Η ιστορία δύο διαφορετικών συνθέσεων βρίσκεται πίσω από το έργο που έσπασε το 2018 το ρεκόρ του πιο ακριβοπληρωμένου πίνακα εν ζωή καλλιτέχνη καθώς πουλήθηκε αντί του ποσού των 90,3 εκατ. δολάρια μέσω δημοπρασίας του οίκου Christie's.
Η πρώτη, που ξεκίνησε το 1971, ήταν εμπνευσμένη από την συγκυριακή αντιπαράθεση δύο φωτογραφιών στο πάτωμα του ατελιέ του Χόκνεϊ. «Η μία έδειχνε μια φιγούρα να κολυμπά κάτω από την επιφάνεια του νερού και συνεπώς φαινόταν κάπως διαστρεβλωμένη...η άλλη απεικόνιζε ένα αγόρι που κοιτούσε κάτι στο έδαφος», θυμόταν χρόνια μετά ο Χόκνεϊ. «Η ιδέα να ζωγραφίσω δύο φιγούρες με διαφορετική τεχνοτροπία για την καθεμιά μου φάνηκε τόσο ελκυστική ώστε ξεκίνησα να ζωγραφίζω αμέσως».
Το αρχικό έργο καταστράφηκε από τον ίδιο τον καλλιτέχνη μετά από μήνες δουλειάς, αλλά τον Απρίλιο του 1972 ο Χόκνεϊ αποφάσισε να επιστρέψει στην ιδέα ενόψει μιας έκθεσής του στην André Emmerich Gallery της Νέας Υόρκης που ήταν προγραμματισμένη να ξεκινήσει τέσσερις μόλις εβδομάδες αργότερα.
Οι πίνακες με την πισίνα είχαν να κάνουν με την επιφάνεια του νερού, το πολύ λεπτό στρώμα, τη δισδιάστατη υφή του φωτός που τρεμοπαίζει
Οπλισμένος με μια φωτογραφική κάμερα Pentax, ταξίδεψε σε μια βίλα έξω από το Σαιν – Τροπέ, στην πισίνα της οποίας «έστησε» εκατοντάδες λήψεις με βάση την αρχική εκείνη σύνθεση χρησιμοποιώντας ως μοντέλο έναν φίλο και βοηθό του. Επιστρέφοντας στο στούντιο του στο Λονδίνο, ο Χόκνεϊ συνδύασε τις φωτογραφίες από την πισίνα με μια επιλογή φωτογραφιών που τράβηξε στον πρώην εραστή του Πίτερ Σλέσινγκερ, πάντα με το ίδιο ροζ σακάκι και με φόντο τον λευκό τοίχο του ατελιέ.
Ακολούθως, έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά, εργαζόμενος στον πίνακα 18 ώρες κάθε μέρα για δύο εβδομάδες, ολοκληρώνοντας τελικά το έργο αργά τη νύχτα πριν το πρωινό που αναμένονταν οι μεταφορείς για να το στείλουν στη Νέα Υόρκη. «Πρέπει να παραδεχτώ ότι λάτρευα να δουλεύω σ΄ εκείνον τον πίνακα», θα έλεγε μετά καθώς αναπολούσε εκείνο το δεκαπενθήμερο, «εκείνη η ένταση, ήταν ένα μοναδικό, συναρπαστικό συναίσθημα».
Το εμβληματικό μοτίβο της πισίνας προέκυψε επίσης από ατύχημα, τρόπον τινά. «Ήρθα στις Ηνωμένες Πολιτείες για δύο λόγους», θα έλεγε το 2009. «Ο πρώτος ήταν η φωτογραφία του Julius Shulman, "Case Study House #21" [1959], και ο άλλος ήταν ένα τεύχος του Physique Pictorial». Το σπίτι που απαθανάτισε σε διάφορες λήψεις ο Shulman είναι ένα υπόδειγμα μοντερνισμού των μέσων του περασμένου αιώνα, μια αρχιτεκτονική σύνθεση από γυαλί κι ατσάλι που βρίσκεται στους Λόφους του Χόλιγουντ. Το Physique Pictorial ήταν μια περιοδική έκδοση διάσημη κυρίως για την ομοερωτική εικονογραφία της.
«Καθώς το αεροπλάνο πετούσε πάνω από τον προορισμό μου, κοίταξα κάτω και είδα πισίνες παντού, συνειδητοποιώντας έκθαμβος ότι η πισίνα δεν ήταν εδώ το σπάνιο είδος πολυτελείας που ήταν πίσω στην Αγγλία». Αυτό που δεν είχε συνειδητοποιήσει ακόμα εκείνη τη στιγμή ήταν ότι είχε βρει το μόνιμο σκηνικό για πολλά από τα έργα του στις επόμενες δεκαετίες.
Στην αρχή όμως, είχε προβλήματα στον τρόπο ζωγραφικής αναπαράστασης αυτών των πισίνων που έμοιαζαν να υπάρχουν παντού στις πίσω αυλές του Λος Άντζελες: «Είναι ένα πρόβλημα, ένα πρόβλημα φόρμας, το πώς να αναπαραστήσεις το νερό, πώς να το περιγράψεις, από τη στιγμή που μπορεί να είναι τα πάντα, μπορεί να είναι οποιοδήποτε χρώμα και δεν υπάρχει κάποια δεδομένη οπτική περιγραφή. Οι πίνακες με την πισίνα είχαν να κάνουν με την επιφάνεια του νερού, το πολύ λεπτό στρώμα, τη δισδιάστατη υφή του φωτός που τρεμοπαίζει».
Τελικά βρήκε τον τρόπο και στις δεκαετίες του '70 και του '80 φιλοτεχνούσε ακόμα και τον πάτο της δικής του πισίνας στο Λος Άντζελες, δημιουργώντας τοιχογραφίες με τα μοτίβα ροζ και μπλε κυματισμών σε σχήμα αποστρόφων, για τα οποία είχε γίνει διάσημος με τα έργα του. Φιλοτέχνησε επίσης και την πισίνα του Ξενοδοχείου Roosevelt στο Χόλιγουντ, παρέχοντας την ευκαιρία στην λαμπερή πελατεία του να ζήσει για λίγο ως χαρακτήρας μιας ζωγραφικής πισίνας του Ντέιβιντ Χόκνεϊ.
Με στοιχεία από το christies.com
σχόλια