Γνώρισα τον Hagop Djelalian ως ομιλητή στα πάνελ παρουσίασης του ιστορικού μυθιστορήματος Κάτω από έναν αδιάφορο ουρανό του Vasken Berberian, πάνελ τα οποία είχα την καλή τύχη να συντονίσω υπό την ιδιότητά μου ως εκπροσώπου της Ελλάδας στη Διεθνή Επιτροπή για την Ιστορία των Αντιπροσωπευτικών και Κοινοβουλευτικών Θεσμών (National Convener of Greece της ICHRPI) τον Μάιο του 2017 στο Νομισματικό Μουσείο, χρονιά κατά την οποία ο εορτασμός της Διεθνούς Ημέρας Μουσείων είχε ως θέμα «Μουσεία και αμφιλεγόμενες ιστορίες: Τα μουσεία μιλούν για εκείνα που δεν λέγονται», και τον Νοέμβριο του ίδιου έτους στο Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο Αθηνών.
Δεινός ρήτορας, αντισυμβατικός ως ομιλητής, με ευκολία κατέκτησε τόσο εμένα όσο και το κοινό που παρακολούθησε τις δύο εκδηλώσεις, χάρη στον ιδιαίτερα καλλιεργημένο, αλλά συνάμα ανεπιτήδευτο λόγο του και τις πολλές και ποικίλες γνώσεις του. Τα πηγαδάκια που δημιουργήθηκαν γύρω του μετά το πέρας των παρουσιάσεων ήταν το αποτέλεσμα αυτής της ρητορικής του δεινότητας.
Ο πλούτος των γνώσεων του Hagop κάλυπτε ποικίλους τομείς πέραν της Ιστορίας, της αρχαιολογίας, και της θεολογίας. Η ευρυμάθειά του ήταν εντυπωσιακή σε ό,τι έχει να κάνει με τη μουσική, τη λογοτεχνία γενικότερα και την ποίηση ειδικότερα. Ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός ως αναγνώστης, και ιδιαίτερα ευαίσθητος ως ποιητής.
Πολυάριθμες οι μετακινήσεις των λαών στην ανατολική Μεσόγειο, πολυάριθμοι και οι λαοί οι οποίοι διαδέχτηκαν ο ένας τον άλλον στο γεωγραφικό διαμέρισμα της Καλαβρίας, αφήνοντας στην περιοχή ανεξίτηλα σημάδια από το πέρασμά τους. Περισσότερα και πιο αναγνωρίσιμα τα ίχνη των αρχαίων Ελλήνων, των Βυζαντινών, των Αρμενίων και των Εβραίων.
Η πολυγλωσσία του εμπεριείχε όλες εκείνες τις μοναδικές αποχρώσεις που κάθε γλώσσα έχει και συχνά είναι μη μεταφράσιμες προς τις άλλες γλώσσες. Έγραφε ποίηση στη μητρική του γλώσσα, τα ελληνικά και τα ιταλικά. Μαζί μου μιλούσε συνήθως ιταλικά, γεγονός που τον έκανε να αναβιώνει τη συναισθηματική απόλαυση μιας γλώσσας που τον είχε διαμορφώσει την περίοδο των εγκύκλιων σπουδών του στο Κολέγιο των Αρμενίων στη Βενετία. Κάποιες φορές υπήρχε ένα λαμπύρισμα στα μάτια του και ένα τρεμούλιασμα στη φωνή του.
Όπως μου είχε εξηγήσει, ενώ μου μιλούσε για τα χρόνια εκείνα, τον πλημμύριζε συγκίνηση όχι μόνο λόγω των αναμνήσεων που μου διηγούνταν αλλά κυρίως γιατί, χρησιμοποιώντας την ιταλική γλώσσα στον προφορικό λόγο, αναπηδούσαν μέσα του, παράλληλα με τις λέξεις, εικόνες, χρώματα, μυρωδιές, γεύσεις.
Η ιστορία ενός οδοιπορικού στην Καλαβρία, στην Κοιλάδα των Αρμενίων
Δύο σύγχρονα ταξιδιωτικά βιβλία, η Πορεία προς την Κωνσταντινούπολη του Πάτρικ Λη Φέρμορ, και το Ταξίδι στη σκιά του Βυζαντίου του Γουίλιαμ Νταλρίμπλ με είχαν ιδιαίτερα ευαισθητοποιήσει στο παρελθόν ως προς τις λιγότερο γνωστές πλευρές της Ιστορίας.
