Μπορεί η εγχώρια εβραϊκή κοινότητα να αριθμεί σήμερα μόλις μερικές χιλιάδες ψυχές, έχει όμως μακρά και αξιόλογη παρουσία στον ελλαδικό χώρο. Επιγραφικά μνημεία και μαρτυρίες έχουμε από την αρχαιότητα τόσο στα νησιά, όσο και στην ηπειρωτική χώρα, ενώ σημαντικές ιουδαϊκές κοινότητες όπως της Κορίνθου, των Φιλίππων και της Βέροιας μνημονεύονται στις Πράξεις των Αποστόλων (η διαφορά των όρων «Ιουδαίοι/ιουδαϊκός-ή-ό» από τους όρους «Εβραίοι/εβραϊκός-ή-ό» είναι χρονολογική, γλωσσολογική και γεωγραφική – οι πρώτοι αναφέρονται κατά βάση στην περίοδο μέχρι και τον 2ο αι. μ.Χ., οι δεύτεροι σε εκείνη μετά τον 7ο μ.Χ. αι. κυρίως).
Η πρωιμότερη σωζόμενη ιουδαϊκή επιγραφή (300-250π.Χ.) βρέθηκε στο Αμφιάρειο, είναι σε ελληνική γραφή και φυλάσσεται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ωρωπού. Στο κείμενο, που είναι χαραγμένο σε μαρμάρινη πλάκα, καταγράφεται η απελευθερωτική πράξη του Ιουδαίου Μόσχου, γιου του Μοσχίωνος, πρώην σκλάβου.
Ένα ακόμα ενδιαφέρον στοιχείο που παραθέτει ο ιστορικός Ιώσηπος είναι ότι εκείνη πάνω-κάτω την εποχή, τον 2ο π.Χ. αιώνα, στην Αγορά της Αθήνας είχε ανεγερθεί ορειχάλκινο άγαλμα προς τιμή του Ιουδαίου ηγεμόνα Υρκανού Α', με τον οποίο η πόλη διατηρούσε διπλωματικές σχέσεις.
Οι μαζικές εκτοπίσεις στη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής κόντεψαν να εξαλείψουν παντελώς τους Έλληνες Εβραίους ακόμα και ως μνήμη. Μόλις τις τελευταίες δεκαετίες άλλωστε εντάχθηκαν «επίσημα» στην εθνική ιστορική αφήγηση.
Τους επόμενους αιώνες η εβραϊκή παρουσία στον ελλαδικό χώρο ενισχύεται, οι δε σχετικές επιγραφές -είτε στην ελληνική, είτε την εβραϊκή, είτε δίγλωσσες, είτε στη σαμαρείτικη γραφή, σπανιότερα με λατινικούς χαρακτήρες- πολλαπλασιάζονται.
Συνήθως απαντώνται σε ταφικά μνημεία και χώρους λατρείας (μαρμάρινες ή πέτρινες επιτύμβιες ή αναθηματικές στήλες, εγχάρακτες επιγραφές σε αντικείμενα λατρείας ή σε καλλιτεχνήματα όπως τα περίτεχνα ψηφιδωτά των ερειπωμένων σήμερα συναγωγών στην Αίγινα και τη Χίο). Πολλές φορές συνοδεύονται από διακοσμητικά μοτίβα ή/και χαρακτηριστικά θρησκευτικά σύμβολα όπως η επτάφωτη λυχνία, η κιβωτός, το κλαδί φοινικιάς, το κέρας του κριαριού και το κίτρο.
Εντούτοις η συστηματική καταγραφή τους αφενός υπήρξε αποσπασματική, αφετέρου τόσο η ελληνοεβραϊκή (ρωμανιώτικη και σεφαραδίτικη) κοινότητα όσο και η ιστορική κληρονομιά της έμελλε να περάσουν αρκετές δοκιμασίες.
