Σχοινούσα: Είστε όλοι καλεσμένοι

Σχοινούσα: Είστε όλοι καλεσμένοι Facebook Twitter
0

Φτάναμε στο νησί με το καραβάκι: καφετιοί, επικλινείς, βραχώδεις όγκοι με παχιά, κοκκιώδη υφή· γωνιώδεις ακμές· λευκές γραμμές κλιμάκωσης και προοπτικής· χαμηλές τούφες διάσπαρτου πράσινου και πολύχρωμες τέντες που φούσκωναν και άδειαζαν σαν από πόνο ή περηφάνια στο περιοδικό αεράκι που δρόσιζε· ένα φως δύστροπο, επίμονο, αδυσώπητο να καθαρίζει τα μάτια και μια ευκίνητη, στιλπνή θαλασσιά επιφάνεια με «νερά» πράσινου σε περίγραμμα κυρτού χαμόγελου· σκόρπια, ευμεγέθη, πλέοντα αντικείμενα με μυτερές γωνίες, άλλα λευκά, άλλα λερωμένου ξύλου, λικνίζονταν δεμένα στην άκρη της αποβάθρας· το νησί ένα εύρωστο ζώο, στα χείλη χαραγμένη η ειρωνεία της απειλής, μα γερασμένο, ξεδοντιασμένο, ακίνδυνο, όσο πλησιάζαμε η απειλή μετατράπηκε σε ενόχληση, σαν από το δάγκωμα να είχαν μείνει ξένα σώματα στο σώμα μας, σαν παράσιτα σε ξενιστές ή σαν έμμονη ιδέα.

Φόρεσα τα γυαλιά μου: ξένες σημαίες ανέμιζαν στα ιστία των σκαφών με τα μεγαλοπρεπή ονόματα, πάσχιζα να ξεχωρίσω σύμβολα και να αποκρυπτογραφήσω προελεύσεις, στα λιγοστά μαγαζιά του λιμανιού ταμπέλες εστιατορίων και καφέ και μενού αναλυτικά, διάβαζα, με το στομάχι μου να στριφογυρνά ανήσυχο, καθώς παίρναμε τον ανηφορικό δρόμο προς τη Χώρα.

Και πάλι κατηφόρα, αντιστεκόμουν σθεναρά με το ένα μου χέρι στον άνεμο που πεισματικά διεκδικούσε το καπέλο μου –τι το ήθελε; τι να το κάνει;–, άνανδρος και ανίκανος να θεριέψει τα πελώρια, άχρηστα χέρια –ίσαμε δύο λεύγες– του μοναχικού γίγαντα που στεκόταν στον λοφίσκο απέναντί μας –πώς να παλέψεις; ποια η νίκη;–, ένας πρώην ερειπωμένος, νυν καλοσυντηρημένος καρτ-ποσταλικός ανεμόμυλος· το άλλο μου χέρι όριζε το βήμα, προσπέρασα υποτιμητικά και αδιάφορα τον εχθρό, πατώντας αποφασιστικά στα λευκομπογιατισμένα λουλούδια του πλακόστρωτου.

Ένας σκύλος κοντόσωμος κατευθύνθηκε περίεργος προς το μέρος μας, μύριζε τα πέλματά μας κι έγλειφε λαίμαργα τις σαγιονάρες μας, κουνώντας πέρα-δώθε ανέμελα την ουρά του,  Μάγκα έλα δω, του φωνάξανε κι εκείνος απρόθυμος υπάκουσε –στους μάγκες δεν χαλάνε το παιχνίδι, είναι νόμος–, κοίταξα διερευνητικά προς το μέρος τους, μια εξάδα πολύβουη, δύο παιδιά με φουσκωμένα γιλέκα-σωσίβια –πάντα κομψοί, παντού, από πάντα–  δύο Φιλιππινέζοι-φύλακες άγγελοι, εκείνη με μεγάλα γυαλιά ηλίου και πολύχρωμο καφτάνι, χαρισμένα, εκείνος με χαβανέζικο, λουλουδιαστό μαγιό, δύο γυναίκες –όχι όμορφες, ούτε άσχημες– άχρωμες, και ένας βαριεστημένος Μάγκας που δεχόταν ανόρεχτα λίγα ακόμα κατευναστικά χάδια.