Οι συζητήσεις με τον Hagop αναφορικά με την ιστορία των Αρμενίων είχαν διαλευκάνει τις πλευρές εκείνες που η επίσημη Ιστορία έχει αφήσει κατά κάποιον τρόπο στην σκιά.
Τον Νοέμβριο του 2019, όταν βρέθηκα στο Ρήγιο της Καλαβρίας για την τελετή απονομής των βραβείων του Διεθνούς Ποιητικού Διαγωνισμού Nosside ως διαπιστευμένη εκπρόσωπός του στην Ελλάδα, συνοδευόμενη από την κ. Μπακονικόλα, ομότιμη καθηγήτρια Θεατρολογίας του ΕΚΠΑ, δέχτηκα με ενθουσιασμό την πρόταση φίλων, της Daniela Latella και του Piero Idone (γραμματέα WWF Provincia di Reggio Calabria), για την επίσκεψη στην Κοιλάδα των Αρμενίων, ένα κομμάτι της Καλαβρίας που δεν γνώριζα.
Ο τουριστικός οδηγός του touring club italiano που είχα στα χέρια μου δεν ανέφερε το παραμικρό.
Ούτε ο Hagob είχε τύχει να μου μιλήσει για την παρουσία Αρμενίων στην περιοχή αυτή. Αφέθηκα στην οργανωτική ικανότητα και φροντίδα των φίλων μου και, έτσι το πρωί της Κυριακής 1ης Δεκεμβρίου του 2019, αναχωρήσαμε για την τοποθεσία Brancaleone Marina, όπου είχαμε ραντεβού με έναν τοπικό ξεναγό.
Η συλλογική μνήμη των Ιταλών και των ιταλόφωνων συνδέει τη νεόδμητη κωμόπολη Brancaleone Μarina με τον Cesare Pavese, μια και εκεί εξέτισε μέρος της ποινής περιορισμού που του είχε επιβάλει το φασιστικό καθεστώς. Ακόμη και σήμερα το σπίτι που τον φιλοξένησε είναι εκεί, στον κεντρικό δρόμο της κωμόπολης, Corso Umberto I, έτοιμο να υποδεχτεί τους επισκέπτες. Ένα δωμάτιο που έχει διατηρήσει την αυθεντική, απλή και «σπαρτιάτικη» επίπλωσή του: ένα κρεβάτι, ένα γραφείο, ένα φωτιστικό, ένα λαβαμπό.
Χάρη στην πρωτοβουλία ενός ιδιώτη που αγόρασε το οίκημα αλλά και του τοπικού οργανισμού τουριστικής ανάπτυξης διατηρείται αυτή η πολύτιμη μαρτυρία της κατοικίας-δωματίου μουσείου. Η ανάρτηση της πινακίδας «Dimora del confino» (Κατοικία κατ’ οίκον περιορισμού) επαναφέρει στη μνήμη μας πως ο Cesare Pavese έζησε εκεί από τις 4 Αυγούστου 1935 έως τις 15 Μαρτίου 1936.
Η διήγηση του τοπικού μας ξεναγού, του Sebastiano Stranges Ellesmere, άρχισε να ξεδιπλώνεται με αριστοτεχνικό τρόπο, ενώ απολαμβάναμε στο πλημμυρισμένο από το άρωμα φρεσκοκομμένου καφέ κεντρικό μπαρ της κωμόπολης cappuccini αριστοτεχνικά φτιαγμένους με αφρόγαλα που έμοιαζε με σαντιγί και ιδιαίτερα εύγεστα cannoli al pistacchio, τα υπέροχα γλυκά με γέμιση ανθότυρου, χαρακτηριστική γεύση όχι μόνο της Σικελίας αλλά και της Καλαβρίας. Όσο η διήγηση προχωρούσε, τόσο πιο κατανοητό γινόταν το ότι ο Sebastiano δεν ήταν απλώς και μόνο ξεναγός.
