Ζωηρή, αεικίνητη, ακμαία και τετραπέρατη παρά τα 73 της χρόνια, μας υποδέχεται θερμά στο διαμέρισμά της στο Μοναστηράκι που «βλέπει» πανοραμικά στην πλατεία Αγίας Ειρήνης. Βιβλία και έργα τέχνης παντού, ένα μικρό στούντιο επίσης που μοιράζεται με τον σύντροφό της, τον Αμερικανοϊρανό ζωγράφο και γλύπτη Ραφαέλ Μανταβί. «Είχαμε γνωριστεί νεότεροι στην Αμερική, το' φερε η μοίρα όμως να ταιριάξουμε μετά τα 60 μας!», θα πει. Εδώ «εδρεύει» αφότου αποφάσισε να εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα, έχοντας ζήσει πολλά χρόνια σε Αγγλία και Γαλλία. «Μου αρέσει πολύ αυτή η γειτονιά παρότι έχει πια γίνει λίγο πανηγύρι με τόσα μαγαζιά που έχουν ανοίξει... πολλή φασαρία αλλά τουλάχιστον δεν πλήττεις, ούτε νιώθεις ποτέ μοναξιά!», χαριτολογεί.
Καλλιτέχνιδα, ερευνήτρια και συγγραφέας, θα μπορούσε να είναι επίσης αρχαιολόγος, ιστορικός, τεχνοκριτικός, "story teller" – έχει εξαιρετικό επικοινωνιακό χάρισμα, χαίρεσαι να την ακούς – και η αλήθεια είναι ότι συνδυάζει έξοχα στοιχεία από όλες τις παραπάνω ιδιότητες. Η ίδια η ζωή της ακούγεται ώρες-ώρες σαν παραμύθι. Γέννημα-θρέμμα Αθηναία, κόρη του κορυφαίου Έλληνα πολεοδόμου Κωνσταντίνου Δοξιάδη, ευτύχησε να μεγαλώσει σε ένα προοδευτικό, αβαν γκαρντ περιβάλλον, να ταξιδέψει αρκετά και να συναναστραφεί πολλούς ενδιαφέροντες ανθρώπους.
Σύζυγος παλιότερα του Αλέξη Μάρδα, βρέθηκε να κάνει παρέα με τα «Σκαθάρια» και να ταξιδεύει με τον Τζον Λένον στην Ινδία, υπήρξε δε στενή φίλη του Τζορτζ Χάρισον. Σπούδασε ζωγραφική και χαρακτική σε Αθήνα, Σάλτσμπουργκ, Λονδίνο, Παρίσι και Μίτσιγκαν, μαθήτευσε δε πλάι στους Κοσμά Ξενάκη, Παναγιώτη Τέτση, Λίλα ντε Νόμπιλι και Γιάννη Τσαρούχη, με τον οποίο ανέπτυξε ιδιαίτερη σχέση. Ο Τσαρούχης υπήρξε κιόλας μια από τις κύριες αφορμές να εντρυφήσει στο "opus magnum" της, τα πορτρέτα του Φαγιούμ.
Η National Gallery που κατέχει τώρα τον εν λόγω πίνακα τον οποίο αγόρασε από τον Οίκο Christies με χρήματα των φορολογούμενων Βρετανών επιδιώκει να «κουκουλώσει» την υπόθεση ώστε να μην προκληθεί σκάνδαλο. Οι διοικούντες της είναι, ξέρετε, Εγγλέζοι τύπου Μπόρις Τζόνσον, ένα κατεστημένο δηλαδή που προσπαθεί να διαφυλάξει με κάθε τρόπο όλα αυτά που θεωρεί κεκτημένα.
Καρπός πολυετούς έρευνας, το εν λόγω βιβλίο κυκλοφόρησε πρώτα στα αγγλικά (Thames & Hudson 1996) και ακολούθως στα ελληνικά (εκδόσεις Αδάμ 1997). Είκοσι ένα χρόνια μετά και την ιστορική έκθεση-Συμπόσιο για τα Φαγιούμ στο Ηράκλειο τον Μάιο του 1998, η Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη που είχε την πρωτοβουλία προέβη σε μια δεύτερη αγγλική έκδοση με τίτλο "Facing Eternity-from the Fayum Portraits to the Early Christian icons", συνοδευόμενη με νέα κείμενα και φωτογραφικό υλικό. Αυτή ήταν και η αφορμή της συνάντησής μας, υπάρχει εντούτοις ένα ακόμα βιβλίο που ολοκληρώνει αυτό τον καιρό – αφορά έναν φερόμενο ως πλαστό πίνακα του Ρούμπενς, υπόθεση με την οποία ασχολείται επί μακρόν και που θα κυκλοφορήσει καταρχήν στα αγγλικά.
