Δεν είχε μπει καλά καλά ο Ιούλιος του '12 όταν πάτησα το πόδι μου στη Δυτική Αυστραλία για πρώτη φορά και οι 33 βαθμοί της Αθήνας έδωσαν τη θέση τους στους 18 του Περθ, ή αλλιώς της Πέρθης, όπως επιμένουν να λένε οι παλιότεροι.
Μόλις είχα αφήσει την πατρίδα για να ζήσω το κλισαρισμένο πακέτο του μετανάστη στη χώρα των καγκουρό και των λευκών καρχαριών. Η χρονιά μέχρι τότε δεν μου είχε φερθεί σωστά επί ελληνικού εδάφους και ο συνδυασμός ενός τροχαίου ατυχήματος και της γενικότερης κρίσης με έπεισε να το ρίξω στις αιτήσεις για υποτροφίες στο εξωτερικό. Αυτή που έκατσε έτυχε να είναι σε μέρος που είχα έναν απόδημο θείο, αυτόν που κάθε Έλληνας έχει κάπου ξεχασμένο, οπότε αποφάσισα να φύγω μόλις κυκλοφόρησε το δεύτερο μυθιστόρημά μου.
Περιπέτεια, σκέφτηκα, και μπήκα στο αεροπλάνο. Άφησα το καλοκαίρι για να πάω σε χειμώνα, αλλά, πίστεψέ με, ο καιρός στην Αυστραλία σε κοροϊδεύει, γιατί ποτέ ουσιαστικά δεν έχει κρύο. Η πρώτη επαφή, λοιπόν, ένιωσε γλυκιά, σχεδόν γνώριμη.
Την επομένη έτρεξα στην παραλία του Cottesloe και έκανα πρώτη φορά σερφ μετά το ατύχημά μου. Όσο και να θες να με κράξεις, είχε δελφίνια κι ερχόντουσαν σαν ήμερα αδέσποτα κοντά να τα χαϊδέψεις. Άλλο ένα τιπ στη λίστα με τα πράγματα που πρέπει να κάνεις πριν τα τινάξεις, σκέφτηκα.
Μόλις φτάνεις σε έναν κόσμο 18.000 χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι σου τα πάντα έρχονται άνω-κάτω. Ξεχνάς ότι ξαφνικά πέφτεις πολλά ταξικά επίπεδα, μηδενίζεις το κοντέρ κι ελπίζεις να φτάσεις εκεί που ήσουν πριν τα διαγράψεις όλα. Εγώ, ευτυχώς, από την πρώτη μέρα είχα μια οικογένεια να με προσέξει, και δεν μιλάω για θείους και διασπορές. Δεν μιλάω για τον αυστηρότατο θείο μου, που δεν είχα ζήσει ποτέ, ούτε για τις παράλογες απαιτήσεις του που ένας 30χρονος πλέον δεν σήκωνε. Μιλάω για τους Perth Café Racers. Κοίτα να δεις που το book trailer του Shoot Me (ένα τελευταίο κλικ) έπεσε τυχαία στις οθόνες τους κι ενθουσιάστηκαν. «Έρχεσαι Περθ; Ό,τι θες, εμείς» μου είπε ο Rex Havoc (ναι, όλοι έχουν τέτοια παρατσούκλια) και του έστειλα μια αγγελία για μια μοτοσικλέτα, ένα XJ του '85. Τη μέρα που προσγειώθηκα ήρθε να μου αφήσει τα κλειδιά της στο σπίτι. «Μου τα δίνεις όταν έχεις» είπε.
Μη φανταστείς, το αρχικό κεφάλαιο της κερδισμένης υποτροφίας ξοδεύτηκε πολύ γρήγορα σε μηχανή, ένα κατεστραμμένο (αλλά συνάμα πανέμορφο) Toyota Corona του '79 και σε μια σανίδα σερφ. Την επομένη έτρεξα στην παραλία του Cottesloe και έκανα πρώτη φορά σερφ μετά το ατύχημά μου. Όσο και να θες να με κράξεις, είχε δελφίνια κι ερχόντουσαν σαν ήμερα αδέσποτα κοντά να τα χαϊδέψεις. Άλλο ένα τικ στη λίστα με τα πράγματα που πρέπει να κάνεις πριν τα τινάξεις, σκέφτηκα.
