Κάποια στιγμή στη σχολική μου ζωή, προ αμνημονεύτων, είχαμε μάθει το κλέφτικο τραγούδι που ξεκινάει κάπως έτσι: Ο Όλυμπος κι ο Κίσσαβος, /τα δυο βουνά μαλώνουν /το ποιο να ρίξει τη βροχή, /το ποιο να ρίξει χιόνι. /Ο Κίσσαβος ρίχνει βροχή κι ο /Όλυμπος το χιόνι. Σε αυτήν τη στροφή, που είχα μηχανικά απομνημονεύσει, συμπυκνώνονται όλες οι πληροφορίες που είχα για το εριστικό βουνό, καθώς καλά καλά δε γνώριζα ούτε πού ακριβώς βρίσκεται. Έχετε πάει ποτέ διακοπές ρίχνοντας το δάχτυλο τυχαία σε κάποιο σημείο του χάρτη; Κάπως έτσι αρχίσαμε να ψάχνουμε, σχεδόν στα τυφλά, αρχές Αυγούστου για κάποιον οδικό προορισμό σχετικά κοντά, όχι απαραίτητα με θάλασσα, αρκεί να υπάρχει... δωμάτιο. Η αναζήτηση στο Booking σύντομα απέβει άκαρπη και έχοντας μόλις ακυρώσει μια σειρά κρατήσεων στην Ιταλία μέσω Airbnb, είπαμε να ρίξουμε κι εκεί μια ματιά και εγένετο φως! Στο Μεταξοχώρι Αγιάς που βρίσκεται στις παρυφές του Κισσάβου -γεγονός που αγνοούσαμε- είχαμε βρεθεί τυχαία περαστικοί, για πέντε λεπτά πριν χρόνια, στην καρδιά του χειμώνα, και το μόνο που θυμόμουν ήταν ότι είχα αιφνιδιαστεί από την ομορφιά του. Τα ορεινά χωριά τα αγαπάμε και λίγο πολύ τα γνωρίζουμε, ο Κίσσαβος όμως μας είχε ξεφύγει για τα καλά. Το Αρχοντικό του λόγιου Θεόδωρου Χατζημιχάλη, κτίσμα του 19ου αιώνα, που φιγουράριζε στο site, με έκανε να ξεπεράσω τους ενδοιασμούς μου: ήταν τόσο εντυπωσιακό που ξέχασα αμέσως την ανησυχία που μου προκαλούσε η σκέψη της συγκατοίκησης με τους ιδιοκτήτες του, καθώς δεν είχαμε επιχειρήσει ξανά κάτι τέτοιο.
Στο χωριό θα δείτε κι άλλα αρχοντικά καθώς και ενδιαφέρουσες εκκλησίες, ενώ οι ντόπιοι ως αξιοθέατα θα σας δείξουν και τα σπίτια της Άννας Βαγενά, του Μποστ και του Θανάση Παπακωνσταντίνου. Χάρη σε αυτούς, αλλά και σε συγγραφείς που το έχουν επιλέξει, το Μεταξοχώρι τα τελευταία χρόνια χαρακτηρίζεται και ως χωριό των καλλιτεχνών
Ξεκινήσαμε για το χωριό με τον πήχη εξαιρετικά χαμηλά, έχοντας περάσει ένα δύσκολο καλοκαίρι και αναζητώντας μια ανάσα ή έστω μισή –τουλάχιστον να ξεκουραστούμε. Μόλις φτάσαμε, ξέραμε ήδη ότι θα επανέλθουμε χωρίς να έχουμε δει σχεδόν τίποτα. Τι εννοώ; Υπάρχει ένα χαρακτηριστικό που πάντα αναζητάμε στα χωριά το καλοκαίρι: η δροσερή πλατεία με τα πλατάνια. Όταν την βρίσκουμε η επιτυχία είναι εξασφαλισμένη και το Μεταξοχώρι, ένας από τους παραδοσιακούς οικισμούς του Νομού Λάρισας, όχι μόνο τη διαθέτει αλλά δίπλα της κυλάει ο ποταμός Άμυρος που διασχίζει το χωριό. Κάθε βράδυ καθόμαστε μέχρι αργά στο δημοτικό καφενείο με τις συμβολικές τιμές, δίπλα στο οποίο βρίσκεται και η ταβέρνα, που φτιάχνει εξαιρετικές πίτσες. Εκτός από το αρχοντικό που μείναμε, στο οποίο υπάρχει διατηρημένο και επισκέψιμο το παραδοσιακό κηροπλαστείο της οικογένειας που λειτουργούσε μέχρι πριν από μερικά χρόνια, στο χωριό θα δείτε κι άλλα αρχοντικά καθώς και ενδιαφέρουσες εκκλησίες, ενώ οι ντόπιοι ως αξιοθέατα θα σας δείξουν και τα σπίτια της