Καθώς μάς ξεναγεί στον χώρο της, παρατηρούμε στο στούντιο έναν μεγάλο πίνακα που ετοιμάζει και όπου με φόντο την Κοίλη Οδό έχει κάνει φωτομοντάζ σε μια φωτογραφία των γονιών της από το '40 όταν υπηρετούσαν στο αλβανικό μέτωπο, αυτός φαντάρος, εκείνη εθελόντρια νοσοκόμα. «Πήγαινε κάθε τόσο από τα Γιάννενα περπατώντας στο μέτωπο για να τον δει... άλλες εποχές, άλλοι άνθρωποι, άλλα συναισθήματα!», μας λέει. Στην κουβέντα που ακολούθησε και που θα μπορούσε να συνεχίζεται για ώρες πολλές έχοντας καταλήξει σχεδόν προσωπική, μιλήσαμε για τέχνη, ποίηση, για τα Φαγιούμ, τον Τσαρούχη, τον Καβάφη, τον Ρούμπενς, τους Beatles, τον Σάτυα Σάι Μπάμπα, για τον έρωτα, τις ανθρώπινες σχέσεις, τον χρόνο και τις «οδηγίες χρήσης» του επίσης.
— Καταρχήν, τι διαφορές έχει η τωρινή αγγλική έκδοση των Φαγιούμ από την παλαιότερη;
Είναι άλλο πράγμα, όχι μόνο στον σχεδιασμό αλλά και στα περιεχόμενα, στα συνοδευτικά κείμενα βασικά. Αφιερώνεται καταρχήν στη μνήμη των Νίκου Γιανναδάκη, εφόρου της Βιβλιοθήκης ως το 1998 που απεβίωσε και Ανδρέα Σαββάκη, στενού φίλου, συνεργάτη και συναγωνιστή του στην Εθνική Αντίσταση που προσέφερε επίσης πολλά στο Ίδρυμα και που δυστυχώς χάσαμε έναν χρόνο πριν. Από κοινού είχαμε την ιδέα αυτής της έκδοσης με αφορμή και τα είκοσι ένα από τη σημαδιακή έκθεση με τα Πορτρέτα του Φαγιούμ που πραγματοποιήθηκε στο Ηράκλειο το 1998.
— Γιατί την αποκαλείτε σημαδιακή;
Διότι μέχρι τότε τα πορτρέτα αυτά δεν είχαν αναγνωριστεί καλλιτεχνικά όπως τους άρμοζε. Είχα κάνει θυμάμαι μια διάλεξη γι΄αυτά στους επιμελητές του Βρετανικού Μουσείου κι έτσι τα «ανακάλυψαν» και στη Βρετανία όπου η σχετική βιβλιογραφία ήταν πολύ μικρή – λίγο περισσότερα πράγματα έβρισκες στα γερμανικά και τα γαλλικά. Στην Ελλάδα πάλι τα είχαμε εκτιμήσει νωρίτερα, κυρίως χάρη στον Κόντογλου και τον Τσαρούχη. Αλλά και ο πατέρας μου είχε ενδιαφερθεί γι΄αυτά, εκείνος μάλιστα με «μύησε» αρχικά στην τέχνη τους και ακολούθως ο Τσαρούχης. Υπήρξαν βέβαια κάποιες μεταφραστικές δυσκολίες – ένα κείμενο ειδικά που μου είχε υπαγορεύσει ο Τσαρούχης λίγο πριν πεθάνει, δύσκολα αποδίδεται σε άλλη γλώσσα. Δυσκολίες παρουσίαζε και το κείμενο του Θανάση Παπαζώτου – ενέχουν βλέπετε μια συγκινησιακή φόρτιση που μόνο οι Έλληνες κατανοούμε πλήρως. Πολύτιμη υπήρξε η μεταφραστική βοήθεια της Ελληνοαγγλίδας Ρόζμαρι Τζανάκη, όπως επίσης του αγαπημένου σχεδιαστή Γιάννη Καρλόπουλου. Από τα κείμενα της αρχικής έκδοσης κράτησα μόνο του αδελφού μου Απόστολου. Τρία ακόμα κείμενα πήρα από τα πρακτικά του Συνεδρίου που είχε πραγματοποιηθεί παράλληλα με την έκθεση με τη συμμετοχή κορυφαίων ειδικών, αυτά των Τόμας Μάθιους, Ντόροθι Τόμπσον και Τζούντιθ Χέριν, συμπεριέλαβα επίσης δύο θαυμάσια, εμπνευσμένα από τα Φαγιούμ ποιήματα του Πίτερ Αμπς.
