ΡΕΠΟΡΤΑΖ: ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ ΚΑΙ ΕΛΕΝΑ ΓΑΛΑΝΟΠΟΥΛΟΥ
ΒΙΝΤΕΟ/ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΠΑΡΙΣ ΤΑΒΙΤΙΑΝ
Για χρόνια πολλά ήταν ένα γκρίζο κουφάρι γεμάτο σκαλωσιές καταμεσής της λεωφόρου Συγγρού. Δεκατέσσερα χρόνια μετά, και ενώ οι εργασίες ανακαίνισής του έχουν ολοκληρωθεί στο ακέραιο, το εμβληματικό βιομηχανικό κτίριο του Τάκη Ζενέτου που προοριζόταν να γίνει το πρώτο –επιτέλους– Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της χώρας στέκει αμήχανο, αδειανό και βουβό.
Μια δημόσια έριδα μεταξύ της επί σειρά ετών διευθύντριάς του Άννας Καφέτση και του διοικητικού συμβουλίου, με συνεντεύξεις Τύπου, πικρόχολα σχόλια και διαρροές, οδήγησε στην τελική αντικατάστασή της από τη μέχρι πρότινος καλλιτεχνική διευθύντρια του Ιδρύματος Ιωάννου Φ. Κωστόπουλου, πρόεδρο του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης και διευθύντρια της Μπιενάλε Θεσσαλονίκης Κατερίνα Κοσκινά. Τα media παρακολούθησαν αμήχανα τα γεγονότα.
Κανείς, ωστόσο, δεν έδειξε να αναρωτιέται επί της ουσίας: είναι το διακύβευμα μιας τόσο μεγάλης φιλονικίας κάτι όντως σπουδαίο, σημαντικό και βιώσιμο ή μιλάμε για ένα μουσείο με μεγάλο τίτλο και μικρό περιεχόμενο, που δύσκολα θα επιβιώσει στον έντονο διεθνή ανταγωνισμό και πάλι θα τρέχει να σωθεί από το ΕΣΠΑ ή την όχι πάντα ακηδεμόνευτη βοήθεια των χορηγών;
Το σίγουρο είναι ότι μια σοβαρή εθνική υπόθεση μοιάζει να «στοιχειώνει» από την κατάρα που κατατρώει πολλά πράγματα στην Ελλάδα: ένα κράτος που αλλάζει τις αποφάσεις του σαν ρούχα, κυβερνήσεις που διαδέχονται η μία την άλλη κάνοντας τα πρόσωπα-κλειδιά στην τέχνη να πηγαινοέρχονται, θολή νομοθεσία και ελλιπής ανάγνωση των νόμων. Και, φυσικά, μέσα σε όλα αυτά, η νοοτροπία που θέλει την τέχνη, και δη τη σύγχρονη, να είναι κάτι περιττό και πολυτελές.
Μια επίμονη διευθύντρια
Το μουσείο αυτό διεκδικεί τον τίτλο της πιο πολυφωτογραφημένης μακέτας, πλάι στην οποία έχουν αστράψει φλας και χαμόγελα κι έχουν κοπεί κορδέλες. Τα δε εγκαίνιά του έχουν εξαγγελθεί απ' όλες σχεδόν τις πολιτικές ηγεσίες από το 2000 μέχρι σήμερα. Γενιές και γενιές πολιτιστικών συντακτών έχουν ζήσει «εγκαίνια στο γιαπί».
Ανατρέχοντας στο παρελθόν, μοιάζει με ιστορία συνωμοσίας.. Κι όμως, όλοι οι χειρισμοί τόσων ετών κατέληγαν στο ακριβώς αντίθετο από το πολυπόθητο αποτέλεσμα: να μην ανοίγει τελικά το μουσείο. Κι αυτό γιατί, όπως συμφώνησαν όλοι οι άνθρωποι με τους οποίους συζητήσαμε για το θέμα, αυτό που απουσιάζει ακόμη και σήμερα είναι η ισχυρή πολιτική βούληση.
