Η εικαστικός και φωτογράφος Ελένη Μυλωνά έφυγε από την Ελλάδα για σπουδές μόλις τελείωσε το σχολείο. Από την Ελβετία και το Λονδίνο βρίσκεται στη Νέα Υόρκη, στο Κολούμπια, ενώ στην Ελλάδα δεν μπορεί να γυρίσει και ο πατέρας της, υπουργός της κυβέρνησης Παπανδρέου, Γεώργιος Μυλωνάς, είναι εξόριστος στην Αμοργό.
Αρχίζει να δουλεύει ως δημοσιογράφος και συγχρόνως φωτογραφίζει τα θέματά της, ώσπου βρίσκει δουλειά στον εκδοτικό οίκο Doubleday. «Μελίνα, Χατζιδάκις στη Νέα Υόρκη, διαδηλώσεις στην πρεσβεία, αυτό ήταν τότε το κλίμα στη Νέα Υόρκη» λέει.
«Εγώ εν τω μεταξύ παντρεύτηκα τον Ηλία Κουλουκουντή που ήταν ένας πολύ ταλαντούχος, περιπετειώδης νεαρός συγγραφέας και είχε ήδη γράψει ένα βιβλίο. Ο Ηλίας ήταν η ψυχή, αυτός που οργάνωσε την απόδραση του πατέρα μου από την Αμοργό. Τότε είχαμε φύγει από τη Νέα Υόρκη και μέναμε στο Λονδίνο, γιατί ήθελα να είμαστε πιο κοντά με τον πατέρα μου, που όταν απέδρασε από την Ελλάδα του είχε δώσει διαβατήριο η Ελβετία και έμενε εκεί.
Είχα αρχίσει να κάνω, παρά τις σπουδές δημοσιογραφίας, φωτογραφία. Φοιτούσα και σε σχολή φωτογραφίας. Εκεί ήρθε ένας επισκέπτης καθηγητής και μας μίλησε για το Αφγανιστάν, και μέσα μου χτύπησε μια χορδή. Ήταν και το κλίμα της εποχής να εξερευνήσουμε τη μακρινή Ανατολή, να φύγουμε μακριά», λέει από τη Νέα Υόρκη όπου έμεινε κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού λόγω του κορονοϊού και ασχολήθηκε με το φωτογραφικό της αρχείο. Τρεις ενότητες του αρχείου της, "Ellis Island", "NY Grafitti" και "Artists and Personnalities", είναι τώρα μέρος του αρχείου του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης και της διαδικτυακής πλατφόρμας του ΜοΜΑ.
Ήτανε Τρίτη μεσημέρι και όπως φέρναμε βόλτα την Trafalgar Square για να κατευθυνθούμε προς νότο και να βγούμε απ’ το Λονδίνο, αναρωτήθηκα πώς θα μας φαινόντουσαν όλα στην επιστροφή. Μερικούς μήνες αργότερα, όμως, δεν είχε αλλάξει τίποτα. Εμείς είχαμε αλλάξει.
Αποκλειστικά για το LifO.gr, παρουσιάζει για πρώτη φορά δημοσίως τις εικόνες που τράβηξε από το Αφγανιστάν το 1971.
«Ήτανε Τρίτη μεσημέρι και όπως φέρναμε βόλτα την Trafalgar Square για να κατευθυνθούμε προς νότο και να βγούμε απ’ το Λονδίνο, αναρωτήθηκα πώς θα μας φαινόντουσαν όλα στην επιστροφή. Μερικούς μήνες αργότερα, όμως, δεν είχε αλλάξει τίποτα. Εμείς είχαμε αλλάξει. Το μεγάλο ταξίδι δεν είναι απλή διασκέδαση. Είναι σκληρή δουλειά και χτίζει χαρακτήρες. Στους νεότερους υπενθυμίζω ότι την εποχή εκείνη, όταν έλυνες κάβο, έκοβες κάθε επικοινωνία. Είχες φύγει. Αναπολώ την εποχή που το τηλέφωνο έμενε στο σπίτι και, όταν έφευγες, ήσουνα ελεύθερος» λέει.
«Έτσι και εμείς βάλαμε πλώρη για την Ινδία, αλλά όταν φτάσαμε πια στο Αφγανιστάν, πολεμούσαν ήδη -κάτι που γίνεται ακόμα και σήμερα- στο Κασμίρ με το Πακιστάν και είχαν κλείσει το Κάιμπερ Πας.