Άννας Βαγενά, του Μποστ και του Θανάση Παπακωνσταντίνου. Χάρη σε αυτούς, αλλά και σε συγγραφείς που το έχουν επιλέξει, το Μεταξοχώρι τα τελευταία χρόνια χαρακτηρίζεται και ως χωριό των καλλιτεχνών. Οι Νερόμυλοι είναι ένα κοντινό χωριό που αξίζει κανείς να επισκεφθεί για να δει το ρωμαϊκό λουτρό και τα υδροτριβεία, ενώ σχεδόν ενωμένη με το Μεταξοχώρι είναι η Αγιά, σε περίπτωση που σας λείψουν τράπεζες, σούπερ μάρκετ, μπαράκια και ό,τι άλλο διαθέτει μια νοικοκυρεμένη και αρκετά γραφική κωμόπολη –στην πλατεία υπάρχει κι ένα από τα παλαιότερα καφενεία στην Ελλάδα, που ήταν από τα πρώτα όπου έγιναν κινηματογραφικές προβολές.
Το πρώτο βράδυ μας ενημέρωσαν ότι στο Μεγαλόβρυσο, που βρίσκεται λίγα λεπτά με το αυτοκίνητο και 300 μέτρα ψηλότερα από το Μεταξοχώρι, στην πλατεία που πληροί τις αναγκαίες προϋποθέσεις είχε πανηγύρι. Η πληροφορία αυτή, σε συνδυασμό με τις καλές συστάσεις για τα κρέατα της περιοχής, μας έκανε να βρεθούμε καμαρωτοί και αμήχανοι ανάμεσα σε άπειρα τραπέζια γεμάτα ή κρατημένα από τους ντόπιους που ανυπομονούσαν να ακούσουν κλαρίνα και το «αηδόνι της Θεσσαλίας», όπως μας τη σύστησαν, τη Σούλα Δέλλιου. Σε μια ακρούλα τακτοποίησαν κι εμάς και από απόσταση ασφαλείας για τα τύμπανα των αυτιών μας ακούσαμε από Χατζιδάκι, Ξαρχάκο και Θεοδωράκη σε ελαφρώς σουρεαλιστική ορχηστρική εκτέλεση, μέχρι «Τα Καπνά», το μεγάλο σουξέ της Δέλλιου, που όπως εκ των υστέρων διαπιστώσαμε έχει ξεπεράσει τις 700.000 προβολές στο YouTube! Οφείλω να ομολογήσω ότι δεν περάσαμε κι άσχημα, το πρόβειο κεμπάπ στη σούβλα ήταν τέλειο και επιπλέον φάγαμε και μαλλί της γριάς.
Το Μεταξοχώρι, το αρχοντικό με την καταπράσινη αυλή αλλά και οι ιδιοκτήτες του με τη διακριτικότητα και τη ζεστή τους φιλοξενία, μας είχαν ενθουσιάσει. Το επόμενο κρίσιμο και καθοριστικό τεστ ήταν η θάλασσα. Τη χρονιά που είχαν κλείσει τα Τέμπη, είχαμε βασανιστεί οδηγώντας μέσω Αγιόκαμπου και είχαμε εντοπίσει την παραλία του που εκτείνεται σε μήκος χιλιομέτρων, δεν την είχαμε όμως δει από κοντά. Διασχίζοντας κτήματα με μηλιές, ροδακινιές, καστανιές, έναν πραγματικό κήπο της Εδέμ, φτάσαμε εύκολα και ξεκούραστα στη θάλασσα μέσα σε δεκαπέντε λεπτά. Στον Αγιόκαμπο υπάρχουν τα πάντα: ελεύθερη παραλία, beach bars, γήπεδα beach volley, ταβέρνες, κλαμπ, σουβλατζίδικα –κάγκουρες, αθλητικοί τύποι, ζευγαράκια, μονόχνωτοι, οικογένειες, όλοι μπορούν να βρουν αυτό που ψάχνουν. Εμείς ψάχναμε την ησυχία μας και σκιά και παρότι Σάββατο καταφέραμε να τα βρούμε. Πληρώνοντας μόνο τον καφέ μας, ο οποίος συνοδευόταν από εμφιαλωμένο νερό, αράξαμε στις ξαπλώστρες ενός χαλαρού beach bar, έχοντας φροντίσει προηγουμένως να πάρουμε προμήθειες από τον φούρνο του Καρδάρα, που αν κατάλαβα καλά είναι ο πιο δημοφιλής στην περιοχή και όχι άδικα. Ξανθιά χοντρή άμμος και γαλαζοπράσινα κρυστάλλινα νερά ήταν το κερασάκι στην τούρτα, καθώς για πρώτη φορά μια επιλογή απελπισίας αποδεικνυόταν εξαιρετικά εύστοχη.