— Η πρώτη έκδοση των Φαγιούμ σας είχε πάρει δέκα χρόνια έρευνας. Αλλά τι σας ώθησε να καταπιαστείτε με αυτά;
Αφενός με συγκινούν ιδιαιτέρως καλλιτεχνικά. Αφετέρου επειδή από την αρχαία ελληνική ζωγραφική με την οποία συγγενεύουν, εξαιτίας κυρίως του κλίματος και της οργανικής φύσης των υλικών δεν έχει διασωθεί σχεδόν τίποτα, παρότι υπήρχε μεγάλη παραγωγή και γνωστοί δημιουργοί όπως οι Απελλής (προσωπικός ζωγράφος του Αλέξανδρου), Πολύγνωτος, Ζεύξης, Παράσιος κ.ά. που τους μνημονεύει και ο Πλίνιος. Σε παπύρους και άλλα αρχαία κείμενα αναφέρονται μάλιστα και γυναίκες ζωγράφοι. Μέσα στον 4ο αιώνα π.Χ. υπήρξε ως φαίνεται μια καλλιτεχνική κορύφωση. Διαβάζουμε συγκλονιστικές περιγραφές έργων που θυμίζουν ανάλογες την εποχή της Αναγέννησης στη Δύση, δεν έχουμε όμως δυστυχώς υπόψη ούτε καν κάποιο αντίγραφο. «Υποθετικό πανόραμα» είχε χαρακτηρίσει ως εκ τούτου την αρχαιοελληνική ζωγραφική τέχνη ο Γερμανός μελετητής Παρλάσκα. Τα Φαγιούμ σώθηκαν χάρη στο ξηρό αιγυπτιακό κλίμα αλλά κι επειδή ζωγραφίστηκαν πάνω σε μούμιες μέσα σε σαρκοφάγους στη θέση του προσώπου είτε, σπανιότερα, ολόκληρου του σώματος. Μαζί με τον Αλέξανδρο ήρθαν στην Αίγυπτο πολλοί Έλληνες, ανάμεσά τους και καλλιτέχνες που σχημάτισαν τη λεγόμενη αιγυπτιακή σχολή από την οποία διασώθηκαν μόνο ψηφιδωτά δείγματα. Τέσσερις σχεδόν αιώνες μετά, τον 1ο μ.Χ. αιώνα ξεκινούν τα Φαγιούμ, είναι δηλαδή η «ουρά» της αρχαιότητας, η παραφθαρμένη πλέον της κατάληξη.
— Ώστε είναι τα πορτρέτα αυτά που συνδέουν την αρχαία με την πρώιμη χριστιανική ζωγραφική.
Προφανώς, άλλωστε κι αυτή στην Αίγυπτο δημιουργείται όπου τους πρώτους μ.Χ. αιώνες έχουμε πολλούς μάρτυρες και μεγάλη ασκητική παράδοση. Γίνεται θα έλεγα κάτι σαν σκυταλοδρομία γιατί στη ζωγραφική εκείνα τα χρόνια ειδικά δεν έχουμε παρθενογένεση, ο μαθητής μάθαινε την τέχνη από τον δάσκαλό του και ακολούθως τη μεταλαμπάδευε σε κάποιον νεότερο. Ήταν μάλιστα ελληνικής καταγωγής συνήθως οι καλλιτέχνες, άρα μιλάμε για ένα επάγγελμα «ελληνικό». Οι Έλληνες διέπρεψαν στο είδος και στα ρωμαϊκά χρόνια, έργα μάλιστα τέτοιων δημιουργών είναι και οι περισσότερες σωζόμενες τοιχογραφίες της Πομπηίας. Τα Φαγιούμ είναι ένα σώμα χιλίων περίπου έργων που δημιουργήθηκαν τους τρεις πρώτους αιώνες μ.Χ. Από τα πιο καλλιτεχνικά «φτασμένα» είναι ο Ευτύχιος του εξωφύλλου που σήμερα βρίσκεται στο Metropolitan Museum της Νέας Υόρκης. Προ ετών μάλιστα έμαθα ότι κοντά στην Κόρινθο, στα έργα για τον Προαστιακό βρέθηκε σε αρχαίο νεκροταφείο ένας τάφος με ζωγραφισμένο πάνω σε γύψο το τρισδιάστατο πορτρέτο μιας γυναίκας – φυλάσσεται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Κορίνθου. Όπως και οι σωζόμενες τοιχογραφίες στον τάφο του Φιλίππου στη Βεργίνα, επιβεβαιώνουν την ύπαρξη της τέχνης αυτής και στον ελλαδικό χώρο.