Φτιάξαμε ένα βαν Φολγκσβάγκεν και διασχίσαμε την Ευρώπη, αλλά λόγω χούντας δεν μπορούσαμε να περάσουμε από την Ελλάδα. Θυμάμαι περνούσαμε από Βουλγαρία, άκουσα ελληνικό ραδιόφωνο και μου φάνηκε απίστευτο.
Οδηγούσα και εγώ και μάλιστα ήμουνα καλή στα "πρακτικά", όπως να περνάω αλυσίδες για τα χιόνια. Είχαμε ξεκινήσει Οκτώβριο και επιστρέψαμε λίγο πριν την πρωτοχρονιά. Συναντήσαμε άλλο ένα ζευγάρι φίλων μας στην Ιστανμπούλ, συνεχίσαμε μαζί στην Ανατολία και φτάσαμε στο Αγκρί, στο τέρμα της Τουρκίας. Κάναμε κάμπινγκ, δεν υπήρχε ξενοδοχείο. Τρώγαμε πολλά ψωμιά και είχα πάρει μαζί μου πολλές σαρδέλες που τις βάζαμε μέσα σε αυτά τα πλακέ ψωμιά και είχαμε τα τέλεια σάντουιτς. Πολλές σαρδέλες. Επίσης είχα βρει αποξηραμένα γεύματα, έτοιμα, που πουλούσαν στα εστιατόρια. Αυτά ήταν σε φακελάκια, μοσχάρι στρογκανόφ και τέτοια πράγματα. Είχαμε πολλά τέτοια, τα βράζαμε σε νερό και βράζαμε και ένα ρύζι από δίπλα και πολλά Bird's Custard, σαν κρέμα, που τρώγαμε από εδώ μέχρι την αιωνιότητα.
Στην Τουρκία φοβήθηκα πολύ, ειδικά στο Αγκρί. Ήταν Οκτώβριος, ήταν πάγος και είχαν ξεμείνει εκεί άνθρωποι για μήνες. Μέναμε σε ένα ξενοδοχείο, κάτω ήταν ένα καφενείο, επάνω δωμάτια, και όλο το βράδυ έσπρωχναν και άνοιγαν την πόρτα μας. Αναγκαστήκαμε να βάλουμε την ντουλάπα πίσω από την πόρτα. Ήταν άγρια πράγματα. Την επόμενη μέρα κοιμηθήκαμε έξω από το ξενοδοχείο, στο αυτοκίνητό μας. Εκεί φοβήθηκα, έβλεπες ένα τζάμι θολό, με μια φουφού στη μέση, ένα δωμάτιο και γύρω γύρω άντρες και θυμάμαι όταν μπήκαμε με τον Ηλία -ο Ηλίας με τα μουστάκια θα μπορούσε να είναι και Τούρκος- μου κόπηκε το αίμα.
Μετά πήγαμε στην Περσία, εποχή Σάχη, που είχε κάνει μια μεγάλη γιορτή για την Περσέπολη και είχε καλέσει προσωπικότητες από όλο τον κόσμο. Είχε φτιάξει τον δρόμο από Τουρκία γιατί θα έφταναν κάποιοι οδικώς. Αυτός ο δρόμος φτάνει στην Τεχεράνη και περνάει από πολλά μικρά χωριά που δεν είχαν τίποτα. Αυτό που με εντυπωσίασε, και δείχνει πολλά και για τη χώρα, ήταν ότι είχαν στήσει αψίδες στην είσοδο κάθε χωριού με ζωγραφισμένο τον Σάχη και τη δυναστεία του, με ηλεκτρικούς λαμπτήρες που τις φώτιζαν, και από πίσω τα χωριά δεν είχαν ηλεκτρικό.
Στη Μασάντ μας σταμάτησε ένα περιπολικό τζιπ της Σαβάκ, διότι λέει φωτογραφίζαμε ζητιάνους. Μας συνόδευσαν απάνω, στο γραφείο του διευθυντή. Ξεμπλέξαμε σχετικά εύκολα από αυτή την ιστορία, αλλά, γενικά, στο Ιράν νιώθαμε φόβο, ανασφάλεια και εκνευρισμό διότι μας εξαπατούσαν –ιδίως στη βενζίνη– εν γνώσει τους και εν γνώσει μας. Η διαφθορά ήταν δεδομένη σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, μέχρι τον πάτο, μεγάλη διαφορά με το Αφγανιστάν.
