Βρέθηκα για πρώτη φορά στα Κατεχόμενα το 2018. Πεζή, διέσχισα τότε το οδόφραγμα της οδού Λήδρας και έκανα μια μεγάλη βόλτα στην «άλλη Λευκωσία». Είχα ειδοποιήσει συγγενείς και φίλους, λες και επρόκειτο να περιφερθώ αβοήθητη στα χαρακώματα. «Δεν ξέρω αν θα πιάνει το κινητό», τους έλεγα με ψευτογενναιότητα, «δεν ξέρω καν αν θα λειτουργεί η κάρτα μου». Επέστρεψα ταπεινωμένη, σοκαρισμένη από την παράξενη ησυχία των σοκακιών γύρω από το Μπουγιούκ Χαν.
Κουβαλούσα μια ενοχή που δεν μου ανήκε.
Αυτή η φορά ήταν αλλιώτικη. Το οδόφραγμα του Αγίου Δομετίου βρίσκεται μόλις λίγα λεπτά με το αυτοκίνητο από τον Άγιο Ανδρέα, την καλλωπισμένη συνοικία της Λευκωσίας με τις όμορφες αποικιοκρατικές μονοκατοικίες. Η αίσθηση του προαστίου διακόπτεται απότομα: διαβατήρια, πράσινη ζώνη, σήματα του ΟΗΕ, συνοριοφύλακες, υποχρεωτική ασφάλεια αυτοκινήτου, και μία ατέλειωτη ευθεία προς τον Πενταδάκτυλο, το ορεινό τείχος που εκτείνεται κατά μήκος της βόρειας ακτογραμμής. Εκατέρωθεν, δάση από συγκροτήματα πολυκατοικιών με αμέτρητους θερμοσίφωνες στις ταράτσες, αντιπροσωπείες αυτοκινήτων, κλινικές για πλαστικές επεμβάσεις και λευκές οδοντοστοιχίες, βουλκανιζατέρ, πινακίδες για καζίνο.
Ίσως οι αρχές του ψευδοκράτους να έχουν βάλει επίτηδες τόσο χαμηλά όρια ταχύτητας στις κεντρικές του αρτηρίες, όχι για τα πρόστιμα, αλλά για κάποιους σαν εμένα, που, επιστρέφοντας, χρειάζονται χρόνο για να μπορέσουν να αφήσουν πίσω τόση Ιστορία, τόση ομορφιά, τόση ενοχή που δεν μας ανήκει.
Το πέρασμα από τον Πενταδάκτυλο μοιάζει μυστικό. Ο δρόμος διασχίζει το βουνό πλαγίως, ανηφορίζοντας πρωτού κατηφορίσει για να καταλήξει στην Κερύνεια. Η θάλασσα μοιάζει ανεξήγητα κοντά στον καταπράσινο όγκο, λες και ο Πενταδάκτυλος δεν είναι οροσειρά αλλά ένας πελώριος, μυθικός κυματοθραύστης. Σε μερικές πλαγιές, αντικρίζοντας την ατελείωτη θάλασσα, σκεφτόμουν ότι απέναντι βρίσκεται η Σελεύκεια, η πόλη που ίδρυσε ο Σέλευκος, στρατηγός και διάδοχος του Αλέξανδρου. Βρισκόμουν στο επίκεντρο αιώνων Ιστορίας, την έβλεπα με τα μάτια μου σε κάθε στροφή.
Ακόμα ένα στρατόπεδο, συρματοπλέγματα να χωρίζουν το πυκνό δάσος, σημαίες, αφίσες με τον Κεμάλ, νεαροί φαντάροι με τατουάζ και ΑΚ-47 μας δίνουν απότομα οδηγίες από το κατεβασμένο παράθυρο. Ο δρόμος ανηφορίζει και δυσκολεύομαι να δω το μνημείο στο οποίο κατευθυνόμαστε, ενώ βρίσκεται ακριβώς μπροστά μου. Είναι ένα με τα βράχια.
Το Κάστρο του Αγίου Ιλαρίωνα στέκεται σε υψόμετρο 725 μέτρων και χρονολογείται στον 11ο αιώνα. Αποτελεί το επιβλητικότερο μνημείο στο νησί και ένα από τα πλέον μεγαλεπήβολα στη Μεσόγειο. Τέλεια οχυρωμένο, έχει θέα σε όλο το βόρειο μέρος της Κύπρου. Από τα ανοίγματα, η θέα στη θάλασσα μαζί με την αχλή από την υγρασία μού έφερε στο νου την Αμοργό, η θέα στο βουνό το Μαίναλο. Έδιωξα βιαστικά τις σκέψεις: βρισκόμουν σε έναν τόπο που ήθελα να μη μου θυμίζει τίποτα οικείο.
Το κάστρο είναι τυλιγμένο σε θρύλους και παραδόσεις που γοήτευσαν τον Στράτη Μυριβήλη και ενέπνευσαν τραγούδια: η Ρήγαινα, η βασίλισσα που το έχτισε και κατόπιν πέταξε από τον γκρεμό τους εργάτες για να μην αποκαλύψουν τα μυστικά του, ή που ίσως και να πήδηξε η ίδια στη χαράδρα για να μην παραδοθεί στον εχθρό που το εκπόρθησε. Η βασίλισσα των Φράγκων Ελεωνόρα που έκανε μάταια το κάστρο σκακιέρα για να εξοντώσει τον πρίγκηπα Ιωάννη της Αντιόχειας. Ένα κάστρο γεμάτο γυναίκες μοιραίες, που ατενίζει την Κερύνεια.
Επόμενος σταθμός, το Αββαείο Μπελαπάις, λίγο έξω από την Κερύνεια, που παίρνει το παράξενο όνομά του από το «Abbaye de la paix» ήτοι «Αββαείο της Ειρήνης». Αφιερωμένο στον Άγιο Αυγουστίνο, το Αββαείο κατασκευάστηκε στα τέλη του 12ου αιώνα από ιππότες του τάγματός του καθώς επέστρεφαν από την Ιερουσαλήμ μετά την πτώση της στους Άραβες. Μα τι ειρωνία, ένα τέτοιο υπέροχο γοτθικό μνημείο για την ειρήνη να ορθώνεται σε έναν τόπο καταπατημένο, έναν τόπο κατεχόμενο.
Ίσως οι αρχές του ψευδοκράτους να έχουν βάλει επίτηδες τόσο χαμηλά όρια ταχύτητας στις κεντρικές του αρτηρίες, όχι για τα πρόστιμα, αλλά για κάποιους σαν εμένα, που, επιστρέφοντας, χρειάζονται χρόνο για να επεξεργαστούν τόση πληροφορία, που έχουν ανάγκη να πηγαίνουν με 50 χλμ. την ώρα μπροστά σε θερμοσίφωνες και πινακίδες με ρουλέτες και εκτυφλωτικά χαμόγελα για να μπορέσουν να αφήσουν πίσω τόση Ιστορία, τόση ομορφιά, τόση ενοχή που δεν μας ανήκει.