— Γράφετε ότι τα έργα αυτά ενθουσίασαν τους Έλληνες ζωγράφους της γενιάς του '30. Είχαν εμπνεύσει και ξένους καλλιτέχνες;
Όχι, ελάχιστοι τα γνώριζαν, Ιταλοί βασικά. Αγγλοσάξονες και Γερμανοί, οι οποίοι πρωτοκάνανε ιστορία τέχνης και αρχαιολογία από τον 19ο αιώνα και μετά, δεν τα είχαν υπόψη – πριν με αυτά ασχολούνταν μόνο κάτι «τρελοί» όπως ο Πιέτρο ντε λα Βάλα που έφερε το 1614 από την Αίγυπτο στην Ιταλία δύο μούμιες με ζωγραφισμένα πάνω τους πορτρέτα ή ο Ροσελίνι. Ο ζωγράφος Γιώργος Χατζημιχάλης έγραφε ότι οι ιστορικοί της Δυτικής Τέχνης την όριζαν να ξεκινά από την Αναγέννηση, τον Ντούτσιο, Τσιμαμπούε, τον Τζιότο και άλλους, αγνοώντας ότι όλα αυτά «σύρθηκαν» από την αρχαιότητα και εισπήδησαν εκεί μέσω της βυζαντινής ζωγραφικής. Επειδή η τελευταία μαθαινόταν με τον πατροπαράδοτο τρόπο, η μεν θεματολογία άλλαξε σε σχέση με την ύστερη αρχαιότητα, όχι όμως η τέχνη καθαυτή η οποία απλώς μετεξελίχθηκε, όπως κατέδειξε κι ο Τσαρούχης. Ο Αντρέ Μαρλό πάλι σημειώνει ότι τα Φαγιούμ έχουν μια ιδιαίτερη ένταση διότι δεν πρόκειται για κοσμικά πορτρέτα όπως π.χ. του φούρναρη της Πομπηίας αλλά λατρευτικά καθώς αποσκοπούσαν να διαφυλάξουν στην αιωνιότητα τη μορφή που παρίσταναν – οι Έλληνες της Αιγύπτου ασπάστηκαν τις τοπικές δοξασίες και τα έθιμα για τη μεταθανάτια ζωή σε μια χώρα όπου φρόντιζαν για τους νεκρούς πολύ περισσότερο από ό,τι για τους ζωντανούς! Στα ελληνιστικά χρόνια η τεχνική της ταρίχευσης που παλιότερα ήταν προσιτή μόνο σε Φαραώ, ανώτερους αξιωματούχους και αρχιερείς καθότι ακριβή και περίπλοκη είχε τρόπον τινά «φτηνύνει» και παραφθαρεί, εφαρμοζόταν πλέον ευρύτερα κι ας μην είχε ποιοτικές αξιώσεις.
— Εκλαϊκεύθηκε σαν να λέμε η ταρίχευση, δεν ήταν πια μόνο για την ελίτ.
Ακριβώς. Πολλούς νεκρούς φαντάσου τους παραγέμιζαν πίσσα – ένα β' διαλογής υλικό - όπως τη μούμια του Αρτεμίδωρου από τα Φαγιούμ του Βρετανικού Μουσείου που είχε εκτεθεί και στο Ηράκλειο το 2007 και που εξαιτίας αυτού χρειάζονταν έξι άνθρωποι να την ανασηκώσουν. Η εικόνα του νεαρού Αρτεμίδωρου να «επιστρέφει» αεροπορικώς δύο χιλιετίες μετά στη Μεσόγειο με ιδιωτικό τζετ μέσα σε ένα φέρετρο που συνόδευε υπάλληλος του Μουσείου με τους έξι «παραστάτες» να σπεύδουν μόλις προσγειώθηκε να τον κατεβάσουν, να τον φορτώσουν έπειτα σε ένα όχημα και να οδηγηθεί συνοδεία αστυνομικών μοτοσικλετών στη βασιλική του Αγίου Μάρκου όπου θα εκτίθονταν λες και επρόκειτο να ξαναταφεί, είναι η πιο συγκλονιστική εμπειρία που έχω ζήσει. Πώς όμως να το μεταφέρεις σε λέξεις αυτό, τα ωραία συναισθήματα κάνουνε κακή λογοτεχνία, όπως λέει κι ένα γαλλικό απόφθεγμα! Ο Ντεγκά, ξέρετε, είπε κάποτε στον φίλο του τον Μαλαρμέ «αγαπητέ Στεφάν είμαι πολύ στενοχωρημένος διότι ενώ νιώθω τόσο ωραία πράγματα, γράφω απαίσια ποιήματα». Και τότε ο Μαλαρμέ τού απάντησε «Εντγκάρ μου, μπορεί να ζωγραφίζεις όμορφα, όμως τα ποιήματα γράφονται με λέξεις». Και είχε φυσικά απόλυτο δίκιο, είναι πολύ δύσκολο να γράψεις πραγματικά καλή ποίηση, άσχετα που στην Ελλάδα έχουμε γίνει όλοι ποιητές!
— Ένας ποιητής που εκτιμάτε ιδιαίτερα;
Προσωπικά λατρεύω τον Καβάφη, στην ποίηση του οποίου συναντά κιόλας κανείς ολοζώντανη την ατμόσφαιρα της εποχής των Φαγιούμ. Δεν ξέρουμε αν γνώριζε αυτά τα πορτρέτα, είναι εντούτοις μια υπόθεση βάσιμη όντας ένας μορφωμένος Αλεξανδρινός. Σε αυτόν οφείλω και μια άλλη αξιομνημόνευτη στιγμή της ζωής μου, την επίσκεψή μου στο ελληνικό νεκροταφείο της Αλεξάνδρειας για ένα «προσκύνημα» στον τάφο του. Είχαμε πάει πριν πολλά χρόνια με τη φίλη μου Χριστίνα Αβρονιδάκη, τότε φοιτήτρια και σήμερα αρχαιολόγο αλλά το βρήκαμε κλειστό. Με διάφορες κομπίνες και το ανάλογο «μπαξίσι», καταφέραμε να μας το ανοίξουν. Εντοπίσαμε το λιτό, απέριττο μνημείο καθώς το φώτιζαν οι τελευταίες ακτίνες του ηλίου που έδυε - ένα σκηνικό σχεδόν υπερβατικό.