Με το που φτάσαμε στα σύνορα του Αφγανιστάν, αντιληφθήκαμε ότι έπνεε άλλος αέρας. Islam Qala. Σούρουπο. O υπάλληλος των συνόρων, ρακένδυτος, με το τουρμπάνι του φθαρμένο, χωρίς κάλτσες και με σκονισμένα πόδια, πλησίασε το παράθυρο του αυτοκινήτου με ένα μεγάλο χαμόγελο και μας καλωσόρισε στη χώρα του. Μετά, μας ζήτησε τα διαβατήριά μας, τα πήρε και έφυγε. Το φως έπεφτε γρήγορα, ήταν Νοέμβριος μήνας και όταν επέστρεψε κρατούσε μια λάμπα πετρελαίου. Το ηλεκτρικό είχε κοπεί. Μας επέστρεψε τα διαβατήριά μας και μας είπε να πάμε να ξεκουραστούμε και να επιστρέψουμε αύριο το πρωί. Ήταν αργά και ποια η βιασύνη;
Την άλλη μέρα, με τα χαρτιά μας τακτοποιημένα, ήρθε να μας αποχαιρετίσει και μας ρώτησε αν είχαμε μαζί μας ασπιρίνη. Είχα πάρει ένα ολόκληρο μπουκάλι μαζί μου. Ένωσε τα χέρια του, και έριξα μέσα καμιά ντουζίνα ασπιρίνες. Μας ξεπροβόδισε πολύ ευχαριστημένος. Πολύτιμες οι ασπιρίνες και τα στιλό bic. Τα παιδιά τρέχανε δίπλα στο αυτοκίνητο φωνάζοντας "Pen, Pen, Pen", και επαναλάμβαναν τη φράση: "You are a teacher, I am a student", τραγουδιστά.
Στον δρόμο για τη Χεράτ, σταματήσαμε να βάλουμε βενζίνη. Είχαμε αποφασίσει ότι μόλις βλέπουμε βενζινάδικο θα σταματάμε διότι δεν γνωρίζαμε σε πόσα χιλιόμετρα θα βρίσκαμε άλλο.
Η τρόμπα έμοιαζε να είναι από τον περασμένο αιώνα. Ο βενζινάς, με παρόμοια περιβολή όπως ο υπάλληλος στα σύνορα, μας γέμισε το δοχείο. Το κοντέρ έγραφε κάπου 2.000 Afghanis.
Όταν ήρθε στο παράθυρο να πληρωθεί, ζήτησε 4.000. "Μα γράφει 2.000" είπα, περιμένοντας ν’ ακούσω ότι η τρόμπα είναι παλιά και η τιμή έχει αλλάξει. Κάτι τέτοιο πάντα συνέβαινε στο Ιράν. Όμως ο κύριος αυτός χαμογέλασε και είπε: "2.000 για τη βενζίνη και 2.000 για μένα". Η ειλικρίνειά του ήταν αποστομωτική και τελικά τα μοιράσαμε, του δώσαμε 3.000 και ήμασταν όλοι ευχαριστημένοι.
Ήταν μια άλλη κατάσταση, δεν συνέβαινε τίποτα. Η πιο δυσάρεστη κατάσταση και περίεργη για μένα, παράταιρη, ήταν πώς στην Καμπούλ ένα απόγευμα άκουσα φασαρία και πήγα λίγο πιο πέρα να δω τι γίνεται. Είδα πολλές κόκκινες σημαίες, οπότε υπήρχε μια μαγιά σοβιετικής προπαγάνδας από τότε. Ταράχτηκα, και πήρα κάτι φωτογραφίες κουνημένες γιατί φοβήθηκα ότι εδώ κάτι κακό συμβαίνει. Μετά, πήρε αρκετά χρόνια αλλά μπήκαν οι Ρώσοι. Αυτό το έχω σαν μνήμη έντονη.