Κανείς μέχρι σήμερα δεν τόλμησε να καταρτίσει έναν νόμο πιο προσαρμοσμένο στα δεδομένα της σύγχρονης τέχνης ή να καταστρώσει έναν στρατηγικό σχεδιασμό για τα μουσεία, τον εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας τους, το προφίλ και τις αρμοδιότητες των εκάστοτε διευθυντών και των διοικητικών συμβουλίων. Αποτέλεσμα; Να αφήνονται στην τύχη τους ή στις... βουλές του εκάστοτε υπουργού.
Δεν γίνονται κάθε μέρα τέτοιας κλίμακας μουσεία
Άννα Καφέτση
Από τα πρώτα κιόλας χρόνια της λειτουργίας του θεσμού η Άννα Καφέτση είχε διαρκώς πρόβλημα με τα εκάστοτε διοικητικά συμβούλια. Πολύς κόσμος αποχώρησε, λιγότερο ή περισσότερο ηχηρά. H δική της τελική αποχώρηση προκάλεσε μεν μεγάλη συζήτηση αλλά και ανέδειξε την ουσιαστική παθογένεια της ελληνικής κατάστασης: και η νέα διευθύντρια, όπως ακριβώς η προηγούμενη, παραμένει ουσιαστικά με τα χέρια δεμένα, αφού, ακόμα κι αν αποσπάσει υποσχέσεις από την παρούσα κυβέρνηση, κανείς δεν ξέρει τι θα συμβεί με την επόμενη, η οποία πιθανότατα θα διορίσει νέο Δ.Σ., ως είθισται.
Κι αυτό γιατί με την περίφημη τροπολογία Λιάπη μοιάζει σαν οι διευθυντές των μουσείων να καθίστανται.... «πολιτικό προσωπικό» κι έτσι το πάγιο αίτημα για ενδυνάμωση των θεσμών καταποντίζεται. Οποιοσδήποτε κι αν βρίσκεται πλέον στην καρέκλα του διευθυντή του μουσείου, όση ευελιξία και καλή διάθεση κι αν διαθέτει για να συνεννοηθεί και να προχωρήσει, είναι δέσμιος. Συνεπώς, είναι λες και το κράτος δεν έχει ακούσει ποτέ πως σε όλα τα μουσεία του πολιτισμένου κόσμου, στον οποίο θέλει να ανήκει, η ισχυρή προσωπικότητα των διευθυντών είναι εκείνη που τους προσδίδει ταυτότητα και χαρακτήρα, χαράσσοντας πολιτική. Ένα ζήτημα τέχνης υποβιβάζεται έτσι σε ζήτημα αλλαγής καρέκλας. Εκτός, βέβαια, κι αν εφαρμοστεί κι εδώ (όπως συνέβη το 2009-2010) το εξής: ο πρόεδρος του Δ.Σ. να είναι και διευθυντής, πράγμα που συμβαίνει σε άλλα, μεγαλύτερα μουσεία, όπως το ΜΕΤ και το Λούβρο. Και μιλώντας για άλλα μεγάλα μουσεία του εξωτερικού, εύλογα αναρωτιέται κανείς τι είναι τελικά ένα Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης για την Ελλάδα.
Τι είναι τελικά το ΕΜΣΤ;
Σίγουρα η Αθήνα δεν διαθέτει την παράδοση άλλων πόλεων, όπως η Νέα Υόρκη και το Παρίσι, στο ζήτημα της σύγχρονης τέχνης. Πώς θα μπορούσαν, άλλωστε, τα έργα που παράγονται σε μια περιφέρεια να συγκριθούν με τα αντίστοιχα των μητροπόλεων του κόσμου;
Κι όμως, εδώ βρίσκεται το μεγάλο στοίχημα για ένα τέτοιο μουσείο στη χώρα μας. Η επιτυχία του θα είναι να αποκτήσει τέτοια ισχυρή ταυτότητα, ώστε αφενός να εκπαιδεύσει το μη εξοικειωμένο στη σύγχρονη τέχνη πλατύ κοινό της Ελλάδας και αφετέρου να αποτελέσει πόλο έλξης για τους φιλότεχνους διεθνώς. Βεβαίως, όχι μιμούμενο άκριτα ξένα πρότυπα και προσπαθώντας να φτάσει κάτι που ποτέ δεν θα γίνει (δεν γεννήθηκαν, άλλωστε, εδώ τα μεγάλα σύγχρονα ρεύματα και το έργο των σύγχρονων Ελλήνων εικαστικών υπήρξε πάντοτε συνδεδεμένο με τα κέντρα του εξωτερικού), αλλά ενδυναμώνοντας τη δική του ταυτότητα, βρίσκοντας το δικό του στίγμα.
