Ο δάσκαλος Νεκτάριος
Τον συνάντησα ένα απόγευμα του Ιουνίου στον κήπο του δημοτικού σχολείου όπου εργάζεται στο Ρέθυμνο. Όπου και αν κοιτούσες μέσα στο εργαστήριο και τον κήπο του έβλεπες μια ιστορία που βρισκόταν σε εξέλιξη γραμμένη από το πάθος του. Μου είχε σφηνωθεί μια φράση του Καζαντζάκη που είχα διαβάσει πριν λίγες ώρες μέσα στο αεροπλάνο από τις «Σπασμένες Ψυχές»: «Πεθαίνει σαν μια παιδιακήσια προσευχή, σαν ένας άνθρωπος καλός, σαν ένας ήρωας». Μου φάνηκε στην αρχή κάπως περίεργο που σκεφτόμουν τον θάνατο μπροστά σε ένα τόσο ζωντανό, γενναιόδωρο ,όπως αποδείχτηκε στην πορεία, και χορτάτο άνθρωπο αλλά στην συνέχεια όχι. Ίσως γιατί μόνο οι ζωντανοί και οι γενναιόδωροι κουβαλούν πάνω τους το φορτίο της ματαιότητας του κόσμου.
Ο λόγος του ήταν ένα κράμα διαφορετικών αναφορών. Από τις επιστημονικές μελέτες περνούσε στις προσωπικές εμπειρίες για να καταλήξει σε μια σκηνή από την ταινία «Πράσινες τηγανητές τομάτες». Τις μέρες που παρακολουθούσαμε τα εργαστήρια του ήταν σαν να άστραφτε ιδέες πάνω από τα κεφάλια μας. Τα είχε οργανώσει όλα και προτίμησε να μας δείξει μια διαφορετική Κρήτη και όχι την τουριστική. Την Κρήτη που μπορεί να σου δυναμιτίσει τον ουρανίσκο με μια πιρουνιά βλίτα, να σε μεταφέρει νοερά στην ασφάλεια της κοιλιάς της μάνας σου με μια βουτιά στην Σούδα και να σου ξαναθυμίσει ότι κάπου σε αυτόν τον τόπο, τίποτα από αυτά για τα οποία περηφανευόμαστε δεν έχει χαθεί.
Ο βιοκαλλιεργητής Βασίλης
Του έκανα μια ηλίθια ερώτηση κάποια στιγμή: «Ήσουν στο Woodstock;» όταν είδα το t-shirt του φεστιβάλ που φορούσε με την φράση «Three Days of Peace». Ήμουν έντεκα και το είδα αργότερα στην τηλεόραση, μου απάντησε. Εύκολα αναγνώριζες πάνω του όλα τα μονοπάτια που τον είχαν φέρει ως εδώ. Μονοπάτια που πέρασαν από την περιπλάνηση και την αναζήτηση μέχρι να εγκατασταθεί τα τελευταία τριάντα χρόνια μόνιμα εδώ στην Πλακιά του Ρεθύμνου. Συγκεντρώνει παραδοσιακούς σπόρους τομάτας και ανάμεσα σε άλλα καλλιεργεί φράουλες. Φέτος έχει υποστεί μια τεράστια καταστροφή από τους γρύλλους. Ακούμε το εφιαλτικό τραγούδι τους καθώς μπαίνουμε όλο και πιο μέσα στο θερμοκήπιο του.
Κάθε Σάββατο είναι στην λαϊκή του Ρεθύμνου με βιολογικά προϊόντα. Αρνείται να ρίξει τα στάνταρτ των προϊόντων του. «Γεννήθηκα με ένα σκοπό και αυτός δεν είναι το χρήμα» λέει καθώς μας μιλά για την προσπάθειά του να μείνει αυτός, η Ολλανδέζα σύζυγος του και τρεις κόρες του σε αυτό το αγρόκτημα. Σε λίγα λεπτά ο ξύλινος πάγκος που βρίσκεται μπροστά μας μετατρέπεται με την βοήθεια της συζύγου του σε ένα παραδοσιακό κρητικό τραπέζι. Ρακές, τυριά, παξιμάδια, ελιές, καρπούζι. Απλώνουμε αχόρταγα τα χέρια μας στον θησαυρό της Κρητικής γης.
Παλιά εδώ ήταν συνεργείο. Πίσω από τον πάγκο βρίσκεται μια μηχανή. «Είναι η ίδια με αυτή που ταξίδευε ο Τσε Γκεβάρα» λέει σε κάποιον που τον ρώτα.
Η σεμνή μαγείρισσα
Ό,τι έχουμε φάει εκατοντάδες φορές στην ζωή μας, εδώ είναι μαγειρεμένο διαφορετικά και έχει την καλύτερη πρώτη ύλη. Το εστιατόριο («Παιδιά μην τα γράψετε όλα στο Facebook») προμηθεύεται προϊόντα από τον βιοκαλλιεργητή Βασίλη και από έναν άλλο βιοκαλλιεργητή. Τα βλίτα, οι μελιτζάνες, η φάβα και το κρέας της Κρήτης δεν έχουν καμία σχέση με αυτά που ξέρεις. Μοιάζουν σαν να έχουν προσγειωθεί από άλλο πλανήτη.
Η μαγείρισσα πειράζει ελάχιστα τις κρητικές συνταγές και ξεδιπλώνει ένα μικρό θαύμα στα πιάτα. Κάποιοι από την παρέα μπαίνουμε στην κουζίνα μετά το τραπέζι για να της δώσουμε συγχαρητήρια. Σχεδόν κοκκινίζει και με το κεφάλι χαμηλά δέχεται τα μπράβο μας. Καθώς φεύγουμε την βλέπω σκυμμένη πάνω από τον πάγκο της κουζίνας να προετοιμάζει κάτι. Εδώ ο μάγειρας είναι ο αφανής ήρωας, ένας εργάτης της κουζίνας μακριά από τα φώτα της αθηναϊκής δημοσιότητας.
Η αρχιτέκτονας Φρίντα
«Προσπαθούμε εδώ στην Κρήτη να το ξεχάσουμε» μου λέει καθώς της υπενθυμίζω ποιος επιχειρηματίας έσωσε το Μουσείο Νίκος Καζαντζάκης. «Όμως το έσωσε. Και το θέμα ήταν να σωθεί το μουσείο. Δεν ζήτησε κάτι παραπάνω. Ακούγονται τόσα για αυτόν αλλά είναι σαν μικρό παιδί. Έχει λεφτά και ήθελε να τα δώσει, δεν έκανε άλλες σκέψεις για αυτό» μου λέει και μετά η κουβέντα μας πάει στα βιβλία του Καζαντζάκη. Είναι και αυτή φανατική αναγνώστρια. Της λέω για την φετιχιστική σχέση που έχω με τα σκληρά καφέ εξώφυλλα των εκδόσεων «Νίκος Καζαντζάκης» . Το ίδιο πάθος έχει και αυτή. Είναι συνταξιούχος εκπαιδευτικός ,τώρα γράφει βιβλία και έχει αυτή την λάμψη μικρού παιδιού στα μάτια που κάποιους ανθρώπους δεν τους εγκαταλείπει ποτέ.