Στο Αφγανιστάν κυκλοφορούσα μόνη μου, και ο τρόπος αυτός δείχνει πόσο σίγουρη αισθανόμουνα. Αυτό φαίνεται και από τις φωτογραφίες. Σκέψου, όταν τις κοιτάζεις, ότι ήμουνα μια 23χρονη που έστεκα μπροστά τους με τις μηχανές και τους φωτογράφιζα. Με μια μεγάλη μηχανή, με παντελόνια, χωρίς μπούρκα. Με κοιτούσαν και με επεξεργαζόντουσαν με την ίδια περιέργεια που τους κοιτούσα κι εγώ. Τα λόγια περιττεύανε. Ένα χαμόγελο και μια μικρή κλίση του κεφαλιού αρκούσαν.
Οι γυναίκες φορούσαν μπούρκα και κυκλοφορούσαν στον δρόμο, στα παζάρια, δυο δυο και τρεις τρεις συνήθως. Φορούσαν γαλάζιες ή λευκές μπούρκες, αλλά το λευκό είναι πένθιμο γενικώς στην Ανατολή.
Στο σπίτι όμως, όπως φαίνεται στις φωτογραφίες, είναι διαφορετικά, δεν φορούν μπούρκα, έχουν ένα μεγάλο δωμάτιο σαν γυναικωνίτη που είναι χωριστά από τους άντρες, χωρίς έπιπλα, και εκεί είναι όλη μέρα, κάνουν τις δουλειές τους ή μαγειρεύουν, δεν έχουν επαφή με άλλους άντρες και είναι και σε διαφορετικό χώρο. Αυτό το σπίτι στο οποίο μπήκαμε ήταν μια οικογένεια της μεσαίας τάξης, έμποροι χαλιών, είχαν τον τρόπο τους.
Τα κορίτσια πήγαιναν στο σχολείο, αλλά η βασίλισσα -γιατί όταν πήγαμε εμείς, το 1971, ήταν η τελευταία περίοδος της βασιλείας του Μοχάμεντ Ζαχίρ Σαχ, που βασίλεψε μέχρι το 1973- Χουμάιρα Μπεγκούμ είχε βγάλει τη μαντίλα και τα κορίτσια στο σχολείο φορούσαν απλώς ένα μαντίλι για να καλύπτουν την κορυφή του κεφαλιού τους. Και βέβαια ήθελαν να βγουν στον δρόμο χωρίς μαντίλες, είναι πολύ όμορφες γυναίκες.
Στο Αφγανιστάν υπήρχε μεσαία τάξη, ήταν μια άλλου είδους οικονομία, υπήρχε πολλή φτώχεια αλλά με αξιοπρέπεια. Εκεί είδα ότι η αξιοπρέπεια και η φτώχεια πάνε μαζί σχεδόν, δεν αυτοαποκλείονται. Από την άλλη μεριά, δεν έβλεπες πλούτο, δεν είδα πιο πλούσιους από αυτή την οικογένεια των εμπόρων και πόσο καλοβαλμένοι ήταν ο δάσκαλος και οι άλλοι που πήραμε από το ένα χωριό στο άλλο. Εκεί οι μετακινήσεις γίνονταν με φορτηγά που ήταν ζωγραφισμένα και με λεωφορεία που και αυτά ήταν όλα ζωγραφισμένα. Είχε έναν δρόμο από τη Χεράτ μέχρι την Κανταχάρ, που είναι το προπύργιο των Ταλιμπάν που είχαν φτιάξει οι Αμερικάνοι, άσφαλτος. Από την Κανταχάρ μέχρι την Καμπούλ και μέχρι απάνω, στα σύνορα, Μαζάρ-ι-Σαρίφ και πιο πάνω, ήταν ρώσικος ο δρόμος ήδη, δηλαδή Αμερικάνοι και Ρώσοι είχαν χτίσει τους δρόμους τους που έφταναν έως την Κανταχάρ, και αυτό έχει και έναν συμβολικό χαρακτήρα.
Στον δρόμο για το Τασκουργκάν -τώρα λεγεται Khulm- στον βορρά, ανατολικά της Μαζάρ-ι-Σαρίφ, διασχίζοντας ένα χωριό με χωματένια σπίτια, είδα έναν άνδρα να κάθεται ανακούρκουδα κάτω από μια αψίδα και να μυρίζει ένα μεγάλο ροζ τριαντάφυλλο. Πηγαίναμε σιγά, σταμάτησα το αυτοκίνητο στη μέση του χωματόδρομου, κατέβηκα, στάθηκα μπροστά του και σήκωσα τη μηχανή να τον φωτογραφίσω. Όσο τον φωτογράφιζα, με κοίταζε ακίνητος. Δεν ανταλλάξαμε κουβέντα. Όταν κατέβασα τη μηχανή απ’ το μάτι και έσκυψα το κεφάλι μου σαν ευχαριστία, άπλωσε το χέρι του και μου προσέφερε το τριαντάφυλλο. Με κατέλαβε ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα αδελφοσύνης, ανθρωπιάς, και αξιοπρέπειας που ένιωσα πολλές φορές στο Αφγανιστάν, που ίσως να είχα αισθανθεί κάποτε ως παιδί στην μεταπολεμική Ελλάδα και πουθενά αλλού.
