Κάθε φορά που επισκέπτομαι κάποιο απομονωμένο ορεινό χωριό της Ελλάδας για λίγες μέρες, προσπαθώ να μη συμπεριφέρομαι σαν την εκστασιασμένη πρωτευουσιάνα που έφυγε από τη βαβούρα της πόλης και προσγειώθηκε με έναν καπουτσίνο στο χέρι στον απάτητο παράδεισο με την οργιάζουσα φύση και τους φιλόξενους και γεμάτους σοφία τρεις κατοίκους που κατοικούν εκεί μόνιμα.
Προσπαθώ να ελέγχω τον ενθουσιασμό μου και να κρατώ τη συγκίνηση για τον εαυτό μου. Όχι απαραίτητα για να αυτολογοκριθώ, αλλά γιατί πάντα με ενοχλούσε η εξωτικοποίηση των ανθρώπων που ζουν με έναν διαφορετικό και πιο παραδοσιακό τρόπο.
Συγκρατούμαι, λοιπόν, να μη βγάζω συνεχώς φωτογραφίες, θέλοντας να αποτυπώσω την έκφραση εκείνων που βιώνουν τη μοναχική ζωή χωρίς εμφανή εσωτερική πίεση, και να μην κρατάω συνεχώς σημειώσεις για κάθε σοφό απόφθεγμα που μοιράζονται για την απώλεια, τη χαρά ή το νόημα της ζωής.
Η αλήθεια είναι όμως ότι δεν τα καταφέρνω πάντα. Έτσι, αυτήν τη φορά, θέλω να μοιραστώ λίγα λόγια για δύο πρόσωπα που γνώρισα και έζησα μαζί τους τρεις μέρες σε ένα ερημωμένο χωριό, ψηλά στα βουνά της Ευρυτανίας.
Το χωριό είναι σαν πίνακας του Μονέ, μισοκρυμμένο πίσω από σύννεφα και κυπαρίσσια, ανάμεσα σε απάτητες, δασώδεις βουνοκορφές, με το καθαρότερο οξυγόνο, τον μαγικό καταρράκτη και 4 ή 5 κατοικήσιμα σπίτια – τα υπόλοιπα είναι γκρεμισμένα από την πάροδο του χρόνου.
Η κ. Αφροδίτη και ο κ. Γρηγόρης, οι «θείοι», όπως τους φωνάζαμε με την παρέα μου, δεν έχουν κάποια συγγένεια μεταξύ τους αλλά γνωρίζονται χρόνια, καθώς είναι μόνιμοι κάτοικοι ενός πανέμορφου ορεινού χωριού – στο οποίο για να φτάσουμε χρειαστήκαμε πολλές ώρες, μπόλικη υπομονή, αρκετές δραμαμίνες και καλό αυτοκίνητο.
Το χωριό είναι σαν πίνακας του Μονέ, μισοκρυμμένο πίσω από σύννεφα και κυπαρίσσια, ανάμεσα σε απάτητες, δασώδεις βουνοκορφές, με το καθαρότερο οξυγόνο, τον μαγικό καταρράκτη και 4 ή 5 κατοικήσιμα σπίτια – τα υπόλοιπα είναι γκρεμισμένα από την πάροδο του χρόνου. Δίχως ιατρικό κέντρο ή φαρμακείο, λαχαναγορά ή σουπερμάρκετ, καφενείο, σχολείο ή σήμα. Με ένα εκκλησάκι του προφήτη Ηλία στην κορυφή ενός λόφου και μια μικρή πέτρινη πλατεία με ξεχασμένα σημαιάκια από μια παλαιότερη εθνική εορτή, σκεπασμένη από ξερά, κίτρινα, πεσμένα φύλλα.
Εμείς μέναμε στο οικογενειακό σπίτι ενός φίλου από την παρέα, εξοπλισμένοι με χοντρές κουβέρτες για το κρύο κι ένα αυτοσχέδιο σέικερ για να φτιάχνουμε φραπέ. Στον από κάτω δρόμο βρισκόταν το σπίτι της θείας Αφροδίτης, στον από πάνω του θείου Γρηγόρη.
Από την πρώτη στιγμή που φτάσαμε στο ορεινό χωριό της Ευρυτανίας, οι δύο τους μας υποδέχτηκαν στον τόπο τους με μια θέρμη που εύκολα ξεπέρασε το πιο περιζήτητο πεντάστερο ξενοδοχείο κάποιας μακρινής μεγαλούπολης. Ο αφοπλιστικά φιλόξενος τρόπος τους, το διαρκές φίλεμα με δικά τους πεντανόστιμα πράγματα, η όρεξή τους να καθίσουν μαζί μας για να γνωριστούμε και να μας δείξουν τις ομορφιές του χωριού, η διάθεσή τους να μοιραστούν το κρασί τους, το φρέσκο κρέας και το βρασμένο κατσικίσιο γάλα μάς γονάτισαν. Το ίδιο και η θέλησή τους να ανταλλάξουμε απόψεις πάνω σε αμφιλεγόμενα θέματα τα οποία ακόμα οι πιο «προχώ» στη γενιά μου δεν ανοίγουν εύκολα.