— Είχατε επισκεφθεί και το σπίτι του Καβάφη, σωστά;
Βεβαίως - άλλο καταπληκτικό σκηνικό εκεί διότι με το που ανεβαίνεις τη στριφογυριστή σκάλα και μπαίνεις στον β' όροφο, ο Αιγύπτιος φύλακας σου βάζει σε ένα κασετόφωνο την Έλλη Λαμπέτη να απαγγέλλει ποιήματά του. Έλεγε την ώρα εκείνη το «Λάνη τάφος» όπου ο ποιητής παροτρύνει τον Μάρκο, φίλο του θανόντος, να μην έρχεται να τον κλαίει στο μνήμα του γιατί «τον Λάνη που αγάπησες τον έχεις πιο κοντά σου / στο σπίτι σου όταν κλείεσαι και βλέπεις την εικόνα / που αυτή κάπως διατήρησεν ό,τ' είχε που ν' αξίζει». Ακούγοντας τους στίχους αυτούς και βλέποντας τη θέα από το υπνοδωμάτιο του Καβάφη, βούρκωσα από συγκίνηση. Παρότι ποτέ δεν με συνάρπασε η φωνή αυτής της θαυμάσιας, κατά τα άλλα, ηθοποιού και γυναίκας, στο συγκεκριμένο τόπο και χρόνο αποκτούσε μια αλλιώτικη διάσταση. Ήταν φαντάσου μόλις η δεύτερη φορά στη ζωή μου που έκλαψα, δεν το συνηθίζω καθόλου.
— Γνωρίσατε πολλούς επιφανείς ανθρώπους, Έλληνες και ξένους. Κάποιοι που ξεχωρίσατε;
Γνώρισα πράγματι τόσο κόσμο ώστε θα μπορούσα να γράψω ολόκληρο βιβλίο – μετά όμως θα θύμιζαν, φοβάμαι, τα απομνημονεύματα της Τζόαν Κόλινς! Αναφέρω μερικούς στη βιογραφία μου που έχω ήδη ετοιμάσει, θα εκδοθεί όμως μετά θάνατον. Στην πραγματικότητα, όπως καταλαβαίνεις, πολλοί διάσημοι απέχουν πολύ από τη δημόσια εικόνα τους. Ήξερα καταρχήν προσωπικά τους Beatles, αυτό είναι γνωστό. Δεν ήταν και τόσο σπουδαίοι ως άνθρωποι, με εξαίρεση τον Τζορτζ Χάρισον που τον λάτρεψα και γίναμε φίλοι καρδιακοί όπως και με τη δεύτερη γυναίκα του, την Ολίβια. Είχε έρθει κι αυτός στην Ελλάδα, τον είχα πάει μάλιστα να γνωρίσει τον Ξυλούρη λίγο πριν πεθάνει.
— Ο Τζον Λένον, με τον οποίο μάλιστα συνταξιδέψατε κάποτε στην Ινδία;
Ο Τζον ήταν άλλη περίπτωση. Τον διέκρινε μια αθωότητα και μια ιδιάζουσα ευφυϊα, μολονότι ταυτόχρονα κάπως αφελής. Το ταξίδι αυτό έγινε τον Νοέμβριο του '69. Είχαν έρθει με τη Γιόκο Όνο νιόπαντροι στην Αθήνα και ταξιδέψαμε ύστερα μαζί με τον τότε σύζυγό μου Αλέξη Μάρδα στην Μπάγκαλορ, στο Πουταπάρτι για να επισκεφτούμε το ashram του Σάτυα Σάι Μπάμπα. Ο Μπάμπα είχε αρχίσει να γίνεται διάσημος στη Δύση κι έγραφαν γι΄αυτόν περιοδικά όπως το Time και το Newsweek. Από εκεί τον έμαθα κι εγώ και λέω του Τζον «αυτός, ξέρεις, δεν δηλώνει γκουρού αλλά ενσαρκωμένος θεός». «Να πάμε τότε να τον επισκεφθούμε!», μας κάνει ενθουσιασμένος. Έτσι κι έγινε... Σαράντα μέρες κράτησε εκείνο το ταξίδι που για να το πραγματοποιήσω άφησα την ενός χρόνου κόρη μου στη μάνα μου.
— Θα ήταν μια σίγουρα αξιομνημόνευτη εμπειρία.
