Η ΧΑΡΠΕΡ ΛΙ ήταν αυτή που συνόδευσε τον Τρούμαν Καπότε στα θρυλικά του ταξίδια στο Κάνσας για την υπόθεση που αποτέλεσε και το κεντρικό ιστό του βιβλίου «Εν Ψυχρώ», που στάθηκε στο πλευρό του και μοιράστηκε τις αγωνίες και τους εφιάλτες του. Φίλη του στενή και συνοδοιπόρος δεν μπόρεσε να μην τον χρησιμοποιήσει εμπνεόμενη από εκείνον τον χαρακτήρα του νεαρού Ντιλ στο περίφημο «Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια» (εκδόσεις Bell, μετ. Βικτώρια Τράπαλη), το βιβλίο που άλλαξε τα δεδομένα του αμερικανικού bildungsroman και πλέον θεωρείται κλασικό.
Μεταφέροντας και οι δυο στα βιβλία τους, με διαφορετικό τρόπο, τους συμβολισμούς του αμερικανικού Νότου η Χάρπερ Λι και ο Τρούμαν Καπότε αποδείχθηκαν γνήσιοι εκπρόσωποι της δεξιοτεχνικής αφήγησης της περιοχής που ενέπλεκε τοπικούς θρύλους, ατμόσφαιρες, εσωτερικευμένα αδιέξοδα και πάθη. Ειδικά το «Όταν Σκοτώνουν τα κοτσύφια» δεν αναδεικνύει μόνο την ατμόσφαιρα της περιοχής αλλά μεταφέρει και ένα δικό του αντιρατσιστικό μήνυμα, όπως καταγράφεται μέσα από τα μάτια της νεαρής πρωταγωνίστριας Σκάουτ αλλά και του Τζεμ Φίντς οι οποίοι ζουν στο Μέικομπ της Αλαμπάμα τη δεκαετία του 30.
Μέσα σε λίγο μόλις χρονικό διάστημα το «Βάλε ένα φύλακα» έσπασε όλα τα ρεκόρ πωλήσεων και έγινε το δημοφιλέστερο βιβλίο όλων των εποχών ξεπερνώντας σε πωλήσεις ακόμα και τον «Κώδικα Ντα Βίντσι» του Νταν Μπράουν.
Ο πατέρας τους, Άττικους Φίντς δικηγόρος της εποχής αποφασίζει να υπερασπιστεί έναν νεαρό νέγρο ο οποίος κατηγορείται για τον βιασμό μιας λευκής. Ανάμεσα στα άλλα εμπόδια ο Φιντς πρέπει να αντιμετωπίσει τους συμπολίτες του αλλά και να εξηγήσει στα παιδιά του πόσο σημαντική είναι για αυτόν αλλά και για το μέλλον αυτού του αδυσώπητου τόπου το να κερδίσει αυτή την υπόθεση.
Το χαμένο χειρόγραφο
Μέχρι σήμερα τα βραβευμένα με Πούλιντζερ «Κοτσύφια» έχουν πλέον μεταφραστεί σε όλες σχεδόν τις γλώσσες, έχουν γίνει οσκαρική ταινία με πρωταγωνιστή τον Γκρέγκορι Πεκ-το 1962-και θεωρούνται αντικείμενο μελέτης για τα Πανεπιστήμια. Το παράδοξο είναι ότι το «Βάλε ένα φύλακα» που είναι η νοερή συνέχεια από το «Όταν Σκοτώνουν τα Κοτσύφια» είχε γραφτεί από την Χάρπερ Λι κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 50 και θεωρούταν χαμένο. Ο λόγος που ουσιαστικά συνιστά τη συνέχεια ενώ έχει γραφεί πρωτύτερα είναι ότι ο εκδότης είχε ζητήσει από τη συγγραφέα να συγγράψει ένα δεύτερο βιβλίο με βάση τον κεντρικό χαρακτήρα ως παιδί κι αυτό αποφάσισε τελικά να εκδώσει. Έτσι το «Βάλε ένα Φύλακα» ξεχάστηκε κάπου στα κιτάπια του εκδότη για να αποκαλυφθεί μόλις πρόσφατα σε έναν φάκελο ανάμεσα σε άλλα έγγραφα από τον δικηγόρο της 90χρονης συγγραφέως. Η Χάρπερ Λι αποφάσισε να το εκδώσει χωρίς μάλιστα επεμβάσεις και αλλαγές και είναι λογικό η ανακάλυψη του χαμένου χειρόγραφου να προκαλέσει ανάλογο πανικό γύρω από την επικείμενη έκδοση του βιβλίου. Αποτέλεσμα; Μέσα σε λίγο μόλις χρονικό διάστημα το «Βάλε ένα Φύλακα» έσπασε όλα τα ρεκόρ πωλήσεων και έγινε το δημοφιλέστερο βιβλίο όλων των εποχών ξεπερνώντας σε πωλήσεις ακόμα και τον «Κώδικα Ντα Βίντσι» του Νταν Μπράουν. Το βιβλίο κυκλοφόρησε πρόσφατα και στη χώρα μας από τις εκδόσεις Bell που είχαν εκδώσει και το «Όταν Σκοτώνουν τα Κοτσύφια». Τη μετάφραση του «Βάλε ένα Φύλακα» υπογράφει η Σώτη Τριανταφύλλου και ουσιαστικά παρακολουθούμε την επιστροφή της Σκάουτ από τη Νέα Υόρκη στο Μέικομπ.