Και ως προς αυτό το σημείο φαίνεται πως η Άννα Καφέτση δεν τα πήγε άσχημα. Πολέμιοι και υποστηρικτές της συμφωνούν πως με τα μέσα που διέθετε κατάφερε να συγκεντρώσει μια ιδιαιτέρως αξιόλογη συλλογή έργων σύγχρονης τέχνης τα οποία διαπερνά ο βασικός άξονας της «διαπολιτισμικότητας», έχουν ξεκάθαρο πολιτικό στίγμα και αναδεικνύουν τη γεωπολιτική θέση της χώρας μας, που αφενός ανήκει στα Βαλκάνια και αφετέρου βρίσκεται πολύ κοντά στη Μέση Ανατολή.
Τα χίλια έργα που ξεκίνησε να συγκεντρώνει από μηδενική βάση από το 2000 μέχρι σήμερα, αποδεχόμενη (με αυστηρά κριτήρια) δωρεές καλλιτεχνών, αξιοποιώντας χορηγίες αλλά και πραγματοποιώντας επιλεκτικές αγορές, στοίχισαν συνολικά κάτι λιγότερο από 1,9 εκατ. ευρώ. Και η αξία τους διαρκώς ανεβαίνει στο λεγόμενο «χρηματιστήριο της τέχνης».
Τι σημαίνει αυτό για κάποιον που δεν γνωρίζει αγορές και αξία; Ότι η συλλογή του ΕΜΣΤ δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να συγκριθεί με μια συλλογή μεγάλου μουσείου, όπως π.χ. το ΜΟΜΑ. Ωστόσο, διαθέτει υπογραφές και έργα τέχνης ξένων καλλιτεχνών για τους οποίους γίνεται και η μεγάλη συζήτηση στις αγορές του εξωτερικού, που μέχρι σήμερα τουλάχιστον δεν έχουν χάσει την αξία τους. Η αξία αρκετών έργων που αγοράστηκαν, όπως αυτά του Καμπακόφ (ήταν μία από τις πιο ακριβές αγορές του μουσείου) ή της Σιρίν Νεσάτ, έχει ανέβει κατά πολύ. Όσον αφορά τους Έλληνες καλλιτέχνες, ακόμα και κάποιος μη εξοικειωμένος με τη σύγχρονη τέχνη μπορεί να αναγνωρίσει στη λίστα των ονομάτων τους πιο επιφανείς εικαστικούς – αρκετοί από αυτούς με διεθνή καριέρα και έργα που έχουν υψηλές τιμές στις αγορές του εξωτερικού.
Η συλλογή περιλαμβάνει έργα ζωγραφικής, γλυπτά, σχέδια, μεγάλες εγκαταστάσεις αλλά και πολύ αξιόλογα έργα βιντεο-τέχνης, μέχρι και διαδικτυακά έργα και ηχητικές εγκαταστάσεις. Η συλλογή που μοιράζεται ανάμεσα σε Έλληνες και ξένους καλλιτέχνες ανοίγεται σε όλα τα είδη τεχνών.
Τα έργα φέρουν ισχυρές υπογραφές καλλιτεχνών όπως οι: Μπιλ Βιόλα, Γκάρι Χιλ, Ίλια Καμπακόφ, Γιάννης Κουνέλλης, Kimsooja, Σιρίν Νεσάτ, Μίροσλαβ Μπάλκα, Βόλφγκανγκ Λάιμπ, Μόνα Χατούμ, Καταρίνα Φριτς, Do-ho Suh, Κέντελ Γκιρς, Δημήτρης Αληθεινός, Γιώργος Λαζόγκας, Παντελής Ξαγοράρης, Μπία Ντάβου, Χρόνης Μπότσογλου, Έμιλι Ζασίρ, Καρλ Αντρέ, Λουκάς Σαμαράς, Γιώργος Χατζημιχάλης, Βλάσης Κανιάρης, Νίκος Κεσσανλής, Nan Goldin, Allan Sekula, Τόμας Στρουθ, Γκίλιαν Γουέρινγκ, Αν Σόφι Σίντεν, Κουτλούγκ Αταμάν, Nίκος Ναυρίδης, Ουαλίντ Ραάντ & Atlas Group, Ανδρέας Αγγελιδάκης, Κώστας Τσόκλης, Κώστας Βαρώτσος, Γιάννης Ψυχοπαίδης κ.ά. (Ο πλήρης κατάλογος των καλλιτεχνών και των έργων υπάρχει στην ιστοσελίδα του ΕΜΣΤ.)
