Μετά από τριάντα χρόνια που δουλεύω στις εκδόσεις, η τρέχουσα περίοδος στον χώρο του βιβλίου είναι αυτή που με έχει εντυπωσιάσει περισσότερο από κάθε άλλη στο παρελθόν. Με δεδομένη την οικονομική δυσπραγία που πλήττει από το 2010 την Ελλάδα, και με δεδομένο επίσης ότι το αγοραστικό κοινό είναι ούτως ή άλλως εξαιρετικά, θλιβερά μικρό και δεν έχει αυξηθεί διόλου μετά τη σταδιακή και εξακολουθητική πτώση που σημειώθηκε την τελευταία εικοσαετία —ούτε δείχνει τάσεις αύξησης, το αντίθετο—, οι ελληνικές εκδόσεις είναι παρ' ελπίδα πιο πολλές, πιο καλοφτιαγμένες και πιο κοντά στα διεθνή ρεύματα (λογοτεχνικά και μη) από ποτέ. Μπορεί τα τιράζ να έχουν μειωθεί, πολλές φορές μάλιστα σε βαθμό απελπιστικό, ιδίως όταν τα συγκρίνεις με τα νούμερα που τυπώναμε μέχρι και την αυγή της χιλιετίας, αλλά οι τίτλοι είναι πολύ περισσότεροι και πολύ πιο αξιοπρόσεκτοι από κάθε άλλη φορά. Οι Έλληνες βιβλιόφιλοι δεν μπορούσαν καν να ονειρευτούν μέχρι πριν λίγο καιρό αυτό που συμβαίνει σήμερα στα βιβλιοπωλεία: οι επιλογές είναι τόσες, που κανείς αναγνώστης, ακόμη και ο πιο μανιώδης, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να τις εξαντλήσει — όλοι πρέπει να καλύπτουμε πρώτα, κατά το δυνατόν, τα προσωπικά, δοκιμασμένα μας γούστα, και μετά να βλέπουμε τι άλλο μπορούμε —ή καλύτερα: τι άλλο πρέπει— να προμηθευτούμε.
Δεν ξέρω πώς γίνεται αυτό. Δεν έχω απάντηση. Για την ακρίβεια, περίμενα πως θα συνέβαινε το ακριβώς αντίθετο: ότι οι τίτλοι θα περιορίζονταν, ότι τα μεγάλα σε όγκο βιβλία θα έμπαιναν στο περιθώριο, ότι τα νέα ονόματα δεν θα είχαν καμία τύχη. Δεν ξεχνώ ποτέ πως το βιβλίο, όσα ρομαντικά και να λέμε κατά καιρούς, δεν είναι αγαθό πρώτης ανάγκης. Δεν είναι φαγητό, στέγη, ρούχα, ασφάλεια. Το βιβλίο δεν είναι ανάγκη, αλλά λούσο, μας αρέσει δεν μας αρέσει.
Κανείς μας δεν θέλει να θυμάται τον Ιούλιο του 2015, περίοδο που δεν πουλήθηκε κανένα σχεδόν βιβλίο σε όλη τη χώρα και που έγραψε τεράστιες ζημίες σε όλα τα εκδοτικά. Άλλος ένας τέτοιος Ιούλιος, και θα αφανίσει τα πάντα. Μακάρι να μην ξαναζήσουμε κάτι παρόμοιο.