Κι ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο:
Η Νέα Υόρκη. Η νέα Υόρκη; Θα σας πω: Η Νέα Υόρκη έχει όλες τις απαντήσεις. Υπάρχουν ενώσεις Εβραίων και Αγγλοφώνων, υπάρχει το Κάρνεγκι Χολ, υπάρχουν σχολές και ερευνητικά κέντρα: εκεί μαθαίνεις τις απαντήσεις. Η πόλη ζει με συνθήματα, -ισμούς και γρήγορες, σίγουρες απαντήσεις. Αυτή τη στιγμή η Νέα Υόρκη μου λέει: Τζιν Λουίζ, δεν αντιδράς σύμφωνα με τις αρχές της φυλής σου, αρά δεν υπάρχεις. Τα καλύτερα μυαλά αυτής της χώρας μάς λένε ποια είσαι: μια κοπέλα από τον Νότο. Δεν μπορείς να ξεφύγεις από αυτό που είσαι-δεν σε κατηγορούμε για τίποτα, αλλά η συμπεριφορά σου προκύπτει από τους κανόνες και τα δόγματα του Νότου. Μην προσπαθείς να γίνεις κάτι που δεν είσαι.
Απάντησε νοερά: Όσα συμβαίνουν τελευταία στην οικογένειά μου είναι μια παρεξήγηση. Από αυτή την οικογένεια έμαθα όσα έμαθα για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Από τη Νέα Υόρκη, το μόνο που έμαθα είναι η καχυποψία. Δεν ήξερα τι σημαίνει μίσος προτού βρεθώ στη Νέα Υόρκη, όπου είδα τον ένα να μισεί τον άλλον. Χρειάστηκαν νόμοι για να εμποδίσουν το μίσος. Περιφρονώ τις γρήγορες απαντήσεις, τα συνθήματα στον υπόγειο σιδηρόδρομο: προπάντων περιφρονώ τους κακούς τρόπους, την αγένεια της Νέας Υόρκης, που ποτέ δεν πρόκειται να αποβάλει.
Ένας άνθρωπος που ήταν ευγενής, ακόμα και στους σκίουρους καθόταν στο δικαστήριο και εξωθούσε σε δράση τα πιο στενοκέφαλα ανθρωπάρια. Κι όμως, η Τζιν Λουίζ τον είχε δει ξανά και ξανά στο παντοπωλείο να περιμένει στην ουρά πίσω από τους Νέγρους. Είχε δει τον κύριο Φρεντ να σηκώνει με απορία τα φρύδια και τον πατέρα της να κουνάει καθησυχαστικά το κεφάλι. Ήταν το είδος του ανθρώπου που περίμενε ενστικτωδώς, τη σειρά του: είχε καλούς τρόπους.
Άκου, αδελφούλα, τα ξέρουμε τα γεγονότα: πέρασες είκοσι ένα χρόνια από τη ζωή σου στη χώρα του λιντσαρίσματος, σε μια κομητεία όπου τα δυο τρία του πληθυσμού είναι Νέγροι αγρότες. Σταμάτα το θέατρο.
Δεν θα με πιστέψετε, αλλά θα σας το πω: μέχρι τώρα κανείς στην οικογένεια μου δεν είχε προφέρει τη λέξη “αράπης”. Ποτέ δεν έμαθα να σκέφτομαι με όρους “αράπηδων”. Μεγάλωσα μαζί με μαύρους: στην Καλπούρνιά, τον Ζίμπο που δούλευε στο απορριματοφόρο, τον Τομ που ήταν κηπουρός και άλλους που δεν θυμάμαι τα ονόματά τους. Γύρω μου υπήρχαν εκατοντάδες Νέγροι που δούλευαν στα χωράφια, που μάζευαν το μπαμπάκι, που δούλευαν στην οδοποιία, που πριόνιζαν ξύλα και έφτιαχναν σπίτια. Ήταν μπατίρηδες, μερικοί ήταν άρρωστοι, βρόμικοι, οκνηροί και χαραμοφάηδες, αλλά ποτέ δεν μου πέρασε από το μυαλό να τους περιφρονήσω, να τους φοβηθώ, να τους φερθώ με αγένεια ή να τους κακομεταχειριστώ χωρίς να τιμωρηθώ γι'αυτό. Πράγματι ζούσαν στο δικό τους κόσμο και εγω ζούσα στον δικό μου. Όταν πηγαίναμε για κυνήγι, δεν καταπατούσαμε τη γη τους, όχι επειδή ήταν νέγρικη, αλλά επειδή δεν καταπατούσαμε ξένη γη. Έμαθα να μην εκμεταλλεύομαι κανέναν που είναι λιγότερο τυχερός από μένα, είτε στο μυαλό είτε στα πλούτη, είτε στην κοινωνική θέση-κανέναν, είτε είναι Νέγρος είτε είναι οτιδήποτε άλλο. Έμαθα ότι η εκμετάλλευση είναι απαράδεκτη. Έτσι με μεγάλωσαν μια μαύρη γυναίκα και ένας λευκός άντρας.