Όταν επιστρέψαμε στο χωριό ενθουσιασμένοι από το απολαυστικό μπάνιο, ο Δημήτρης, ο σπιτονοικοκύρης μας, υποστήριξε ότι ο Ρακοπόταμος θα μας αρέσει ακόμα περισσότερο, οπότε την επομένη ξεκινήσαμε για την εξωτική, σύμφωνα με τις περιγραφές, παραλία που απείχε περίπου μισή ώρα. Το όνομά της οφείλεται στον χείμαρρο που χύνεται εκεί, ενώ ουσιαστικά πρόκειται για τρεις συνεχόμενες παραλίες με χρυσαφιά άμμο και υπέροχα νερά –η πιο απομακρυσμένη μας είπαν ότι προσφέρεται και για γυμνισμό. Υπάρχει ένα μικρό καφέ μπαρ που κατεβάζει μερικές ξαπλώστρες, ενώ το απόγευμα το βουνό ρίχνει σταδιακά τη σκιά του στην αμμουδιά, για όσους αποφεύγουν εντελώς τον ήλιο. Επιστρέφοντας κάναμε μια στάση για θαλασσινά στο Κάτω Πολυδένδρι, στο «Μπαλκόνι στο Αιγαίο», για το οποίο μας είχαν πει τα καλύτερα. Πήγαμε με μια επιφύλαξη, γιατί ως νησιώτες είμαστε καχύποπτοι και λίγο δύσκολοι, ό,τι πήραμε όμως ήταν φρεσκότατο και καλομαγειρεμένο, όσο για τις τιμές ήταν εξαιρετικά τίμιες. Την επόμενη μέρα ακολουθήσαμε το ίδιο ακριβώς πρόγραμμα –ομάδα που κερδίζει δεν την αλλάζεις.
Ένα πρωινό αφιερώσαμε στη Λίμνη Κάρλα η οποία, μετά την αποξήρανσή της που είχε δυσμενείς επιπτώσεις στο οικοσύστημα της περιοχής, σήμερα βρίσκεται σε διαδικασία αναδημιουργίας και έχει μετατραπεί σε υδροβιότοπο. Αφού χαζέψαμε πελεκάνους, ερωδιούς, αλλά και αγελάδες που έβοσκαν στην περίμετρο της λίμνης, ξεκινήσαμε για το Κεραμίδι Πηλίου, το σχεδόν άγνωστο χωριό που βρίσκεται στο βορειοανατολικότερο άκρο του νομού Μαγνησίας. Στην καρδιά του οικισμού, στην πλατεία «Αλωνάκι» κάτω από τα πλατάνια, ήπιαμε ένα παγωμένο τσίπουρο που συνοδευόταν από ένα βουναλάκι σπιτικά τσιτσίραβλα και στη συνέχεια κατηφορίσαμε προς το Καμάρι, όπου μας περίμενε άλλη μια εξαιρετική παραλία που ήρθε να προστεθεί στις θετικές εκπλήξεις. Στο Μεταξοχώρι, το χωριό που χρωστά το όνομά του και την οικονομική άνθιση του παρελθόντος στην εκτροφή του μεταξοσκώληκα, πήγαμε για τρεις μέρες, μείναμε πέντε και θα ξαναπάμε με την πρώτη ευκαιρία. Μερικές φορές, τελικά, όταν κρατάς μικρό καλάθι βρίσκεις πολλά κεράσια.
σχόλια