Όλα αυτά όμως παραμένουν ελάχιστα γνωστά. «Είναι ένα κρυμμένο μυστικό η συλλογή. Τη δείχναμε ελάχιστα ως τώρα» παραδεχόταν λίγους μήνες νωρίτερα σε συνεντεύξεις της η Άννα Καφέτση. Είναι κοινή παραδοχή πως μέχρι σήμερα το ΕΜΣΤ δεν κατάφερε να γίνει φιλικό προς τον κόσμο, ακόμη κι όταν στεγαζόταν στο πολυσύχναστο, τότε, Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Ενδεικτικά αναφέρουμε την επισκεψιμότητα του 2013, που, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, δεν ξεπέρασε τα 15.000 άτομα – αριθμός ιδιαίτερα χαμηλός.
Τι κι αν μια ολόκληρη επικοινωνιακή εκστρατεία είχε σχεδιαστεί και κατατεθεί ήδη από τον Νοέμβριο του 2012; Το σχέδιο ήταν να ξεκινήσει δυναμικά έναν χρόνο πριν τα θυρανοίξια, τα οποία διαρκώς καθυστερούσαν. Μικρή κινητικότητα παρατηρήθηκε μόνον επί υπουργίας Π. Παναγιωτόπουλου, όταν ορίστηκε πρόεδρος της τελετής εγκαινίων ο Ν. Βερνίκος, για να ακολουθήσει και πάλι πάγωμα. Για την επικοινωνιακή του καμπάνια, το μουσείο θα απορροφούσε κονδύλια από το ΕΣΠΑ.
Η τακτική επιχορήγηση του μουσείου ανερχόταν μέχρι σήμερα στο ποσό των 400.000 ευρώ ετησίως. Τα έσοδα ήταν μηδαμινά και το παθητικό μικρό, γύρω στις 50.000. Οι αγορές ουσιαστικά σταμάτησαν από το 2010 και έκτοτε αγοράστηκαν ελάχιστα έργα. Υπάρχει η σημαντική χορηγία του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, ύψους 3 εκατ. ευρώ, η οποία δεν έχει απορροφηθεί (εκκρεμεί μέχρι το κράτος να τηρήσει τους όρους για τους οποίους δεσμεύθηκε). Ειδικότερα, η δωρεά Νιάρχου συμβάλλει στην επικαιροποίηση και εφαρμογή της μουσειολογικής μελέτης του ΕΜΣΤ και παρέχει τον απαραίτητο γενικό και ειδικό εξοπλισμό, ενώ, επιπλέον, καλύπτει την παρουσίαση των μόνιμων συλλογών του μουσείου μέσω της μεταφοράς κι εγκατάστασης των έργων τέχνης στο νέο κτίριο και της διαμόρφωσης των νέων εκθεσιακών του χώρων.
Υπάρχει ακόμα η τετραετής συνεργασία του ΝΕΟΝ με το ΕΜΣΤ που τρέχει ήδη από το 2012 και ολοκληρώνεται το 2015. Η συνεργασία με το ΝΕΟΝ συμπεριλαμβάνει δράσεις, εκπαιδευτικά προγράμματα, εμπλουτισμό της βιβλιοθήκης και εκθέσεις, των οποίων την επιμέλεια θα έχει το ΕΜΣΤ. Επίσης, αγορές έργων τέχνης αξίας 50.000 ευρώ ετησίως.