Το φθινόπωρο, δηλαδή η άνοιξη, πέρασε γρήγορα στο Περθ. Η πρωτεύουσα της Δυτικής Αυστραλίας δεσπόζει στον Ινδικό Ωκεανό, με μια ατελείωτη παραλία στα δυτικά και έρημο στα ανατολικά, οπότε καταλαβαίνεις ότι τα πάντα πνιγόντουσαν στην άμμο.
Ο κόσμος χαλαρός, σαν Μεξικανοί τιμούσαν τη σιέστα και δεν πέθαιναν στη δουλειά. Με ρωτούσαν φίλοι, δηλαδή πώς είναι, σαν την Αθήνα; Όχι. Σαν τη Θεσσαλονίκη; Όχι. Ήταν σαν μια Πάτρα με ενάμισι εκατομμύριο πληθυσμό από ζάπλουτους εργάτες και fit ξανθιές. Μια πόλη που βασίζει το 100% της οικονομίας της στα ορυχεία που βρίσκονται διάσπαρτα στην πολιτεία και όπου η υπόλοιπη χώρα στηρίζεται για να παραμένει crisis-free από τις αρχές του 1990 (ας είναι καλά οι Κινέζοι που αγοράζουν αβέρτα πρώτη ύλη).
Οπότε, σε αυτή την πόλη, αν γίνεις οδηγός φορτηγού ή καθαριστής, μπορείς και βγάζεις 120.000 τον χρόνο, άρα γιατί να σπουδάσεις και να γίνεις γιατρός; Ακριβώς. Καλύτερα κηπουρός παρά δικηγόρος, και γι' αυτό τα λεφτά δεν σήμαιναν τίποτα σε αυτούς – όμως πολλά σ' εμένα, που δεν είχα ούτε το κεφάλαιο, ούτε ίσες ευκαιρίες.
Μια πόλη εκ διαμέτρου αντίθετη με τα ανατολικά και τη φουλ ελληνική Μελβούρνη δεν τα πήγαινε πολύ καλά με τους μετανάστες, ειδικά τους Έλληνες, που δεν είχε πολυσυνηθίσει να βλέπει. Μια ελληνική κοινότητα με πολλούς Καστελοριζιούς υπήρχε όλη κι όλη, που είχε μέσα στα κεντρικά τους γραφεία αυτόγραφο του Τζέραρντ Μπάτλερ από τους 300. Τέτοια φάση. Πήγα στον επιτάφιο και προσπάθησαν να με προξενέψουν σε μια 13χρονη, οπότε αποφάσισα να μείνω με τους μηχανόβιους. Καλύτερα!
Τα καλοκαιρινά φεστιβάλ ξεκινάνε πρώτα εκεί, όταν στον υπόλοιπο κόσμο έχει παγωνιά και στα βουνά άσπρες νιφάδες. Τον Δεκέμβρη ο υδράργυρος χτυπούσε σαραντάρια και όλη η πόλη ήταν από το πρωί ως το βράδυ στο Cottesloe ή σε κάποιο summer festival, όπως το κλασικό Big Day Out ή το φανταστικότατο-σιγά-το-Πριμαβέρα Southbound, με σαγιονάρα και στάμπι, δηλαδή μπιρίτσα, στο χέρι. Στα 'στραλέζικα όλα τελειώνουν σε -ι, βλέπεις. Δεν πήγαινες για μπρέκφαστ στο Λίντερβιλ, αλλά για μπρέκι στο Λίντι.
Εκεί είχε και μια γιγαντιαία δεξαμενή που έδειχνε τα αποθέματα νερού της πόλης και σου υπενθύμιζε ότι απαγορεύεται να ποτίζεις το γκαζόν σου και να κάνεις ντους πάνω από 2 λεπτά. Όταν ζεις στην έρημο, το νερό είναι χρυσός, και ο χρυσός ουσιαστικά άχρηστος. Και από τέτοιον είχε η Δυτική Αυστραλία μπόλικο.