Αυτοί οι δύο άνθρωποι, μεγάλοι σε ηλικία, μεγαλωμένοι σε μια μικρή και «κλειστή» κοινωνία, με απουσία διαρκούς ενημέρωσης και διασύνδεσης, που κυνηγάνε οι ίδιοι την τροφή τους και που πίνουν ρίγανη όταν αρρωσταίνουν, επέδειξαν μηδενικό δογματισμό στις απόψεις τους. Αντιθέτως αφουγκάστηκαν και αποδέχθηκαν την αντίθετη άποψη του άλλου με εντυπωσιακό τρόπο και συμμετείχαν σε πολλές γόνιμες συζητήσεις, χωρίς βαρύγδουπο ύφος και έπαρση.
Η θεία Αφροδίτη, μεγαλωμένη στα όρη και στ’ άγρια βουνά, παντρεμένη από τα 18, αφοσιωμένη για χρόνια στο μεγάλωμα των παιδιών της και στην καθημερινή εργασία στα χωράφια, αφού μας σέρβιρε φρέσκο κατσικίσιο γάλα με βουτηγμένο ψωμί, και χειροποίητη χορτόπιτα με πράσα από το χωράφι της, έκατσε και συμμετείχε ενεργά στην πολύωρη κουβέντα που είχαμε πάνω σε θέματα ταμπού.
Το ίδιο και ο θείος Γρηγόρης, που μας έφερε μαγειρεμένο κρέας που είχε πιάσει μόνος του, κρασί δικό του και μαλακές ντομάτες, και έπειτα έκατσε και συμμετείχε στη συζήτηση που είχαμε για την κλιματική αλλαγή και τον βιγκανισμό.
Εμείς εξηγούσαμε τα ζητήματα της γενιάς μας, χωρίς καμία πρόθεση να φέρουμε τον Διαφωτισμό στο χωριό λες και είμαστε οι θεματοφύλακες της προόδου. Και εκείνοι δέχονταν και απαντούσαν, χωρίς τυπική ευγένεια αλλά με αυτήν τη μεγεθυσμένη ενσυναίσθηση και τη σπάνια διεισδυτικότητα της ανθρώπινης ψυχής.
Και αναρωτήθηκα, πόσο συχνά συναντάμε φαινομενικά «σύγχρονους» ανθρώπους σε μεγάλα και πολυπολιτισμικά αστικά κέντρα, στην ουσία όμως αδιάλλακτους, απορριπτικούς, με μια απογοητευτική ακαμψία και αδυναμία να δεχτούν οτιδήποτε τους είναι «ξένο» και ανοίκειο;
«Κατά πώς θέλει να ζήσει ο καθένας», μου είπε η θεία Αφροδίτη, την ώρα που μου έδινε ένα κομμάτι πίτα, και κάπου εκεί δεν άντεξα, την έβγαλα φωτογραφία.
Όπως δεν κρατήθηκα και όταν ανεβαίναμε το βουνό για τον προφήτη Ηλία, και ο θείος Γρηγόρης σταμάτησε και μας έδειξε την πέτρα στην άκρη του γκρεμού που κάθεται τα βράδια μόνος του και ατενίζει από ψηλά τα φώτα του απέναντι χωριού. «Δεν σε πιάνει άγχος, θείε, που είσαι μόνος εδώ;» τον ρώτησα. «Τι να φοβηθώ; Μην πάθω κάτι; Όχι» απάντησε. «Τη μοναξιά φοβάμαι λίγο, αλλά έχω μάθει να την αντέχω».
Και εκεί είναι που η θεία Αφροδίτη και ο θείος Γρηγόρης αναπόφευκτα κάπως εξωτικοποιήθηκαν στο μυαλό μου. Δεν μπορούσα να αποφύγω τη σύγκριση της δικής μου ζωής με τη δική τους. Το υψηλό επίπεδο αυτονομίας που κατέχουν, τη διαχείριση του συναισθήματος και της σκέψης με τρόπους που εμείς δεν μπορούμε. Την άπλετη και χρήσιμη γνώση τους για τη ζωή, το ανοιχτό μυαλό και την ορθάνοιχτη καρδιά τους.
Πώς λοιπόν να μη συγκινηθώ, να μην ενθουσιαστώ; Πώς να μη με συνεπάρει το γεγονός ότι ζουν χιόνια και ζέστες σε ένα απομονωμένο, δυσπρόσιτο μέρος της Ελλάδας, ξυπνώντας τα χαράματα για να ζεστάνουν έναν ελληνικό και έπειτα να φροντίσουν τη γη τους και τα ζώα τους;
Πώς να μη γράψω για αυτούς τους δύο ανθρώπους που ενώ μοιάζουν να ζουν στον αυτόματο και την απομόνωση εδώ και χρόνια, έχουν αναπτύξει συνειδητότατα μια ασυνήθιστη επίγνωση της ανθρώπινης ύπαρξης. Όχι μέσα από σεμινάρια αυτογνωσίας και ατελείωτες ώρες ψυχανάλυσης, αλλά μέσα από μια φυσική επαγρύπνηση, μια μόνιμη παρατήρηση και ίσως μια σύνδεση με τα πιο «μικρά» πράγματα της ζωής – ένα πουλί στο δέντρο, μια γάτα που λιάζεται στον ήλιο ή μια παύση πάνω σε μια πέτρα αντίκρυ στο απόλυτο σκοτάδι.