Παρά ταύτα, έπεσα έξω. Τίποτε από τα παραπάνω δεν συμβαίνει. Συμβαίνουν τα αντίθετα: και πολλοί νέοι τίτλοι κυκλοφορούν, και πολλά πολυσέλιδα βιβλία βγαίνουν, και πολλοί από τους πρωτοεμφανιζόμενους που απασχολούν τα μεγάλα διεθνή Μέσα μεταφράζονται (και μάλιστα συχνά σε υψηλό επίπεδο) στα ελληνικά. Μπορεί ο μεγάλος όγκος της βιβλιοπαραγωγής να εκπορεύεται από τους πέντε-έξι μεγαλύτερους παίκτες, αλλά αυτό είναι απολύτως λογικό και το περιμέναμε από καιρό να συμβεί: η Ελλάδα δεν μπορεί να σηκώσει πάνω από έναν μονοψήφιο αριθμό «πολυσυλλεκτικών» εκδοτικών οίκων (και βιβλιοπωλείων), μαζί με πολλά μικρά και εξειδικευμένα εκδοτικά που θα στοχεύουν σε ένα συγκεκριμένο κοινό το καθένα — και πάλι, το ίδιο ισχύει και για τα βιβλιοπωλεία: μία ή δύο αλυσίδες αρκούν στην αγορά, μαζί με πολλά περιφερειακά σχετικώς μικρά καταστήματα που θα λειτουργούν με πιο άμεση σχέση βιβλιοπώλη-πελάτη και έχοντας βασικό τους στόχο να είναι πλήρη σε συγκεκριμένες κατηγορίες βιβλίων, όχι σε καθετί που κυκλοφορεί — το καθετί μπορεί κανείς να το βρει ευκολότερα στις αλυσίδες. Τα λειτουργικά έξοδα ενός πολυσυλλεκτικού εκδοτικού οίκου είναι πολύ μεγάλα, και δεν υπάρχει κανένας σοβαρός επιχειρηματικός λόγος να προσπαθήσει κανείς να φτιάξει ένα μαγαζί που θα εκδίδει «τα πάντα» ή, από την άλλη, που θα βγάζει μόνο «ελληνική πεζογραφία», ας πούμε, κάτι δηλαδή χαοτικό. Αλλά μόνο γυναικεία μυθιστορήματα, ή μόνο αστυνομικά, ή μόνο οδικούς χάρτες ή οδηγούς μαγειρικής, ή μόνο ψηφιακά βιβλία, ή μόνο βιβλία με παραδοσιακή τυπογραφία ή καλλιτεχνική βιβλιοδεσία, ναι — μπορεί να το κάνει, και το κάνει. Και στο μέλλον θα γίνει ακόμη πιο διακριτό αυτό, δίνοντας ώθηση και σε κατηγορίες βιβλίων που σήμερα υποεκπροσωπούνται στην αγορά.
Δεν έχω, ξαναλέω, απάντηση για το φαινόμενο που παρατηρείται το τελευταίο διάστημα, και μάλιστα ειδικά αυτά τα χρόνια της χρεοκοπίας, αλλά απλώς το χαίρομαι. Όλοι μας το χαιρόμαστε. Ελπίζω μόνο να μην είναι η τελευταία απόπειρα των εκδοτών να στηριχτούν απέναντι στις αφόρητες πιέσεις που δέχονται από τη συνεχιζόμενη κρίση και —ακόμη χειρότερο αυτό— από τη συνεχιζόμενη αβεβαιότητα. Το βιβλίο είναι πολύ ευαίσθητο αγαθό. Το δε ποσοστό των τίτλων που ονομάζουμε long sellers είναι στατιστικά ασήμαντο — κανείς δεν μπορεί να βασιστεί στα «αθάνατα» βιβλία. Ούτε οι εκδότες, ούτε οι φίλοι του βιβλίου. Και κανείς φυσικά δεν μπορεί να προδικάσει τη μακροβιότητα ενός τίτλου. Τα βιβλία ζουν και πεθαίνουν όπως όλοι μας: είναι, με τον τρόπο τους, οργανισμοί. Η αγορά, και οι αναγνώστες, όλοι μας, ζούμε από το πρόσκαιρο θρόισμα των χάρτινων φύλλων, όχι από τον Τζόις των ευαρίθμων αναγνωστών ή την Άγκαθα Κρίστι των περιπτέρων, φέρ' ειπείν. Ζούμε από τις τρέχουσες εκδόσεις, από τους νέους τίτλους, από τα καινούρια ονόματα — ακόμη κι αν κάτι μάς λέει πως δεν θα έχουν συνέχεια. Η ιστορία της λογοτεχνίας χτίζεται πάνω στους πυλώνες των ξεχασμένων τίτλων και τροφοδοτείται από τους πάγκους των βιβλιοπωλείων, όχι από τα ράφια τους.
Εξ ου —ίσως— και η γενναία αυτή προσπάθεια των εκδοτών. Μακάρι να συνεχιστεί. Μακάρι να μπορέσει να συνεχιστεί. Η αγορά του βιβλίου, που είχε χτυπηθεί από την επερχόμενη Κρίση προτού την ανακαλύψουν και την κάνουν πρωτοσέλιδο οι εφημερίδες, για έναν περίεργο λόγο, και σίγουρα χάρη κυρίως στις γυναίκες συγγραφείς και αναγνώστριες, όχι μόνο εξακολουθεί να ζει και να αναπνέει, αλλά και είναι πιο δυναμική και πιο ζωντανή από ποτέ. Και πιο εκλεκτική φυσικά. Κανείς μας δεν θέλει να θυμάται τον Ιούλιο του 2015, περίοδο που δεν πουλήθηκε κανένα σχεδόν βιβλίο σε όλη τη χώρα και που έγραψε τεράστιες ζημίες σε όλα τα εκδοτικά. Άλλος ένας τέτοιος Ιούλιος, και θα αφανίσει τα πάντα. Μακάρι να μην ξαναζήσουμε κάτι παρόμοιο. Ζούμε ήδη με τις τελευταίες μας αντοχές και με τις τελευταίες μας εφεδρείες.