Τον 15ο αιώνα δεκάδες χιλιάδες Σεφαραδίτες Εβραίοι που εκδιώχθηκαν από την Ιβηρική χερσόνησο κατέφυγαν στην οθωμανική τότε Θεσσαλονίκη. Οι μαζικές εκτοπίσεις στη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής κόντεψαν να εξαλείψουν παντελώς τόσο εκείνους όσο και συνολικά τους Έλληνες Εβραίους ακόμα και ως μνήμη.
Μόλις τις τελευταίες δεκαετίες άλλωστε εντάχθηκαν «επίσημα» στην εθνική ιστορική αφήγηση αν και όχι πάντα ομαλά, όπως πιστοποιούν οι τακτικοί βανδαλισμοί νεοτέρων αλλά και παλιότερων εβραϊκών μνημείων καθώς επίσης η ευρεία διάδοση αντισημιτικών απόψεων.
«Η ίδια η συγκέντρωση και η επεξεργασία του υλικού ήταν δύσκολο εγχείρημα, κάποιες στιγμές πιστέψαμε ότι η έκδοση δεν θα ολοκληρωθεί ποτέ, εντέλει όμως τα καταφέραμε!», λέει με φανερή ικανοποίηση η διευθύντρια του Εβραϊκού Μουσείου Ελλάδος Ζανέτ Μπατίνου η οποία συνέλαβε την αρχική ιδέα του Corpus Inscriptionum Judaicarum Graeciae (CIJG).
Μνημονεύονται επίσης οι αρχαιολόγοι, οι ειδικοί επιστήμονες, Έλληνες και ξένοι καθώς και οι κατά τόπους αρχαιολογικές εφορείες, τα μουσεία και οι ξένες αρχαιολογικές σχολές που συνέδραμαν στην ολοκλήρωση του μνημειώδους αυτού έργου, το οποίο προβλέπεται να ψηφιοποιηθεί αλλά και να συμπληρωθεί με τυχόν ευρήματα που δεν είχαν αρχικά περιληφθεί.
Ένα επιπλέον εμπόδιο στην ολοκλήρωση του CIJG ήταν ότι οι αρχαιολογικοί χώροι όπου ανευρίσκονται επί τόπου εβραϊκές επιγραφές σπανίζουν – οι περισσότερες εντοπίζονται σε δεύτερη χρήση, κάτι που δυσχεραίνει την ιστορική έρευνα, προσφέρουν ωστόσο σημαντικές πληροφορίες για την τυπολογία, την εικονογραφική παράδοση, τη γλώσσα και την ονοματολογία των επιτύμβιων μνημείων.
Το πεδίο μελέτης της εν Ελλάδι ιουδαϊκής διασποράς γνωρίζει, διαβάζω, αξιοσημείωτη άνθιση τα τελευταία χρόνια με τη συγγραφή πολλών επιστημονικών άρθρων, μελετών και μονογραφιών, χάρη και στη δημοσίευση του Inscriptiones Judaicae Orientis Vol. I & II (εκδ. Mohr Siebeck 2011/2004).
Η ταξινόμηση των επιγραφών στο παρόν πόνημα που καλύπτει την περίοδο από τα τέλη του 4ου αι. π.Χ. μέχρι τα τέλη του 15ο αι. μ.Χ. -για τις μεταγενέστερες θα απαιτούνταν ξεχωριστός τόμος που ενδέχεται να συνταχθεί μελλοντικά- γίνεται ανά γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας. Συμπεριλαμβάνεται το αλφάβητο, τα τελικά γράμματα και οι μήνες του έτους στην εβραϊκή.
Το CIJG αποτελεί άλλο ένα δείγμα της σπουδαίας ερευνητικής, εκπαιδευτικής αλλά και εκδοτικής δουλειάς που γίνεται στο Εβραϊκό Μουσείο Ελλάδος, το οποίο τα τελευταία χρόνια έχει αναδιοργανωθεί, εμπλουτιστεί και αναδειχθεί σε πόλο έλξης όχι μόνο για Έλληνες και ξένους επισκέπτες αλλά επίσης για φοιτητές και μελετητές.
σχόλια