Είναι σημαντικό για ένα μουσείο να προσελκύσει το ενδιαφέρον και την υποστήριξη των μεγάλων συλλεκτών και χορηγών. Είναι μια συνηθισμένη πρακτική σε μεγάλα και μικρά μουσεία παγκοσμίως, τα οποία αναζητούν όλο και συχνότερα πόρους από χορηγούς. Είναι στο χέρι του μουσείου να καθορίσει τα ανταλλάγματα. Σε αυτό το επίπεδο, ένα μικρό μουσείο μοιάζει να είναι πιο ελεύθερο από ένα μεγάλο, αφού στα μεγάλα μουσεία παίζεται και το «χοντρό» παιχνίδι του «χρηματιστηρίου της τέχνης», που αφορά την αξία και την υπεραξία των συλλογών.
Τον Φεβρουάριο του 2014 η Άννα Καφέτση ανακοίνωνε σε συνέντευξη Τύπου την παράδοση του Φιξ στο ΕΜΣΤ προκειμένου να λειτουργήσει τον Μάιο του 2014. Παράλληλα, αναφέρθηκε και στη βιωσιμότητα του μουσείου: «Το υπουργείο Πολιτισμού οφείλει να εξασφαλίσει τη βιωσιμότητα και τη λειτουργία του. Το μουσείο θα ανοίξει τον Μάιο, όμως χρειάζεται να γίνουν προσλήψεις, όπως χρειάζονται και πόροι. Από το υπουργείο δεν έχουν εξευρεθεί οι απαραίτητοι πόροι για τη λειτουργία του». Πρόσθεσε: «Χρειαζόμαστε 1.400.000 ευρώ και από το υπουργείο έχουμε 400.000 ευρώ για το 2014» εννοώντας την τακτική επιχορήγηση.
Όσον αφορά τη βιωσιμότητά του, η μελέτη που έγινε με βάση το πλάνο ανοίγματος του Φιξ έδειξε πως το μουσείο θα μπορούσε να είναι βιώσιμο αν άνοιγε ολόκληρο και σε πλήρη ανάπτυξη, με το καφέ και το εστιατόριο να λειτουργούν και με τα έσοδα από το πωλητήριο και τις εκδηλώσεις, εκτός των εισιτηρίων. Ακόμα και σήμερα είναι μεγάλο το ενδιαφέρον για ενοικίαση του χώρου για συνέδρια και εκδηλώσεις.
Όχι ένα ακόμα μουσείο της λογικής του '80
«Πώς μπορεί ένα μικρό μουσείο, ενδεχομένως μάλιστα από μια μικρή χώρα όπως η Ελλάδα, που ενδέχεται να μην έχει αριστουργήματα στη συλλογή του, να αποκτήσει ταυτότητα με διεθνή λάμψη»; ρωτά στο «Βήμα» η Μαριλένα Αστραπέλλου τη Σούζαν Σέλερς, επικεφαλής του Τμήματος Σχεδιασμού του νεοϋορκέζικου ΜΕΤ. «Κατ' αρχάς, πρέπει να είσαι σε θέση να προσφέρεις κάτι αξιόλογο στον επισκέπτη που έρχεται από μακριά. Όσοι επισκέπτονται τη χώρα σας ενδιαφέρονται για τον ελληνικό πολιτισμό. Πρέπει, λοιπόν, να βρείτε σημείο επαφής μαζί τους, να ανακαλύψετε τον πιο συναρπαστικό τρόπο για να διηγηθείτε τη μοναδική σας ιστορία. Τα μικρότερα μουσεία έχουν πολλά πλεονεκτήματα. Προσφέρουν την αμεσότητα της εμπειρίας και είναι εστιασμένα σε πολύ συγκεκριμένο αντικείμενο, σε αντίθεση με τα μεγάλα, εγκυκλοπαιδικού τύπου ιδρύματα, τα οποία εκ των πραγμάτων δεν μπορούν να προσφέρουν αυτές τις ιδιαιτερότητες στον επισκέπτη. Σήμερα, πάντως, η πιο αξιόπιστη μορφή επικοινωνίας με το κοινό είναι το "word of mouth". Ακόμη και το πιο μικρό μουσείο του κόσμου μπορεί να εκμεταλλευτεί τα social media και τις διαδικτυακές αξιολογήσεις των επισκεπτών του προκειμένου να χτίσει διεθνή φήμη». Μέσα σε μια παράγραφο η Σούζαν Σέλερς συνοψίζει τον ρόλο και τον τρόπο λειτουργίας του ΕΜΣΤ, καθαρά και με σαφήνεια.