Καθηγητής στη μέση εκπαίδευση, ιστοριοδίφης, ερασιτέχνης γλωσσολόγος, αρχαιολόγος και γεωλόγος, υπήρξε η κύρια πηγή και κατευθυντήρια δύναμη των ερευνών που η αρχαιολογική σκαπάνη πραγματοποίησε τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια στην ευρύτερη περιοχή. H ονομασία «Valle degli Armeni» (Κοιλάδα των Αρμενίων), η οποία άρχισε να χρησιμοποιείται ως τουριστικός προορισμός στη νοτιοανατολική Καλαβρία από το 2014 και μετά, αποδείχτηκε ότι ήταν δικό του πνευματικό παιδί.
Πολυάριθμες οι μετακινήσεις των λαών στην ανατολική Μεσόγειο, πολυάριθμοι και οι λαοί που διαδέχτηκαν ο ένας τον άλλο στο γεωγραφικό διαμέρισμα της Καλαβρίας, αφήνοντας στην περιοχή ανεξίτηλα σημάδια από το πέρασμά τους. Περισσότερα και πιο αναγνωρίσιμα τα ίχνη των αρχαίων Ελλήνων, των Βυζαντινών, των Αρμενίων και των Εβραίων.
Μεταξύ του 6ου και του 9ου μ.Χ. αιώνα, από τα ανατολικά έφτασαν στην Καλαβρία χριστιανοί από την Αρμενία και την Καππαδοκία, οι οποίοι είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τους τόπους καταγωγής τους υπό την πίεση των διώξεων των μουσουλμάνων αλλά και των εικονομαχικών διωγμών αργότερα. Έφθασαν σε τόπους ασφαλείς, πλούσιους σε φυσικές χαράδρες, όπου ήταν εύκολο να ζήσει κάποιος μια ζωή σε απόλυτη αρμονία με τη φύση.
Πρώτος σταθμός μας μετά την κωμόπολη Brancaleone Μarina ήταν ο οικισμός Brancaleone Vetus, ένα εγκαταλελειμμένο χωριό γεμάτο από αποτυπώματα και μαρτυρίες Βυζαντινών και Αρμενίων, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν σε φυσικές κοιλότητες, μετατρέποντας συχνά βράχους σε μεγάλης σημασίας εκκλησίες.
Το Brancaleone Vetus, που παλαιότερα ονομαζόταν Sperlinga ή Sperolonga –πολύ πιθανόν από την αρχαία ελληνική λέξη σπήλυγξ–, βρίσκεται σε έναν λόφο 300 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Πρόσφατες έρευνες και μελέτες επιβεβαιώνουν την παρουσία Αρμενίων από τον 8ο και τον 9ο αιώνα. Ιδιαίτερης αξίας και ενδιαφέροντος είναι η υπόσκαφη εκκλησία του «Δέντρου της Ζωής», χτισμένη πανομοιότυπα με τις υπόσκαφες εκκλησίες της αρχαίας Αρμενίας και της Καππαδοκίας.
Στην κεντρική πλατεία του εγκαταλελειμμένου οικισμού είναι ευδιάκριτες οι σιταποθήκες. Στη νότια πλευρά του αντιστέκεται στο πέρασμα του χρόνου ένα άλλο στολίδι, η υπόσκαφη εκκλησία της Αναπαυόμενης Παναγίας (Madonna del riposo), στην οποία διατηρούνται ακόμη τοιχογραφίες του 17ου αιώνα, όπως επίσης και υπόσκαφες κατοικίες με θέα την εκκλησία του Ευαγγελισμού της Παναγίας, κτισμένη τον εικοστό αιώνα, γύρω στο 1935-36. Φτάνοντας στη νότια πλευρά του κάποτε κατοικημένου οικισμού, πλημμύρισαν η όρασή μας πλημμύρισε με δέντρα περγαμόντου, του «πράσινου χρυσού της Καλαβρίας» με τις ευεργετικές και κάποιες φορές θαυματουργές ιδιότητες, του οποίου η καλλιέργεια επανέρχεται σιγά σιγά, όπως μας πληροφόρησε «ο δικός μας Κικέρων», καλύπτοντας τα εκτάρια ακαλλιέργητης γης όπου μέχρι πριν από λίγες δεκαετίες φύτρωναν και γέμιζαν με το άρωμα τους πάμπολλα γιασεμιά.
Ενώ κατευθυνόμασταν προς το αυτοκίνητο από ένα μονοπάτι διαφορετικό από το αρχικό, περάσαμε δίπλα από ένα δέντρο με μικρά κίτρινα λουλούδια που είχαν έντονο άρωμα. Έκοψα μερικά και τα έβαλα ανάμεσα στις σελίδες του τουριστικού οδηγού που είχα στην τσάντα μου. Ο Sebastiano μας είπε ότι παλιότερα ήταν γεμάτη η περιοχή από τα δέντρα αυτά, την acacia farnesina, τη γνωστή σε εμάς γαζία, τα άνθη της οποίας χρησιμοποιούνται συχνά στην αρωματοποιία.
Το οδοιπορικό μας είχε ως επόμενο προορισμό τη Rocca degli Armeni ή Rocca Armenia, η οποία ανήκει στην διοικητική περιοχή του Bruzzano Zeffiro (RC). Εκεί επισκεφθήκαμε ένα από τα ελάχιστα κάστρα τα οποία βρίσκονται πριν από τον ορεινό όγκο του Ασπρομόντε, της οροσειράς η οποία διασχίζει την Καλαβρία. Ένα κάστρο σκαλισμένο στο βράχο, το οποίο στέγασε στο πέρασμα των αιώνων Πρίγκιπες, Μαρκησίους και Ευγενείς από την Καλαβρία, όλους εκείνους που είχαν δημιουργήσει ένα ‘ανεξάρτητο κράτος’ εντός του Βασιλείου των Δύο Σικελιών.
Πρόκειται για ένα μυστικιστικό και μαγικό μέρος, από το οποίο ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει την εκπληκτική θέα σε όλη την κοιλάδα. Εκτός από τα απομεινάρια του κάστρου, και του αρχαίου χωριού μπορέσαμε να δούμε την αψίδα την οποία είχε στήσει η οικογένεια Carafa di Roccella και στην οποία διατηρούνται ακόμη αναγεννησιακές τοιχογραφίες.
Ο Sebastiano μας μίλησε για μια γευστική απόλαυση, χαρακτηριστική της λαϊκής παράδοσης του Bruzzano Zeffirio "u pani conzatu",: ψωμί φρεσκοψημένο ή και κρύο, γεμιστό με φρέσκια ντομάτα, τοπικό εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο και πράσινες ελιές, μια γαστρονομική εμπειρία για απαιτητικούς ουρανίσκους, λάτρεις των καθαρών γεύσεων, που συναντάται σε πολλές περιοχές της Μεσογείου, όπως, για παράδειγμα, στον τόπο καταγωγής μου, την Κρήτη.
Στη συνέχεια, έχοντας ως επόμενο προορισμό το μεσαιωνικό χωριό Staiti διασχίσαμε μια μικρή πλαγιά γνωστή με το αρχαίο τοπωνύμιο ‘Badìa’ κάνοντας μια στάση στον βυζαντινό ναό της Santa Maria di Tridetti. Το 1912 ο αρχαιολόγος Paolo Orsi ανακάλυψε τον ναό αυτό, ο οποίος ανακηρύχθηκε «Βυζαντινό Εθνικό Μνημείο του 11ου αιώνα».
Μετά την επίσκεψη στον βυζαντινό ναό ακολουθήσαμε την φιδίσια ανηφόρα του Monte Giambatore για να φτάσουμε στο γραφικό χωριό Staiti, το οποίο είναι ο μικρότερος δήμος στο γεωγραφικό διαμέρισμα της Καλαβρίας, με μόλις 220 μόνιμους κατοίκους.
Ακολουθήσαμε το ανηφορικό μονοπάτι των βυζαντινών εκκλησιών, κατά μήκος του οποίου υπάρχουν 18 κεραμικά ανάγλυφα, για να φτάσουμε ως την εκκλησία της Santa Maria della Vittoria με το μυτερό καμπαναριό και ένα άγαλμα της Παρθένου με τον μικρό Ιησού, έργο του Martino Regi του 17ου αι. Αμέσως μετά επισκεφτήκαμε το Palazzo Cordova το οποίο φιλοξενεί μουσείο με εικόνες Ελλήνων και Ιταλών Αγίων.
Εντωμεταξύ είχε φτάσει η ώρα του μεσημεριανού φαγητού. Ξέραμε ότι ο Sebastiano είχε κάνει κράτηση στο Il ristorante dei Santi (το εστιατόριο των Αγίων). Όποιος με απλότητα, μεράκι και πολλή αγάπη αφοσιώνεται στην εστίαση, μετατρέπεται σε άξιο πρεσβευτή του τόπου του. Ο χώρος ήταν ιδιαίτερα προσεγμένος. Η θερμή υποδοχή της ιδιοκτήτριας, της Alba Moro, μάς γέμισε ζεστασιά. Το μενού πλούσιο, δυσκολευτήκαμε να επιλέξουμε. Κανείς μας βέβαια δεν αντιστάθηκε στα ζυμαρικά με σάλτσα από αγριογούρουνο. Η λίστα των κρασιών ήταν επίσης εκλεκτή. Ο Sebastiano επέλεξε ένα τοπικό κρασί, το Patros Pietro από το οινοποιείο Malaspina, κόκκινο, με μεστή, έντονη επίγευση.
Το αναμμένο τζάκι ήταν μια επιπλέον πινελιά. Αν και Δεκέμβρης μήνας, η θερμοκρασία στους εξωτερικούς χώρους ήταν αρκετά υψηλή, οπότε μπορέσαμε να απολαύσουμε τον καφέ και την grappa στο μπαλκόνι του εστιατορίου, συζητώντας για τους τρόπους προώθησης της επισκεψιμότητας στην ευρύτερη περιοχή. Το εντυπωσιακό δειλινό που ξεδιπλώθηκε μπροστά μας και είχε ως φόντο το Ιόνιο πέλαγος, υπήρξε ιδιαίτερα γενναιόδωρο μαζί μας, χαρίζοντας μας μια πλούσια παλέτα χρωμάτων, επιβεβαιώνοντας για άλλη μια φορά ότι το πινέλο της φύσης ξεπερνά κατά πολύ τα πινέλα των ζωγράφων.
Αποχαιρετήσαμε την Alba λέγοντας απλά arrivederci. Ήμασταν σίγουροι ότι μετά το Πάσχα θα επιστρέφαμε, έχοντας μαζί μας την επόμενη φορά και εκπροσώπους της Ελληνοαρμενικής κοινότητας.
Ακολούθησε περίπατος ανάμεσα στους δαιδαλώδεις δρομίσκους του οικισμού. Δίγλωσσες οι ονομασίες τους, στα Ελληνικά και τα Ιταλικά, ακριβώς όπως στην περιοχή Bova. Στο τοπικό ιδίωμα, όπως ο Sebastiano μάς είπε, οι ονομασίες των τοπωνυμίων και των δρόμων έχουν ρίζα ελληνική ή αρμενική. Πολύχρωμες οι αυλόπορτες των σπιτιών και πολυάριθμες οι πλατείες που συναντήσαμε ώσπου να φτάσουμε στο πανοραμικό σημείο ‘Rocche di Quartu’, όπου για άλλη μια φορά το βλέμμα μας απλώθηκε σε όλη την κοιλάδα που σαν κορνίζα την πλαισίωνε το Ιόνιο Πέλαγος.
Ο Sebastiano είχε προγραμματίσει επίσκεψη και στον οικισμό Ferruzzano Superiore, οικισμός ο οποίος βρίσκεται σε ένα βραχώδες οροπέδιο σε υψόμετρο 470 μέτρων πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, μια επιπλέον βεράντα στο Ιόνιο Πέλαγος που απέχει μόλις 15 χιλ. από το Staiti. Την επίσκεψη αυτή όμως δεν μπορέσαμε να την πραγματοποιήσουμε τελικά. Δεν το επέτρεψε η προχωρημένη ώρα και ανειλημμένες υποχρεώσεις που μας περίμεναν στο Ρήγιο.
Το χωριό είναι σχεδόν εγκαταλελειμμένο πια όπως ο Sebastiano μάς διηγήθηκε, αλλά περπατώντας στα σοκάκια του, μερικές φορές σκαμμένα σε βράχους από ψαμμίτη, είναι σαν να κάνει ο επισκέπτης ένα άλμα στο παρελθόν, όπου η ιστορική αφήγηση είναι συνυφασμένη με τις αντιξοότητες που αντιμετώπιζαν οι εκεί πληθυσμοί, οι οποίοι για να γλιτώσουν από τις επιθέσεις των Σαρακηνών, αποφάσισαν να χτίσουν τα σπίτια τους ακριβώς πάνω σε αυτούς τους βράχους, έτσι ώστε να μπορέσουν να αμυνθούν καλύτερα.