Προσπέρασα τα αθλητικά τους κανό που άραζαν στην παραλία, η θάλασσα του χρόνου σαν να τα ξέβρασε ως επίκληση τύψης, σαν σύμπτωμα, μετατρέποντας παραπλανητικά τον φλοιό σημύδας σε πολυαιθυλένιο –τίποτα δεν καταλαβαίνουν, έτσι κι αλλιώς– με απλωτές έφτασα ως μέσα, βαθιά, να απομακρυνθώ, να ξεφύγω, γύρισα προς το μέρος της παραλίας κι έβλεπα πια πανοραμικά, στα αριστερά μου ένα σκάφος προσαραγμένο, χτύπησα τα πόδια στο νερό, στράφηκα δεξιότερα, στο κέντρο εμείς, χτύπησα κι άλλο, οι μητριάρχες και η φυλή τους, κι άλλο, κι άλλο, εργάτες πάνω στην ξύλινη πλατφόρμα που χτιζόταν ειδικά για την περίσταση, κομπρεσέρ και βαριοπούλες, όλοι με το ίδιο μπλουζάκι της εταιρείας παραγωγής, μαύροι από ήλιο ή εθνικότητα ή και τα δύο, δεν ξεχώριζες –μετά τους συναντήσαμε να πίνουν λεμονάδα στο εστιατόριο κατάκοποι, παντού στο νησί περιφερόμενα λογότυπα–, ένας ήχος εκκωφαντικός, ένιωθα τη ζέστη τους στους ώμους μου που ξεπρόβαλλαν από το νερό –δεν ήταν ίδια, εγώ βουτούσα, εγώ κολύμπαγα–, μια μητριάρχης συνομιλούσε τώρα, στηριζόμενη με τους αγκώνες στην άκρη του σκάφους, με τον ιδιοκτήτη του, σκέφτηκα, αφού δεν μπορώ με ένα γέλιο να σας θάψω για να φτύσω πάνω στους  τάφους σας, θα κατουρήσω εκεί που κολυμπάνε τα παιδιά σας, κι έσφιξα τους μυς της λεκάνης, σκέφτηκα: ωραία φράση, να τη θυμηθώ, να σου την πω όταν βγω, σκέφτηκα: θα έκανε ωραίο διακείμενο, να τη γράψω κάπου, σκέφτηκα, κι όπως σκεφτόμουν αφηρημένη, το νερό ζεστάθηκε, άδειαζα τον πρωινό καφέ, τα νερά, τις πορτοκαλάδες· άδειασα από αυτάρεσκο μίσος, γέμισα κείμενα, λέξεις, παραστάσεις, μπήκα στο σκηνικό και γύρισα προς την ακτή.

Καθώς στέγνωνα στην άμμο, έβλεπα ακόμα πανοραμικά: δεξιά το σκάφος, στη μέση εμείς, λίγο πιο αριστερά η εξάδα –η μητριάρχης είχε επιστρέψει–, τέρμα αριστερά η πλατφόρμα με τους εργάτες, όπως πριν. Ένιωθα μόνο λίγη κούραση.

Θα σου πάρω παγωτό, σου είπα, διάλεξα γεύσεις να σ' αρέσουν, γέλαγες, με το παγωτό πάντα χαιρόσουν, ετοιμάστηκα να πληρώσω με δισταγμό, το παγωτό ήταν Kayak, μάρκα ακριβή· είναι δωρεάν, είναι για τον γάμο του Σαββάτου, ο παγωτατζής με την ποδιά του δεν κοίταξε καν τα κέρματά μου, τα αγνόησε, από τα σκάφη κατέβαιναν κορίτσια με τα μακριά, μπαλετικά θρεμμένα πόδια τους και στήνονταν στην ουρά, πίσω τους εργάτες με τα λερωμένα μπλουζάκια, με τις στάμπες ιδρώτα και λαδιού στα λογότυπα. Περιμένοντας το καραβάκι της επιστροφής, μας είδα: τρώγαμε όλοι μαζί εύθυμα παγωτό, ο καθένας στη γεύση του, στη γωνιά του. Είχε να διαλέξεις μέχρι και σορμπέ.  