Την Πρωτοχρονιά φύγαμε σαράντα μηχανές για να πάμε για μπίρες στο Swan Valley. Μαύρα κράνη κάτω από ήλιο που άγγιξε τους 47 βαθμούς (και η ΕΜΥ της Αυστραλίας αναγκάστηκε να εισαγάγει νέο χρώμα στους χάρτες θερμοκρασίας) οδήγησαν σε μια αλλαγή του χρόνου με θερμοπληξία και τον Αϊ-Βασίλη να βράζει στον ιδρώτα του. Αλλά το συνηθίζεις, και μάλλον μετά τον Φεβρουάριο, που η θερμοκρασία πέφτει, σου λείπει και λίγο αυτή η αυστραλέζικη κόλαση. Εγώ εκμεταλλεύτηκα το καλοκαίρι και έκανα σερφ το πρωί κι έγραφα το βράδυ – και κάπως έτσι οι εμπειρίες μου στο Περθ συνδυάστηκαν με παλιότερες από την Αμερική και γεννήθηκε το Flat Track.
To δεύτερο καλοκαίρι μου έφυγε κάπου τότε, και άφησε όμως πίσω του συντρίμμια: επέστρεψα στο σπίτι μετά από ένα ταξίδι στη Μελβούρνη για το μελλοντικό μου PhD για να βρω τα πράγματά μου στον δρόμο και την πόρτα κλειδωμένη μετά από ώρες προσβολών από άνθρωπο που μοιραζόμουν το ίδιο αίμα – τελικά γίνεται νερό. Άφραγκος και χωρίς σπίτι, έπρεπε να πουλήσω ό,τι κάποτε λεγόταν υποτροφία.
Κοιμήθηκα στο αμάξι, σε καναπέδες, στην παραλία, μέχρι που έβγαλα τα πάντα στο σφυρί και μπήκα σε νέα τροχιά επιβίωσης. Συνεχίζοντας το κλισέ, έπιασα δουλειά λάντζα Τετάρτη και Πέμπτη που δεν είχα πανεπιστήμιο, και κάθε Κυριακή ως pit crew mechanic στους αγώνες στο Barbagallo Racetrack. Το δεύτερο καλοκαίρι είχε τελειώσει και ανυπομονούσα να έρθει το τρίτο, γιατί για μένα θα σήμαινε τέλος σε αυτό το χάος.
Όταν μπήκε ο Ιούνιος κατάλαβα ότι βγήκα μέσα από μια βιβλιοθήκη μετά από πέντε μήνες, πέντε χιλιάδες πλυμένα πιάτα και πενήντα χιλιάδες λέξεις ενός thesis. Ο βαθμός που κυνήγησα έκατσε, το Flat Track κυκλοφόρησε μετά από χίλια μύρια προβλήματα από μια τοπική εκδοτική στο Fremantle και ήμουν έτοιμος να την κάνω από το Περθ.
Οι Perth Café Racers ήταν εκεί από την πρώτη μέρα. Όταν έμεινε η μηχανή, είχαν έρθει με μπουκάλι κρασί και κατσαβίδια στη μέση της South Street, όταν δεν είχα σπίτι να μείνω, πρόσφεραν καναπέ και όταν ήμουν έτοιμος να φύγω, αποφάσισαν να μου δώσουν ό,τι εφόδιο μπορούσαν για να προμοτάρω το βιβλίο ανατολικά αλλά και στην Ευρώπη – ήταν, κατά κάποιον τρόπο, και δικό τους.
Και κάπως έτσι το τρίτο καλοκαίρι είναι εκεί που ξεκίνησαν όλα, στην Αθήνα, με τους Περθιανούς να φαντάζουν ανάμνηση παιδική. Αλλά δεν είναι το τέλος της Αυστραλίας αυτό. Θα ξαναπάω, προφανώς, αν και ανατολικά αυτήν τη φορά. Αλλά όχι ακόμα. Το καλοκαίρι, το τέταρτο σερί καλοκαίρι δηλαδή.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 31.7.2013
σχόλια