Αυτό το ταξίδι στο Αφγανιστάν έληξε με κάπως άσχημο τρόπο. Είχαμε πάει στο μπουσκάζι, σε αυτούς τους αγώνες που κάνουν, και εγώ έπαθα ένα ατύχημα φωτογραφικό, δηλαδή είχα μια Χάσεμπλαντ και μια Νίκον 35mm και ήμουνα πολύ εξιταρισμένη και κάποια στιγμή κατάλαβα ότι δεν είχε πιάσει το φιλμ. Εν τω μεταξύ τέλειωνε το παιχνίδι, το φυσούσα και δεν κρύωνε. Φεύγαμε για την Καμπούλ και εγώ είπα "δεν φεύγω, θα περιμένω να γίνει ένας άλλος αγώνας, δεν φεύγω από το Αφγανιστάν αν δεν φωτογραφίσω αυτό τον αγώνα, αδύνατον".
Ανέβασα πυρετό γιατί κρύωσα εκεί και ήμουνα μέσα σε αυτήν τη σκόνη, μέναμε σε ένα ξενοδοχείο, αλλά δεν γινόμουνα καλά. Οι φίλοι μας είχαν φύγει, είχαν αρχίσει το ταξίδι του γυρισμού. Πήραμε κι εμείς το ταξίδι της επιστροφής ενώ ήμουν ακόμα άρρωστη και βρήκαμε τελικά ένα τρένο, βάλαμε το βαν επάνω, μπήκαμε σε μια φορτωτική και φτάσαμε έτσι στην Ιστανμπούλ. Αν δεν ήταν ο Ηλίας που τα κατάφερνε σε αυτά, θα είχα μείνει εκεί.
Τελικά, απεδείχθη χρόνια αργότερα ότι είχα πάθει φυματίωση. Στη Νέα Υόρκη το ανακάλυψε ένας γιατρός, δεν είχα μια απλή γρίπη, αλλά επειδή ήμουνα νέα ο οργανισμός το αντιμετώπισε. Είδαν τα σημάδια στους πνεύμονές μου.
Σε δύο μέρη δεν πήγαμε και το σκέφτομαι ακόμα και σήμερα: στην κοιλάδα του Μπαμιγιάν και στο μουσείο της Καμπούλ, που τώρα δεν υπάρχει πια. Βέβαια εγώ τότε ενδιαφερόμουν περισσότερο για τους ανθρώπους παρά για τα μουσεία. Ποιος ξέρει τι έχει απομείνει.
Μου φαίνεται σήμερα στοιχειώδες και αυτονόητο ότι οι διεθνείς δυνάμεις με πρωτοβουλία των Αμερικανών θα άφηναν πίσω τους μια καλά οργανωμένη ανθρωπιστική, κοινωνική και πολιτισμική αποστολή που θα διατηρούσε και θα προωθούσε την πρόοδο και τις ελευθερίες που γνώρισε ο λαός του Αφγανιστάν, ιδίως οι γυναίκες, τα τελευταία χρόνια. Η ταχεία και οδυνηρή αποχώρηση που παρακολουθήσαμε παρέδωσε τη χώρα στο έλεος των Ταλιμπάν. 20 χρόνια πόλεμος με σοβαρές απώλειες απ’ όλες τις πλευρές, τραγωδία, απογοήτευση και βαθιά θλίψη.
Όμως όλα αλλάζουν με μεγάλη ταχύτητα την εποχή αυτή. Πολύ θα ήθελα να μπορέσω να επιστρέψω στο Αφγανιστάν. Φεύγοντας, συναντήσαμε τον ίδιο συνοριοφύλακα που ζήτησε τις ασπιρίνες. Μας αναγνώρισε. Με έπιασε από το μπράτσο, με κοίταξε στα μάτια και μου είπε: "You go Unan, come back Afghanistan!"».