Ταξίδια
0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η Φωτεινή γύρισε στο χωριό και έφτιαξε μια εφημερίδα από το μηδέν

Γειτονιές της Ελλάδας / Η Φωτεινή γύρισε στο χωριό και έφτιαξε μια εφημερίδα από το μηδέν

Η 28χρονη Φωτεινή Γάλλου εκδίδει την εφημερίδα «Τα Χωριάτικα» στον παραδοσιακό οικισμό της Πρώτης Σερρών, όχι για να καλύψει ένα κενό στην αγορά αλλά στις ανθρώπινες σχέσεις. Απολαμβάνει τη ζωή στο χωριό και δεν τη βρίσκει ούτε πισωγύρισμα ούτε αποτυχία.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Γιώργος Καπουτζίδης: «Στη Νέα Ζηλανδία είδα πραγματικά ευτυχισμένους ανθρώπους»  «Στη Νέα Ζηλανδία είσαι πάρα μα πάρα πολύ μακριά από οτιδήποτε» Ο Γιώργος Καπουτζίδης θα μπορούσε να ζήσει για πάντα στη Νέα Ζηλανδία

Γιώργος Καπουτζίδης / «Στη Νέα Ζηλανδία δεν εκνευρίζονται, δεν κορνάρουν»

O γνωστός σεναριογράφος και ηθοποιός ταξίδεψε ως την άλλη άκρη του κόσμου για να γνωρίσει από κοντά μια χώρα που, πέρα από την επιβλητική της φύση, φαίνεται να έχει επιλέξει έναν διαφορετικό τρόπο ζωής. Και με το που προσγειώθηκε, τον υποδέχτηκε… μία Καρυάτιδα.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
«Στο Μέσο Γερακάρι Ζακύνθου, η Αθήνα δεν είναι καν στον ορίζοντα»

Γειτονιές της Ελλάδας / «Στο Μέσο Γερακάρι Ζακύνθου, η Αθήνα δεν είναι καν στον ορίζοντα»

Για 15 χρόνια, ο Ανδρέας Γεωργίου πηγαινοερχόταν στη δουλειά του, από ένα χωριό της Κορινθίας ως το κέντρο της Αθήνας. Η απόφαση να μετακομίσει σε ένα χωριό της Ζακύνθου δεν ήταν εύκολη. Μια φράση της κόρης του όμως τον έπεισε κι έτσι τώρα πια ζει σε ένα μέρος με ατελείωτους ελαιώνες και μεγάλη αγάπη για την ποίηση και το παραδοσιακό τραγούδι.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Μονοπάτια Αγίου Όρους: Ανάμεσα στη φύση και την πνευματικότητα

Ταξίδια / Μονοπάτια Αγίου Όρους: Ανάμεσα στη φύση και την πνευματικότητα

Οι διαδρομές ανάμεσα σε επιβλητικά μοναστήρια και σκήτες, όπως και η φροντίδα για την προστασία τους, ενώνουν ανθρώπους απ’ όλο τον κόσμο: έναν Αυστραλό δικαστή, έναν Βέλγο τραπεζικό, έναν ψυχίατρο από το Ομάν, έναν Άγγλο εκδότη και έναν Έλληνα μηχανικό αεροσκαφών.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
«Στο χωριό καταλάβαμε για πρώτη φορά πως ο φορτιστής του κινητού κάνει θόρυβο»

Οι επαρχίες μας / «Στο χωριό καταλάβαμε για πρώτη φορά πως ο φορτιστής του κινητού κάνει θόρυβο»

Η Δέσποινα Τζιουβάρα άφησε την Αθήνα για τον Βουτσαρά, ένα από τα Κουρεντοχώρια, και ευελπιστεί να βοηθήσει την περιοχή να περάσει σε μια νέα εποχή μετά την απότομη ερήμωση.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Δεμάτι κάλεσμα

Γειτονιές της Ελλάδας / «Η καθημερινότητα δεν είναι σχεδόν ποτέ ίδια στο βουνό»

Ο Βασίλης Νάκκας, ένα από τα ιδρυτικά μέλη της ΚοινΣΕπ «Τα Ψηλά Βουνά», απευθύνει πρόσκληση σε όσους θέλουν να ζήσουν και να εργαστούν στο Δεμάτι Ζαγορίου, συμβάλλοντας έτσι στην ανάπτυξη των ορεινών κοινοτήτων.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Νάπολη: Γιορτάζοντας τη χαρά της ζωής στη σκιά του Βεζούβιου

