο κόφτα).
Μετά, ψιλοζαλισμένος χάθηκα στα στενά. Lost in Izmir. Ξεβράστηκα μπροστά σε ένα εντυπωσιακό λείψανο.
Ρώτησα έναν στεγνοκαθαριστή, που καθόταν στο πεζοδρόμιο κι έκανε αέρα με μια εφημερίδα, και μου είπε ότι αυτό ήταν ο θρυλικός κινηματογράφος Buyuk, δίπλα στο σταθμό των τρένων. Η ζέστη με βάραγε κατακέφαλα.
Περίμενα υπομονετικά μέχρι να 'ρθεί το βράδυ. Νύχτα με πανσέληνο. Στην παραλία,το λαοφίλητο Kordon, ψυχή. Ελαφρώς συσκοτισμένα όλα. Ένας δυνατός καυτός αέρας είχε σηκωθεί, και ο λίγος κόσμος είχε μαζευτεί στο εκθεσιακό πάρκο της Foir, όπου ένας υστερικός dj έβαζε όξω φωνή φρενιτιώδη σάλσα.
Είχε πλάκα. Στο ξερό, αδειανό πάρκο του Ιzmir, να αντιλαλούν, μια νύχτα με πανσέληνο και καύσωνα, οι τσιρίδες των Κουβανών χαροκόπων.
Το όλον ήταν κάπως, ακόμα και για μένα. Ακύρωσα την παραμονή μου, και έβγαλα εισητήριο επιστροφής.
Περιέργως όμως το μυαλό μου γυρνάει συνεχώς.
Αξίζει μια δεύτερη ευκαιρεία.
Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν.