Στρίβοντας στον δρόμο Α12 για την παραλία στον Αγρίλη Φιλιατρών, σου δημιουργείται έντονα η αίσθηση ότι το μέρος δεν είναι σαν τα υπόλοιπα που έχεις προσπεράσει καθ' οδόν. Αρχικά, σε ξενίζει που οι δρόμοι του χωριού δεν έχουν διευθύνσεις αλλά νούμερα, μετά, όταν το Κάστρο των Παραμυθιών ξεπροβάλλει εντυπωσιακό και αλλόκοτο, χτισμένο πάνω στην άμμο, είσαι σίγουρος ότι δεν είναι ένα συνηθισμένο μέρος.
Την εικόνα του κάστρου που ξεχωρίζει ανάμεσα στα μικρά παραλιακά σπίτια ‒κυρίως εξοχικές κατοικίες‒ κάθε επισκέπτης την εκλαμβάνει διαφορετικά, προκαλώντας μεγάλη ποικιλία από αντιδράσεις, από θαυμασμό μέχρι αποστροφή και από περιέργεια μέχρι φόβο, ποτέ όμως αδιαφορία. Ακόμα κι αν το θεωρήσεις τερατούργημα και μνημείο του απόλυτου κιτς, είναι αδύνατο να αντισταθείς και να μην πλησιάσεις για να το περιεργαστείς από κοντά.
Από μακριά, η εικόνα του κάστρου πάνω στα βράχια, σε μια παραλία που έτσι κι αλλιώς είναι εντελώς ιδιόμορφη, βραχώδης και απόκοσμη, ιδίως το βράδυ, όταν ο ουρανός στον ορίζοντα του Ιονίου βάφεται κόκκινος, είναι μάλλον γοητευτική: ένα κτίριο παράταιρο, αταίριαστο με το περιβάλλον, που ωστόσο αναφέρουν όλοι οι ξένοι οδηγοί και είναι πολύ δημοφιλής προορισμός για ταξιδιώτες απ' όλο τον κόσμο.
Από μακριά, η εικόνα του κάστρου πάνω στα βράχια, σε μια παραλία που έτσι κι αλλιώς είναι εντελώς ιδιόμορφη, βραχώδης και απόκοσμη, ιδίως το βράδυ, όταν ο ουρανός στον ορίζοντα του Ιονίου βάφεται κόκκινος, είναι μάλλον γοητευτική: ένα κτίριο παράταιρο, αταίριαστο με το περιβάλλον, που ωστόσο αναφέρουν όλοι οι ξένοι οδηγοί και είναι πολύ δημοφιλής προορισμός για ταξιδιώτες απ' όλο τον κόσμο.
Διακρίνοντας μόνο το περίγραμμα, μπορείς να το χαρακτηρίσεις μέχρι και όμορφο, «ένα κάστρο από άλλη διάσταση» με τρούλους και πύργους, που στέκεται μοναχικό και έρημο πάνω στην άμμο. Πλησιάζοντας, η εικόνα γίνεται πιο καθαρή και ακόμα πιο σύνθετη. Ξεχωρίζεις χρώματα, επιγραφές, τεράστιους ληκύθους πάνω στα βράχια, έναν Δούρειο Ίππο, που παλιά στο εσωτερικό του φιλοξενούσε μια βιβλιοθήκη, στριμωγμένο ανάμεσα σε δύο γιγαντιαίες πολύχρωμες φιγούρες της Αθηνάς και του Ποσειδώνα, που θυμίζουν τις φιγούρες από φελιζόλ στις παρελάσεις των καρναβαλιών.
Η Αθηνά (με τα βαμμένα κόκκινα νύχια) έχει ένα τρομακτικό βλέμμα αποπληξίας, σαν να έχει μόλις πάθει εγκεφαλικό. Απέναντί τους, οι κακότεχνοι ήρωες του 1821 σε έναν τοίχο-φράχτη κάνουν το σύνολο ακόμα πιο φρικιαστικό. Είναι σαν να έχεις βρεθεί σε μια Ντίσνεϊλαντ τρόμου, όπου τα πάντα είναι εγκαταλειμμένα και σε παρακμή, με τη φθορά του χρόνου (και τους βανδαλισμούς) να κάνουν το κάστρο να μοιάζει από κοντά τρομακτικό και στοιχειωμένο.
Σήμερα δεν μπορείς να δεις το εσωτερικό του γιατί οι πόρτες είναι κλεισμένες με κλειδαριές, αλλά κάποτε ήταν κανονικό κάστρο με διαδρόμους, δωμάτια, καμάρες, πολεμίστρες, πανοπλίες, θόλους και κρεμαστές πόρτες, που φτιάχτηκε για κατοικία του ιδιοκτήτη του, ενός από τους πιο εκκεντρικούς και παρεξηγημένους ανθρώπους της Πελοποννήσου, του γιατρού Χαράλαμπου Φουρναράκη (ή Χάρι Φουρνιέ, όπως αναφέρει η επιγραφή δίπλα από την κεντρική είσοδο). Είναι ο ίδιος που έφτιαξε και τον πύργο του Άιφελ στον τόπο καταγωγής του, τα Φιλιατρά, και τη μαρμάρινη υδρόγειο σφαίρα λίγα μέτρα από την κεντρική πλατεία.
Το Κάστρο των Παραμυθιών θεωρήθηκε τόσο σημαντικό μνημείο κακογουστιάς, που στο δυσεύρετο πλέον βιβλίο «Κάτι το "Ωραίον", μια περιήγηση στην ελληνική κακογουστιά» (εκδόσεις Οι Φίλοι του περιοδικού «Αντί», 1984) το στόρι του καλύπτει σχεδόν το 1/5 του βιβλίου. Αυτό που είναι ακόμα πιο δυσεύρετο είναι το βιβλίο που έχει γράψει ο άνθρωπος που το εμπνεύστηκε και το έχτισε με τίτλο «Πώς και γιατί έφτιαξα το Κάστρο των Παραμυθιών στον Αγρίλη».
Ο ίδιος ο Φουρνιέ γράφει στο βιβλίο του: «Πολλοί με ρωτάνε πώς έγινε το Κάστρο των Παραμυθιών; Δηλαδή, τι με έκανε να το φτιάξω; Πώς μου προήλθε η ιδέα να ξοδέψω τόσα χρήματα με τόσο ενθουσιασμό για να γίνουν με τα σχέδιά μου και με την επίβλεψή μου οι έντεκα τρούλοι του, που τόσο επιβλητικά φαντάζουν σήμερα στον όμορφο ορίζοντα σ' ένα από τα ομορφότερα μέρη της Ελλάδας μας. Στο ακρογιάλι του Αγριλιού, ανάμεσα στις πόλεις της Κυπαρισσίας και των Φιλιατρών. Και δεν ρωτάνε μόνο για το κάστρο. Θέλουν να μάθουν τι με έκανε να φτιάξω και το άλογο του Ποσειδώνα. Τα κολοσσιαία ομοιώματα των θεών Ποσειδώνα και Αθηνάς, τους γιγαντιαίους ελληνικούς ληκύθους, το Ηρώο, το καράβι Αργώ, το φτερωτό άλογο Πήγασο, τον Κένταυρο Χείρωνα, το προβαλλόμενο Μουσείο της Λαϊκής Τέχνης κ.λπ. Στην ερώτηση αυτή απαντώ συνήθως πως επηρεάστηκα από την Ιστορία και τη μυθολογία μας, θέλησα να δώσω μια πρακτική έκφραση. Να γνωρίσουμε τα αόρατα από τα ορατά και ότι το αποτέλεσμα αυτής της επιθυμίας μου είναι όλα αυτά. Σ' αυτή την απάντηση πολλές φορές μού λέγουν πως πολλοί ξέρουν μυθολογία και Ιστορία, αλλά δεν φτιάχνουν κάστρα και Ποσειδώνες ή Αθηνές. Και προσθέτουν πως φαίνεται πως θα είχα πολλά, μα πάρα πολλά, χρήματα για να μπορέσω να πραγματοποιήσω αυτό που έφτιαξα. Σε αυτό πάλι απαντώ πως δεν είχα πολλά, μα πάρα πολλά χρήματα στη ζωή μου. Απλώς είχα αρκετά για ν' αρχίσω και να τελειώσω το έργο που φαντάστηκα. [...]
Στον τόπο μας έζησαν οι Ιππότες και χιλιάδες Έλληνες μαζί τους επί 250 χρόνια. Η Κυπαρισσία έχει ακόμη το Κάστρο της που διαλαλεί στον κόσμο το ιστορικό αυτό γεγονός. Γιατί να μη δείξουμε κι εμείς ιστορικά, μέσα σε ένα παλάτι με τους ψηλούς του πύργους, πώς ζούσαν αυτοί οι άνθρωποι; Κι αν φτιάξουμε ένα Κάστρο που να 'χει και λίγο παραμύθι μέσα του δεν θα ήταν ακόμα καλύτερα; Ο Disney στην Αμερική έχτισε ένα τέτοιο κάστρο σε δύο περιοχές και το έμαθε όλος ο κόσμος. Το ίδιο έγινε και στο Τόκυο. Γιατί όχι και στον Αγρίλη; Στον τόπο των ονείρων μου; Στον τόπο που η γιαγιά μου μού έλεγε τα παραμύθια με βασιλιάδες και βασιλοπούλες; Και ο καιρό ήρθε. Ξύπνησε μέσα μου το παιδί. Γιατί όλοι μας, και στα γηρατειά μας ακόμη, κρύβουμε μέσα μας ένα παιδάκι, όπως το βεβαιώνουν σήμερα όλοι οι ψυχολόγοι. Ξύπνησε το παιδάκι, λοιπόν. Και το αποτέλεσμα ήταν να χτισθεί το Κάστρο των παραμυθιών. Ο Αλφρέ ντε Βινύ γράφει πως "επιτυχημένη και ζηλευτή ζωή μπορεί να πει πως έχει ζήσει ο άνθρωπος εκείνος, όταν μπορέσει τα ωραία του παιδικά όνειρα να τα πραγματοποιήσει αργότερα, στα χρόνια της ώριμης ηλικίας του". Με ένα λόγο, όταν μπορέσει κανείς να πραγματοποιήσει ό,τι ονειρεύτηκε μικρός.
Το κάστρο λοιπόν και το άλογο του Ποσειδώνα και τα τόσα άλλα πράγματα έγιναν γιατί το ατραυμάτιστο παιδί, ο Μπάμπης Φουρναράκης, που δούλεψε στα ξένα (σημ. στο Παρίσι και το Σικάγο) πενήντα ολόκληρα σκληρά και ακατάπαυστα χρόνια, που ούτε Χριστούγεννα ούτε Πάσχα έπαψε να εργάζεται και δεν του έφυγε ούτε μία στιγμή από αδιαφορία ή οκνηρία, που έδειξε ζήλο στη δουλειά του και κέρδισε χρήματα στην πλούσια και παρεξηγημένη εκείνη χώρα που λέγεται Αμερική, βρήκε την ώρα να τα χρησιμοποιήσει για να χτίσει Βιβλιοθήκη και Θέατρο και Γήινη σφαίρα και Άιφελ και Κάστρο και Μουσείο...».
Έρημο και παρατημένο στη φθορά και στη σήψη, το Κάστρο των Παραμυθιών είναι άγνωστο για πόσο καιρό θα αντέξει ακόμα, χωρίς κανείς να ενδιαφέρεται να το συντηρήσει. Μπορεί να είναι κακόγουστο, με ένα σωρό αταίριαστα στοιχεία από τη δυτική ιστορία, την ελληνική μυθολογία και την Ελληνική Επανάσταση, αλλά είναι κάτι μοναδικό, ένα κτίριο που δεν θα συναντήσεις πουθενά αλλού στην Ελλάδα. Φεύγοντας, ο τρόμος και η διάθεση να χλευάσεις όσα έχεις δει μετατρέπονται σε μια αδιόρατη θλίψη για το όνειρο κάποιου ανθρώπου που κατάφερε να πραγματοποιηθεί, αλλά σιγά-σιγά γίνεται συντρίμμια...
Πάντως, οι εκπλήξεις της Τριφυλίας δεν έχουν τελειωμό, και αν η απογευματινή βόλτα στο Κάστρο των Παραμυθιών έχει ενδιαφέρον, η επίσκεψη στο Ασκηταριό των Γαργαλιάνων, λίγα χιλιόμετρα πιο νότια, είναι κάτι που δεν ξεχνάς ποτέ. Πραγματική εμπειρία!
Το Ασκηταριό είναι ένα ερημωμένο μοναστήρι που στην πραγματικότητα δεν υπήρξε ποτέ μονή γιατί δεν αναγνωρίστηκε επίσημα από την Εκκλησία, είναι ωστόσο κάτι μοναδικό ως σύμπλεγμα κτιρίων και ως στόρι. Το δημιούργημα ενός εργάτη γης από το χωριό Σούλιο της Μεγαλόπολης, του Αθανάσιου Στράγκα, που στα 27 του παράτησε γυναίκα και πέντε παιδιά για να εγκατασταθεί σε ένα μικρό σπήλαιο στο δύσβατο δάσος νότια των Γαργαλιάνων ήταν μόνο η αρχή.
Με προσωπική εργασία διαπλάτυνε το σπήλαιο, έφτιαξε ναό και κελιά, ακόμη και υδραυλικό σύστημα για να μαζεύει από τον βράχο τα νερά της βροχής, και από το 1887 μέχρι το 1937, που έχασε τη ζωή του από ατύχημα, έφτιαξε ένα ασκηταριό που έπιασε μεγάλο μέρος της πλαγιάς, διαμορφωμένο με έναν τρόπο αλλόκοτο, που δεν θυμίζει κανένα άλλο μοναστήρι.
Μετά τον θάνατό του το μοναστήρι ερήμωσε γιατί κανείς από τους κληρονόμους του δεν ήταν διατεθειμένος να ζήσει στην άγρια φύση των Γαργαλιάνων. Τότε δεν υπήρχε καν δρόμος μέχρι εκεί ‒ ακόμα και σήμερα ο δρόμος είναι τόσο κακοτράχαλος, που μπορείς να πας μόνο με 4x4 ή με τα πόδια.
Το έργο του συνέχισε ένα από τα εγγόνια του, ο αρχιμανδρίτης Θεόκλητος Στράγκας, το 1968 και το μοναστήρι, όπως είναι σήμερα, ολοκληρώθηκε το 1988. Αρχιτέκτονας και εργολάβος του έργου ήταν ο ίδιος ο αρχιμανδρίτης, ο οποίος έφτιαξε κάτι που θυμίζει περισσότερο ένα παρανοϊκό σύμπλεγμα κτισμάτων, με σκοτεινούς διαδρόμους που δεν οδηγούν πουθενά, αμέτρητα μικροσκοπικά κελιά σε πολλά επίπεδα που επικοινωνούν με κήπους σε ταράτσες και σκάλες, αμέτρητες σκάλες που σε ανεβάζουν σε μυστικά τριγωνικά δωμάτια και αυτόνομες «γκαρσονιέρες» με κουζίνα και μπάνιο που έχουν απίστευτη θέα στον μεσσηνιακό κάμπο.
Αν δεν σημειώνεις τη διαδρομή που ακολουθείς, είναι δύσκολο να ξαναβρείς την κεντρική είσοδο και μπορεί να περιπλανιέσαι μέσα στο κτίριο για ώρες. Οι νυχτερίδες στα σκοτεινά δωμάτια και η πυκνή βλάστηση στις ταράτσες από συκιές και ντόπιες βελανιδιές που ξεφυτρώνουν από τα μωσαϊκά και δυσκολεύουν τη μετακίνηση κάνουν το σκηνικό ανατριχιαστικό ακόμα και το μεσημέρι.
Ανεβαίνοντας όμως στο πιο ψηλό επίπεδο, σε μια ταράτσα χωμένη μέσα στην πλαγιά του βουνού που βλέπει μέχρι τη θάλασσα, καταλαβαίνεις γιατί ο παππούς Στράγκας επέλεξε το συγκεκριμένο μέρος για να ασκητέψει, ξεχνώντας και ανατριχίλες και φόβους.
Στον χώρο του Μοναστηριού του Ασκητή έχει γυριστεί η ταινία «Οι Ιππείς της Πύλου» του Νίκου Καλογερόπουλου με πρωταγωνιστές τον ίδιο και τον Τάκη Σπυριδάκη, εκεί όμως δεν φαίνεται το πραγματικό μέγεθος και η πολυπλοκότητά του. Τα ασύμμετρα επίπεδα, οι πολλές πύλες και τα αμέτρητα κελιά δείχνουν ότι δαπανήθηκαν πολλά λεφτά για να ολοκληρωθεί αυτή η υπερκατασκευή, ο λόγος που χτίστηκε, δε, παραμένει μυστήριο. Δύσκολα μπορείς να πιστέψεις ότι ο άνθρωπος που το σχεδίασε είχε στο μυαλό του μια μονή και όχι τη βίλα του Σαλό. Και ο ιδιώτης που την αγόρασε πρόσφατα σίγουρα δεν έχει σκοπό να τη μετατρέψει σε μοναστήρι.
σχόλια