Nothing Days / Νάπολη: Γιορτάζοντας τη χαρά της ζωής στη σκιά του Βεζούβιου

Ένα «ανοιξιάτικο» τριήμερο σε μία πόλη που ξέρει από φυσικές καταστροφές αλλά ξέρει και να υμνεί τη ζωή, και μία μεγάλη βόλτα στην Πομπηία και στο Ερκολάνο. Από το αρχαίο «fast food» στις σύγχρονες γεύσεις της ναπολιτάνικης κουζίνας.
M. HULOT
Τρεις φίλοι από την Αθήνα δημιούργησαν μια μικρή, αυτάρκη κοινότητα στην Αιτωλοακαρνανία, έναν ζωντανό πυρήνα ανθρώπων που ζουν και εργάζονται με τη φύση αναζωογονώντας την τοπική κοινωνία

Γειτονιές της Ελλάδας / «Είναι ωραίο να μη γυρίζουν όλα γύρω από τα λεφτά»

Τρεις Αθηναίοι δημιούργησαν το Yamochori, μια μικρή, αυτάρκη κοινότητα στην Αιτωλοακαρνανία – έναν ζωντανό πυρήνα ανθρώπων που ζουν και εργάζονται με τη φύση, οργανώνοντας δράσεις και αναζωογονώντας την τοπική κοινωνία.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
48 ώρες στη Λάρισα

Ταξίδια / 48 ώρες στη Λάρισα

Από τα αρχαία θέατρα που κρύβονται στο κέντρο της, μέχρι το καλλιτεχνικό χωριό της που ζωντανεύει κάτω από τον ήλιο, η πόλη αυτή δεν είναι απλώς μια ενδιάμεση στάση προς τη Θεσσαλονίκη, αλλά προσφέρει πολλά μαζί με το τσίπουρο Τυρνάβου και τον χαλβά Φαρσάλων.
ΚΟΡΙΝΑ ΦΑΡΜΑΚΟΡΗ
«Οι άνθρωποι του χωριού είναι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι. Επέλεξα να ζήσω ανάμεσά τους και όχι σε παλάτια. Κοντά τους όμως νιώθω βασιλιάς».

Γειτονιές της Ελλάδας / «Ζώντας κοντά στους ανθρώπους του χωριού νιώθω βασιλιάς»

Ο Νίκος Πατερέκας μετακόμισε ξαφνικά στη Νέα Αβόρανη, έγινε αγρότης και, αν και κάποια αγαπημένα του πρόσωπα μπορεί να μην τον στήριξαν σε αυτή την απόφαση, πορεύεται με οδηγό την υπόσχεση που έδωσε όταν έχασε τους παππούδες του.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
48 ώρες στον Βόλο

Ταξίδια / 48 ώρες στον Βόλο

Από ένα έργο του Πικιώνη και ένα ιστορικό κινηματοθέατρο μέχρι τα παραδοσιακά τσιπουράδικα και τα βιομηχανικά μνημεία, ο Βόλος αποκαλύπτει την πολυπολιτισμική του κληρονομιά. Εδώ, το παλιό συναντά το νέο, με την παραλία και τα Παλαιά να είναι μόνο η αρχή για μια συναρπαστική εξερεύνηση.
ΚΟΡΙΝΑ ΦΑΡΜΑΚΟΡΗ
«Η ψυχική ισορροπία που κερδίζεις φεύγοντας από την Αθήνα σου ανοίγει ορίζοντες»

Γειτονιές της Ελλάδας / «Η ψυχική ισορροπία που κερδίζεις φεύγοντας από την Αθήνα σου ανοίγει ορίζοντες»

Η Χαρά Δελή άφησε τη δουλειά της ως πολιτικός μηχανικός στην Αθήνα για να ζήσει από τη σαπωνοποιία στην Τρίπολη. Αν και η μετάβαση δεν ήταν εύκολη, τώρα δεν φαντάζεται τη ζωή της χωρίς τον χρόνο που απέκτησε.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Το καφέ του Wes Anderson, τo δεινοσαυράκι του Duomo κι άλλες 8 στάσεις σ’ ένα τριήμερο στο Μιλάνο

Ηχητικά Άρθρα / Το καφέ του Wes Anderson, τo δεινοσαυράκι του Duomo κι άλλες 8 στάσεις σ’ ένα τριήμερο στο Μιλάνο

Το Μιλάνο μπορεί να έχει μια απωθητική μουσολινική αισθητική στα κτίρια και τον χειρότερο κόσμο που μπορείς να συναντήσεις σε κέντρο πόλης, αλλά δεν είναι ούτε άσχημο, ούτε αδιάφορο.
M. HULOT