Για το ΕΜΣΤ τα ανοιχτά πεδία και οι προκλήσεις είναι πολλές. Το μουσείο οφείλει να ανοιχτεί στον κόσμο και να επικοινωνεί μαζί του αποτελεσματικά, αξιοποιώντας στο έπακρο τη δύναμη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, στα οποία άλλα, αντίστοιχα ιδρύματα του εξωτερικού διαπρέπουν (ακόμη και η ιστοσελίδα του είναι από τις πλέον δύσχρηστες και μη ελκυστικές). Οφείλει, επίσης, να καταστήσει σαφές πως δεν πρόκειται για ένα ακόμα μουσείο μιας εποχής κατά την οποία το χρήμα υπήρχε και έρρεε αφειδώς.
Τη στιγμή που η κοινωνική πραγματικότητα στη χώρα μας βράζει, την ίδια ώρα που το αξιόλογο ελληνικό δυναμικό καλλιτεχνών παραμένει αναξιοποίητο, καθώς δεν έχει πού να δείξει τη δουλειά του, ο στόχος αυτού του μουσείου οφείλει να είναι πολύ διαφορετικός από τα φλας και τις λαμπερές εκθέσεις, που αποτελούσαν ζητούμενο περασμένων δεκαετιών.
Ένα σύγχρονο μουσείο, για να ενδιαφέρει τον Αθηναίο, τον Έλληνα και τον τουρίστα, πρέπει να διαθέτει μια ολοκληρωμένη επικοινωνιακή φυσιογνωμία, να αποκτήσει αληθινούς «φίλους», συμμέτοχους και «συνένοχους» μέσα στον κόσμο, να αναπτύξει τη σχέση κοινού και μουσείου ως σχέση αφοσίωσης, να παρουσιάζει εκθέσεις και να δημιουργεί δράσεις ελκυστικές κι ενδιαφέρουσες. Το ότι είναι μικρό το καθιστά ευέλικτο και του δίνει τον αέρα να κάνει εκθέσεις απολύτως ιδιαίτερες και πρωτότυπες. Μόνο έτσι μπορεί να γίνει πόλος έλξης. Αλλιώς δεν θα είναι παρά ένα μουσείο της λογικής του '80. Απλώς μια έκθεση. Είναι όμως αυτό που έχουμε ανάγκη στην παρούσα συνθήκη, σε μια σχεδόν κατεστραμμένη χώρα;
Όποιος ρωτήθηκε συμφώνησε ότι χρειαζόμαστε ένα μουσείο που θα χτυπά στον παλμό της κοινωνίας, μέσα στο οποίο θα αισθανόμαστε αλλιώς τη χώρα και τους θεσμούς – μια υπενθύμιση της σημασίας και του ρόλου της σύγχρονης τέχνης. Αλλιώς θα ανακυκλώνουμε την ίδια πραγματικότητα. Και ο σημερινός και ο αυριανός και ο κάθε διευθυντής θα φωτογραφίζεται στα «καδράκια» και η σύγχρονη τέχνη θα είναι ένα σκουπίδι για τους πολλούς, κάτι ακατανόητο, μη βιωμένο, άγνωστο και αφιλόξενο.
Είναι μια ευκαιρία να γνωρίσουμε έναν κόσμο που δημιουργεί στον παρόντα χρόνο, να αντιμετωπίσουμε τα έργα και τη λειτουργία τους όχι μόνο ως αντικείμενα αλλά ως επιρροή στις σκέψεις και στις ζωές μας.
Η ιστορία του ΕΜΣΤ συνδέεται με την παραλογή του γιοφυριού της Άρτας. Αν και αυτήν τη φορά δεν ανακοινωθεί επίσημα το πολυπόθητο χρονοδιάγραμμα μέχρι τα εγκαίνιά του, περνάμε σε άλλον μύθο, αυτόν του Αισώπου με τον ψεύτη βοσκό και τα πρόβατα.