Eισαγωγική εικόνα:Χρυσό περιδέραιο με πολύτιμους λίθους περ. 350 μ.Χ. © Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, Αρ. Συλλογής Ζ 438.1
___________________________________________
Η αρχόντισσα Πουλχερία[1] ντύθηκε πολυτελώς για τη τελευταία της κατοικία. Της φόρεσαν το χρυσοκεντημένο ποδήρες ένδυμά της, αγορασμένο από υφάντρες της Δαμασκού, στο οποίο είχαν επιράψει το εξαιρετικό χρυσό κόσμημα (περιδέραιο) με τους πολύτιμους λίθους πάνω στην άκρη της λαιμόκοψης, για να φωτίζεται έτσι περισσότερο το σοβαρό πρόσωπό της. Μαζί, της φόρεσαν τα σκουλαρίκια της, σαν μισοφέγγαρα σαπφείρων καλοκαιριάτικης νύκτας, τα δακτυλίδια της από χρυσό και πολύτιμες πέτρες να ταιριάζουν με το περιδέραιο, το βαρύτιμο περικάρπιο και μια οκτάδα χρυσά βραχιόλια, τέσσερα στο κάθε λεπτό της χέρι.
Τα υφασμάτινα υποδήματά της, της χώρεσαν με δυσκολία. Υφάσματα μαλακά κι ένα μαξιλάρι από πούπουλα χήνας για προσκεφάλι, την δέχτηκαν κοσμημένη μέσα στο μολύβδινο φέρετρο, που χώρεσε και άλλα πολύτιμα κτερίσματα και σφραγίστηκε διπλά για να την ταξιδέψει στα λιβάδια του Άδη και της Περσεφόνης.
Μετά την τελετουργία, ελάχιστα μέλη από την οικογένεια την συνόδευσαν στον κτιστό τάφο της, για μη γνωρίζουν «πού κείται» το πλούσιο ξόδι της, για τον φόβο των τυμβωρύχων!
Πρόκειται για ορισμένα από τα κτερίσματα μιας νεκρής, που θάφτηκε μάλλον στα μέσα του 4ου αι. μ.Χ., στην Χρυσοχού, το αρχαίο Μάριον, το σύνολο των οποίων εκτίθεται σε μια προθήκη του τρίτου ορόφου του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης, όπου φιλοξενείται η περίφημη Συλλογή Κυπριακών Αρχαιοτήτων του Θάνου Ζιντίλη, την οποία μάς εμπιστεύθηκε ο ίδιος το 2002 με τον τότε Γενικό Εισαγγελέα Κύπρου και την άδεια της Κυπριακής Κυέρνησης.
Η παραπάνω περιγραφή θα μπορούσε να αποτελεί τη χαμένη πραγματικότητα μιας γυναίκας υψηλού κοινωνικού κύρους και μεγάλου πλούτου, όπως αυτή εξάγεται από τα συνευρήματα ενός σημαντικού τάφου, που αποκαλύφθηκε δυστυχώς τυχαία στην πόλη Χρυσοχούς στη ΒΔ Κύπρο, αρκετές δεκαετίες πριν. Πρόκειται για ορισμένα από τα κτερίσματα μιας νεκρής, που θάφτηκε μάλλον στα μέσα του 4ου αι. μ.Χ., στην Χρυσοχού, το αρχαίο Μάριον, το σύνολο των οποίων εκτίθεται σε μια προθήκη του τρίτου ορόφου του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης, όπου φιλοξενείται η περίφημη Συλλογή Κυπριακών Αρχαιοτήτων του Θάνου Ζιντίλη, την οποία μάς εμπιστεύθηκε ο ίδιος το 2002 με τον τότε Γενικό Εισαγγελέα Κύπρου και την άδεια της Κυπριακής Κυέρνησης.
Το περιδέραιο, μήκους 36 εκατοστών, συντίθεται από 7 διάτρητα πλακίδια (opus interrasile), κι ανάμεσά τους 15 οκτώσχημα στοιχεία, που όλα γεμίζουν με πολύτιμους λίθους –σμαράγδια, ζαφείρια, μαργαριτάρια και γρανάτες−. Ο τρόπος που φοριούνταν ή ράβονταν τα κοσμήματα αυτά από τον 3ο και 4ο αι. μ.Χ. και μετά, μάς είναι γνωστός από παραστάσεις με μορφές πάνω σε πλακίδια από ελεφαντόδοντο και αργότερα από ψηφιδωτά, όπως λ.χ. το περίφημο ψηφιδωτό με τον Ιουστινιανό και τη Θεοδώρα στη Ραβέννα της Ιταλίας.
Τα χρώματα των πολύτιμων λίθων φαίνεται ότι έχουν να κάνουν με ιδιότητες και συμβολισμούς λ.χ. σμαράγδια με το πράσινο της φύσης, γρανάτης με το χρώμα των σπόρων του ροδιού της Περσεφόνης, το γαλακτώδες λευκό των μαργαριταριών να αντανακλά φως παντού.
Βέβαια, ανάλογης τεχνικής είναι το περικάρπιο, με το χαμένο σήμερα cameo στο μέσον, που φορούσε γύρω από τον καρπό και οι πολύτιμοι λίθοι στα ενώτια (σκουλαρίκια) και τα δακτυλίδια της. Ο συνδυασμός του χρυσού και των πολύτιμων λίθων στο σύνολο των κοσμημάτων φανερώνει ένα μοναδικό, εκλεπτυσμένο γούστο μιας κατηγορίας ανθρώπων όχι μόνον υψηλής οικονομικής επιφάνειας αλλά και επιπέδου, σαν αυτούς που ζούσαν στα μεγάλα κέντρα της εποχής, όπως η Κωνσταντινούπολη, η Αντιόχεια ή η Αλεξάνδρεια, αλλά ακόμα και όλοι αυτοί, που για διάφορους λόγους –διοικητικούς, οικονομικούς ή άλλους− βρίσκονταν στην επαρχία αλλά με τα μάτια στραμμένα στις εκλεπτυσμένες προτιμήσεις, τη μόδα και το γούστο των πρωτευουσών του καιρού τους. Πρόκειται, ουσιαστικά για σπάνια αλλά απτά, χειροπιαστά, δείγματα που προσφέρει η Αρχαιολογία. Και μέσα από αυτά οι άνθρωποι του τότε, δεν είναι πια ‘φαντάσματα και φάσματα, φιλιά και χείλη χωνεμένα’ αλλά αφήνουν ‘τα παραπετάσματα του χρόνου διάπλατα ανοικτά’ για να παραλλάξω λέξεις στους στίχους του ποιητή.
[1] Το όνομά της εδώ το διάλεξα από τα ανάλογα ονόματα της εποχής, pulcher= ωραίος, όμορφος, χαριτωμένος, άρα χαριτωμένη ίσως από το ελληνικό πολύχαρις.