Όχι πολύ μακριά από τον οικισμό, διάσπαρτα στην περιοχή, υπάρχουν 160 πατητήρια. Το μεγαλύτερο μέρος από αυτά βρίσκεται εντός της προστατευμένης δασικής περιοχής γνωστής με την ονομασία Rùdina, την οποία θα επισκεφθούμε στο επόμενο ταξίδι μας, μιας περιοχής που, χάρη στο ιδιαίτερο μικροκλίμα της, προσφέρει την ευκαιρία στον επισκέπτη να γνωρίσει δείγματα σπάνιων δέντρων και φυτών.
Επιστρέψαμε στον οικισμό Brancaleone Marina. Αποχαιρετήσαμε τον Sebastiano σίγουροι πως σύντομα θα επιστρέφαμε. Αγκαλιαστήκαμε σφικτά λες και γνωριζόμασταν χρόνια, απολαμβάνοντας το ανθρώπινο άγγιγμα, αυτό που μικρό χρονικό διάστημα μετά μάς απαγόρευσε η υγειονομική συνθήκη.
Μόλις επέστρεψα στην Ελλάδα τηλεφώνησα στον Hagop. Τον συνάντησα και του μίλησα με ενθουσιασμό για την επίσκεψη αυτή. Για τους ανθρώπους που γνώρισα, για έναν προορισμό ελάχιστα γνωστό, ο οποίος είναι μια επιπλέον μαρτυρία στην εξιστόρηση της περιπλάνησης των Αρμενίων στη Μεσόγειο.
Τον είχα πείσει να συμμετάσχει στον Διεθνή Ποιητικό Διαγωνισμό Nosside, με ποίημα γραμμένο στην αρμενική γλώσσα, μεταφρασμένο από τον ίδιο στα Ιταλικά. Η υγειονομική συνθήκη δεν επέτρεψε τελικά η συζήτηση να γίνει πράξη.
Εξαιτίας της υγειονομικής συνθήκης δεν μπόρεσε να πραγματοποιηθεί και η επίσκεψη στην περιοχή, που θα είχε ως σκοπό να φέρει σε επαφή την Ελληνοαρμενική κοινότητα με την αντίστοιχη κοινότητα της Καλαβρίας.
Το ταξιδιωτικό σημείωμα το οποίο τού είχα υποσχεθεί ότι θα έγραφα μετά την συζήτηση- συνάντησή μας τότε, το γράφω τελικά μόνον τώρα, αποτίνοντας φόρο τιμής στον ευπατρίδη, εξαιρετικό λόγιο και Άνθρωπο Hagop Djelalian.
To συνοδεύω με ένα ποίημα του Γιώργου Βέη, από την πρόσφατη ποιητική του συλλογή «Βράχια» Εκδόσεις Ύψιλον, 2020.
Αρμενία
(Πάσχα)
Τα κλαδιά της σημύδας
λυγίζουν από θυμό
μα δεν θα σπάσουν ποτέ,
έτσι μου λένε τα φύλλα τους.
Το ρυάκι κατεβαίνει χαμηλά
από το Χελιδονόκαστρο στην κοιλάδα
με μια δύναμη που δεν υποχωρεί μέρα νύχτα
φτάνει ως εκεί που οι μνήμες έχουν γίνει λίμνες
ασπρόμαυρες, τσαλακωμένες φωτογραφίες
που δεν πρόκειται να ξεθωριάσουν
όσα χρόνια κι αν περάσουν
πιο πέρα
στη ρίζα του έλατου
στάζει ακόμη της γυναίκας
ο κομμένος λαιμός.
* H Τζίνα Καρβουνάκη είναι πολιτισμολόγος, ιστορικός, μεταφράστρια και event promoter, διαπιστευμένη εκπρόσωπος του Διεθνούς Ποιητικού Διαγωνισμού Nosside (UNESCO), μέλος του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου (ITI) και National Convener της ICHRPI.
Επιμέλεια: Νικόλαος Μπουμπάρης, καθηγητής στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και πρόεδρος του Συνδέσμου Φιλολόγων Αργολίδας.
Photo credits: Carmine Verduci, φωτογράφος, αρθρογράφος, πρόεδρος της Εταιρείας Τουριστικής Ανάπτυξης Brancaleone και ένας από τους ιδρυτές της αρμενικής κοινότητας της Καλαβρίας.