Ναι, μολονότι δεν μου άφησε κάτι ιδιαίτερο αν εξαιρέσω την εικόνα εκείνου του τεράστιου πολύχρωμου πλήθος – κάπου 2 εκ. άνθρωποι – που βρήκαμε φθάνοντας εκεί καθώς την επομένη, 23 Νοεμβρίου ήταν τα γενέθλια του Μπάμπα και θα γινόταν μεγάλη γιορτή. Κατέφθαναν λοιπόν ολόκληρα κονβόι από όλη τη χώρα με ό,τι μέσο μπορείς να φανταστείς, εννοείται δε ότι όλοι αυτοί κατασκήνωναν στο ύπαιθρο. Ανάμεσά τους κι εμείς, να κοιμόμαστε και οι τέσσερις κατάχαμα σε ένα αχυρένιο στρώμα και όχι, δεν κάναμε τίποτα όργια, σαν τα κακόμοιρα ήμασταν καταμεσίς σε ένα κάμπινγκ-σωστή πολιτεία! Ας μην αναφερθώ στις συνθήκες υγιεινής, διατροφής και τις λοιπές κακουχίες, άσε που ακολουθούσαμε ειδική μακροβιοτική δίαιτα τρώγοντας καθημερινά μόνο μαύρο ρύζι - μια ιδέα της Γιόκο που όμως έκανε και «ζαβολιές» στο φαϊ όπως κι ο Αλέξης, μόνο εγώ κι ο Τζον ήμασταν απολύτως συνεπείς! Αντικρίζοντας εντούτοις όλο αυτό το θέαμα σκεφτόμουν δεν μπορεί, κάτι ξεχωριστό θα έχει αυτός ο άνθρωπος για να μαγνητίζει τόσο κόσμο.
Γνώρισα πράγματι τόσο κόσμο ώστε θα μπορούσα να γράψω ολόκληρο βιβλίο – μετά όμως θα θύμιζαν, φοβάμαι, τα απομνημονεύματα της Τζόαν Κόλινς! Αναφέρω μερικούς στη βιογραφία μου που έχω ήδη ετοιμάσει, θα εκδοθεί όμως μετά θάνατον.
— Είχε, λέτε;
Δεν ξέρω, τι να σας πω, άλλα μυαλά είχα τότε! Τον έβλεπα στις πρωινές προσευχές που ξεκινούσαν στις 2π.μ. και θύμιζε μικρό παιδί ακόμα και στις κινήσεις του. Μίλαγε ελάχιστα, καταβρόχθιζε διαρκώς σοκολατάκια, εξέπεμπε εντούτοις μια γλυκύτητα και μια αθωότητα που σε κέρδιζαν. Λεγόταν ότι είχε τηλεπάθεια και καλούσε ο ίδιος όποιον έκρινε άξιο ακρόασης. Ήμασταν ήδη πέντε μέρες εκεί περιμένοντας ο Μπάμπα να δεχτεί τον Τζον ο οποίος πίστευε ότι αν δεν το έκανε θα απεδείκνυε ότι είναι θεός, που σημαίνει ότι αδιαφορούσε για τη φήμη του. Φυσικά κατά βάθος το ήθελε, μην αντέχοντας όμως άλλο την αναμονή σε αυτή την κατάσταση σηκώνεται το πρωί της έκτης μέρας και μας λέει "Let's get the Hell out of here!..". Επιστρέψαμε που λες αεροπορικώς στη Βομβάη στο ξενοδοχείο Taj Mahal, εξαϋλωμένοι σχεδόν από την ταλαιπωρία και τη νηστεία. Το thali που μας σέρβιραν φάνταζε σωστή πανδαισία, το λουτρό επίσης! Την επομένη εμείς πετάξαμε πίσω στην Αθήνα και το ζεύγος Λένον-Όνο στο Λονδίνο. Αυτό ήταν. Μια «τρέλα».
— Είχατε πρωτοσυναντήσει τους Beatles στο Λονδίνο όπου πήγατε νέα για σπουδές και εντέλει μείνατε εκεί κάπου τέσσερις δεκαετίες. Μείνατε επίσης κάποια χρόνια στη Γαλλία, αποφασίσατε όμως να επιστρέψετε στην Αθήνα.
Βρέθηκα στο Λονδίνο το 1964 σε ηλικία 18 χρονών κι έζησα πράγματι από κοντά πολλά από τα όσα συναρπαστικά συνέβαιναν τότε εκεί - η Αθήνα της εποχής ήτανε συγκριτικά κανονικό χωριό, από κάθε άποψη! Γνωριζόσουν με τους περισσότερους που συναντούσες, ήξερες και πού σύχναζε καθένας: Ο Γκάτσος με τον Ελύτη στο Μπραζίλιαν, ο Μόραλης στο Κολωνάκι στο καφενείο κ.λπ. Και μετά την Αγγλία η Γαλλία, όπου ακόμα πηγαινοέρχομαι. Δεν σκόπευα εντούτοις να παραμείνω έξω για τόσο μακρύ διάστημα, οι συγκυρίες το έφεραν. Λαχταρούσα την Ελλάδα, τα τοπία, τους ανθρώπους της – αυτά ήθελα κιόλας να ζωγραφίζω, αυτά με ενέπνεαν περισσότερο.
— Μερικοί ακόμα σημαντικοί άνθρωποι που συναναστραφήκατε;
Καταρχήν ο πατέρας μου ο οποίος ήταν ένα πολύ ζωντανό κύτταρο και είχαμε θαυμάσια επικοινωνία. Ποτέ δεν μεγαλοπιάστηκε, υπήρξε απλός, λιτός και ταπεινός ακόμα και στο φαγητό του. Έπειτα ο βυζαντινολόγος Θανάσης Παπαζώτος που πέθανε δυστυχώς νεότατος, μόλις 45 ετών. Σπουδαίος επιστήμονας και άνθρωπος, «περπάτησε» τα μνημεία όλης της βόρειας Ελλάδας, έγραψε δε το καλύτερο ίσως κείμενο για τα Φαγιούμ. Και φυσικά ο Γιάννης Τσαρούχης...
— Με τον οποίο Τσαρούχη διατηρούσατε θαρρώ μια ιδιαίτερη σχέση.
Πράγματι - «κόρη μου», με έλεγε τρυφερά όντας και συνομήλικος με τον πατέρα μου τον οποίο επίσης αγαπούσε. Ήτανε πολύ στενή η φιλία μας, χάρηκα μάλιστα μαθαίνοντας ότι στο Μουσείο του στο Μαρούσι θα εκθέσουν τώρα τον Δεκέμβριο μια σειρά έργων του με τίτλο «Το φως στο έργο του Τσαρούχη». Υπήρξε κι ο ίδιος εξάλλου ανεξάντλητη πηγή φωτός! Στο σχολείο ξέρεις μας μάθαιναν ότι ο χρόνος είναι ένα αρνητικό πράγμα που πρέπει να το σκοτώνουμε διαρκώς, να μη μας «ξεφεύγει». Στα δικά του πάλι χέρια ο χρόνος φτουρούσε. «Έχουμε μπροστά μας δύο ολόκληρες ώρες, υπέροχα, μπορούμε να κάνουμε τόσα», τον άκουγες π.χ. να λέει. Ήταν έντιμος μέχρι κεραίας και γεμάτος αγάπη, η συναναστροφή του σε γέμιζε πλούτο. Ευαίσθητος και απονήρευτος, ήταν ταυτόχρονα ευάλωτος στην εκμετάλλευση και τη διαβολή, δεν κατανοούσε την κακία κάποιων ανθρώπων. Τον ρώτησε κάποτε θυμάμαι κάποιος «μα γιατί ζωγραφίζεις σε όλους φτερά»; «Μα επειδή είναι άγγελοι – αν ζωγραφίσω και σε σας φτερά, θα γίνετε κι εσείς», είχε απαντήσει. Αν και βαθιά θρησκευόμενος, ποτέ δεν σε «έπρηζε» με τα πιστεύω του. Ποτέ επίσης δεν ζητούσε ανέφικτα πράγματα, ούτε πνεύμα «πουλούσε» κι ας είχε περίσσιο. Μιλούσε συνήθως μόνο για ό,τι τον ενδιέφερε, αποφεύγοντας τις διδαχές. Γι΄αυτό και είναι δύσκολο να γράψει κανείς για εκείνον, άσε που δεν ήθελε να τον μαγνητοφωνούν, παρότι κάποιοι το κάνανε κρυφά. Ο Θανάσης Νιάρχος τον κατανόησε όσο λίγοι.
Η έκθεση γλυπτών του Γκρόμλεϊ στη Δήλο που έγινε τόσος ντόρος π.χ. ήταν ένα μάλλον κακό κόνσεπτ, ο ίδιος πάλι είναι ένας μέτριος καλλιτέχνης με καλές γνωριμίες. Προτιμώ καλλιτέχνες που νιώθω ότι κάνουν τη ζωή μου καλύτερη όταν βλέπω δουλειές τους. Μου αρέσει η τέχνη που είναι δύσκολο να γίνει, που στέκει μόνη της και αντέχει στο χρόνο, όχι η «φαστ φουντ» που έχει απλά μια πιασάρικη τζίφρα.
— Σας επηρέασε νομίζω και καλλιτεχνικά.
Βεβαίως, εκείνος από τους Έλληνες κι ο Όσκαρ Κοκόσκα από τους ξένους που είχα παρακολουθήσει κιόλας μαθήματά του σε σχολή που διατηρούσε στο Λονδίνο. Είχα ξέρεις μεγάλα καλλιτεχνικά όνειρα μικρότερη, ήθελα να γίνω ένας νέος Μιχαήλ Άγγελος, τελικά βέβαια τα έκανα λίγο μούσκεμα αλλά δεν πειράζει!
— Όταν λέτε «μούσκεμα»;
Η καθημερινότητά μας αγαπητέ σπάνια αγγίζει την τελειότητα. Πολλοί άνθρωποι ζούμε με ζωές που τις έχουμε απορρίψει, ακόμα κι αν σε άλλους φαντάζουν κάπως. Ο Τσαρούχης θυμάμαι μού έλεγε «ξέρεις τι θα ήταν η ζωή μου δίχως τη δουλειά μου; Σμπαράλια...». Εγώ ας πούμε έπρεπε να φτάσω 60 χρονών για να αποκτήσω μια ουσιαστική προσωπική σχέση. Κατά τα άλλα, ίσως έπρεπε να ήμουν πιο «πονηρεμένη», να είχα εκμεταλλευτεί καλύτερα τον χρόνο μου μην αφήνοντας ανάξιους ανθρώπους να τον ροκανίζουν, χειριστικούς ή υστερόβουλους. Οι άξιοι, οι καλοί είναι αυτοί που δεν σου ζητάνε ποτέ τίποτα, που περιμένουν υπομονετικά να τους ανακαλύψεις εσύ κι ας έχουν συχνά μεγαλύτερες ανάγκες.
— Τη ζήσατε πάντως παρά ταύτα τη ζωή σας.
Ναι, αλίμονο! Υπήρξα κιόλας πολύ τυχερή, είχα θαυμάσιους γονείς, δεν στερήθηκα τα βασικά, έζησα σημαντικά πράγματα στην ώρα τους, το «γλέντησα» όταν έπρεπε, γνώρισα πολλούς ιδιαίτερους ανθρώπους, έκανα κι έχω ακόμα ευτυχώς καλούς φίλους, μ' όλο που έχασα και αρκετούς όπως μοιραία συμβαίνει όσο περνάνε τα χρόνια, έχω τρία θαυμάσια αδέλφια επίσης και δύο υπέροχα παιδιά που με έχουν δικαιώσει απολύτως. Θέλω βέβαια να κάνω πολλά ακόμα και νιώθω ότι δεν προφταίνω, πράγμα που μεγαλώνοντας βιώνει κανείς εντονότερα. Κάτω πάντως δεν το βάζω! Μεθαύριο πάω Λονδίνο να δω πώς προχωρά η έκδοση του βιβλίου μου που αποδεικνύει τη μη γνησιότητα του πίνακα του Ρούμπενς «Σαμψών και Δαλιδά» ο οποίος βρίσκεται στη National Gallery.
— Μια υπόθεση που σας έχει απασχολήσει πολύ...
Πράγματι, «τραβάει» 33 χρόνια τώρα! Το βιβλίο αυτό το έχω ήδη συγγράψει σε δύο εκδοχές – αυτή είναι η οριστική και θα κυκλοφορήσει στα αγγλικά καταρχήν. Εννοείται βέβαια ότι η National Gallery που κατέχει τώρα τον εν λόγω πίνακα τον οποίο αγόρασε από τον Οίκο Christies με χρήματα των φορολογούμενων Βρετανών επιδιώκει να «κουκουλώσει» την υπόθεση ώστε να μην προκληθεί σκάνδαλο. Οι διοικούντες της είναι, ξέρετε, Εγγλέζοι τύπου Μπόρις Τζόνσον, ένα κατεστημένο δηλαδή που προσπαθεί να διαφυλάξει με κάθε τρόπο όλα αυτά που θεωρεί κεκτημένα.
— Αλλά γιατί καταπιαστήκατε με τον συγκεκριμένο πίνακα του Ρούμπενς;
Εξαρχής όταν τον είδα κατάλαβα ότι κάτι δεν πάει καλά. Γνωρίζω βλέπεις άριστα τη δουλειά του Ρούμπενς, την κάθε πινελιά του. Όχι μόνο γιατί είναι ο πλέον αγαπημένος μου καλλιτέχνης αλλά κι επειδή τυγχάνει τρόπον τινά «συμπατριώτης» καθώς η μητέρα μου ήταν μισή Φλαμανδή. Οι πρόγονοί της ήταν από την Αμβέρσα από όπου καταγόταν κι ο Ρούμπενς - ίσως έτσι εξηγείται και το πάθος που από μικρή είχα μαζί του.
— Τη σύγχρονη τέχνη πώς τη βλέπετε;
Υπάρχουν σημαντικοί καλλιτέχνες που θα φανούν περισσότερο με το χρόνο όπως π.χ. ο Νίκος Μόσχος, έχει μια ιδιαίτερη μαστοριά που δεν χρειάζεται μεσάζοντες για να γίνει αντιληπτή. Δεν με πολυενδιαφέρει, ξέρεις, ούτε ο τύπος της τέχνης που θεωρείται γενικά σήμερα εμπορικά επιτυχημένη, προχωρημένη και "in", ούτε το κύκλωμα που την προωθεί. Η έκθεση γλυπτών του Γκρόμλεϊ στη Δήλο που έγινε τόσος ντόρος π.χ. ήταν ένα μάλλον κακό κόνσεπτ, ο ίδιος πάλι είναι ένας μέτριος καλλιτέχνης με καλές γνωριμίες. Προτιμώ καλλιτέχνες που νιώθω ότι κάνουν τη ζωή μου καλύτερη όταν βλέπω δουλειές τους. Μου αρέσει η τέχνη που είναι δύσκολο να γίνει, που στέκει μόνη της και αντέχει στο χρόνο, όχι η «φαστ φουντ» που έχει απλά μια πιασάρικη τζίφρα.
— Αν σας ρωτούσαν ποιες αρετές εκτιμάτε;
Την αμεσότητα. Την ειλικρίνεια. Ακόμα περισσότερο, τη συμπόνοια.
ΙNFO
Facing Eternity: From the fayum portraits to the early christian icons
Επιμέλεια: Ευφροσύνη Δοξιάδη
Σχεδιαστική φροντίδα: Karlopoulos & Associates
Έκδοση Βικελαίας Βιβλιοθήκης Ηρακλείου Κρήτης
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 30.11.2019
σχόλια