Ερωτευμένος με την Ελλάδα! Αυτό ήταν ο Bρετανός ζωγράφος John Craxton και ο τίτλος της έκθεσης έργων του στο Μουσείο Μπενάκη «Μια ελληνική ψυχή» αποτυπώνει ακριβώς την προσωπικότητα ενός ανθρώπου που από πολύ νωρίς αγάπησε έναν τόπο, σχεδόν εμμονικά, πριν καλά καλά τον δει, πριν πατήσει το πόδι του σε αυτόν.
Αρχικά πιθανόν γιατί μαγεύτηκε από την ελληνική τέχνη, την αρχαία γλυπτική, τον Ελ Γκρέκο, εκθέματα που είχε την τύχη να αντικρίσει σε συλλογές και μουσεία της χώρας του και της Γαλλίας όπου βρέθηκε λίγο πριν από το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Πάντα όμως ήξερε ότι η Ελλάδα ήταν το μέρος όπου θα έβρισκε τον προσωπικό του παράδεισο. Κι έτσι ακριβώς συνέβη.
Γεννημένος το 1922, στο περιβάλλον μιας μποέμικης οικογένειας, με γονείς μουσικούς, δεν διέπρεψε ποτέ στο σχολείο γιατί το μόνο που πραγματικά τον ενδιέφερε ήταν η ζωγραφική. Αυτό φάνηκε όταν το 1941, σε ηλικία μόλις δεκαεννιά χρονών, πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση με σχέδια σε ένα καφέ του Λονδίνου.
Πολύ σύντομα βρήκε τον πρώτο του ένθερμο θαυμαστή, τον συνεκδότη του περιοδικού «Horizon» Peter Watson που έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην εξέλιξή του. Μέσω εκείνου γνώρισε τη φωτογράφο Joan Rayner, μετέπειτα σύζυγο του φιλέλληνα συγγραφέα Patrick Leigh Fermor.
Η έκθεση του Μουσείου Μπενάκη φιλοξενεί ενενήντα έργα, πολλά από αυτά άγνωστα, προερχόμενα κυρίως από το Craxton Estate, και καλύπτουν όλες τις περιόδους της σταδιοδρομίας του καλλιτέχνη: χαρακτικά, σχέδια, πίνακες ζωγραφικής, φωτογραφίες, προσωπικά αντικείμενα.
Νέος ακόμα, μέσα στη δίνη του πολέμου, μοιραζόταν το ίδιο στούντιο με τον Lucian Freud, όπου ζωγράφισε τα πρώτα του έργα. Όταν το 1944 φιλοτέχνησε με λιθογραφίες και σχέδια με μελάνι την ανθολογία Visionary poems and passages or The poet’s eye, έκανε τέτοια εντύπωση στο καλλιτεχνικό Λονδίνο, που όλοι μιλούσαν για το πιο ελπιδοφόρο ταλέντο της γενιάς του.
Συνδέθηκε φιλικά με τον ποιητή Νάνο Βαλαωρίτη και λίγο αργότερα με τον Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα, μια γνωριμία που έμελλε να εξελιχθεί σε φιλία ζωής. Ο Γκίκας τον παρότρυνε να επισκεφθεί άμεσα την Αθήνα, το οποίο και έκανε τον Μάιο του 1946 χάρη στη βοήθεια της lady Norton, συζύγου του Βρετανού πρέσβη στην Αθήνα.
Στη μεταπολεμική Αθήνα ζούσε και δίδασκε στο Βρετανικό Ινστιτούτο, κέντρο συνάντησης Βρετανών και Ελλήνων διανοουμένων, ο Patrick Leigh Fermor. Γνωρίστηκαν και του πρότεινε να επισκεφτεί και να ζωγραφίσει τον Πόρο, ένα ήσυχο νησί όπου μπορούσε να αφοσιωθεί στη τέχνη του. Ακολούθησε τη συμβουλή του και εγκαταστάθηκε εκεί, όπου είχε την τύχη να συναναστραφεί τον Γιώργο Σεφέρη. Ξαφνικά του αποκαλύφθηκε η Ελλάδα που ονειρευόταν, ένας τόπος που υποπτευόταν ότι θα αποτελούσε γι’ αυτόν τον ιδανικό μέρος για να ζήσει.
Στον Πόρο, εκτός από το φως, τον ουρανό, τη θάλασσα και τα χρώματα, ανακάλυψε τη ζεστασιά και τη θαλπωρή των ανθρώπων. Παραδόθηκε σε έναν κόσμο αισθήσεων, γεύσεων, εικόνων και ήχων, που είχε έναν απελευθερωτικό τρόπο ζωής, αυτό το «έξω καρδιά» που κυριαρχούσε στις παραλίες, στα καφενεία, στις ταβέρνες, στις παρέες των απλών ανθρώπων του μικρού νησιού, των ψαράδων, των βοσκών, των ναυτών που υπηρετούσαν στον ναύσταθμο. Ανάμεσα σε αυτούς και ένας Κρητικός, για χάρη του οποίου μετά από λίγο επισκέφθηκε την Κρήτη, τη γενέτειρα του λατρεμένου του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου.
Στον Πόρο πήγε και τον βρήκε και ο Lucian Freud, που πέρασε μαζί του έναν χειμώνα ζωγραφίζοντας. Στα έργα εκείνης της πρώτης επίσκεψης, που εκτέθηκαν στο Βρετανικό Ινστιτούτο της Αθήνας, αποτυπωνόταν ένα απαράμιλλο joie de vivre, όπως και ο θαυμασμός του μόλις εικοσιτριάχρονου ζωγράφου για τους νησιώτες.
Το ίδιο συνέβη όταν το 1951 σχεδίασε τα σκηνικά και τα κοστούμια για τη παράσταση Δάφνης και Χλόη του Ραβέλ που ανέβηκε στο Covent Garden, σε χορογραφία του Frederick Ashton με τη Margot Fonteyn ‒ τα μοτίβα τα είχε ξεσηκώσει από τη ζωή του στον Πόρο. Το καλοκαίρι ακολούθησε τους δύο διάσημους καλλιτέχνες σε κρουαζιέρα στα ελληνικά νησιά μαζί με την Joan Rayner και τον Leigh Fermor, ενώ τα επόμενα δύο χρόνια επισκέφθηκε τη Χίο και τη Σάμο, όπου δημιούργησε μια σειρά σχεδίων και πίνακες.
Παράλληλα φιλοτέχνησε και δύο «κρητικά» εξώφυλλα για τα βιβλία The Stronghold – An account of the four seasons in the White Mountains of Crete του Xan Fielding και The Cretan Runner του Γιώργου Ψυχουντάκη, σε μετάφραση του Patrick Leigh Fermor ‒ επρόκειτο για έναν αγράμματο βοσκό, μαντατοφόρο των αντιστασιακών και των βρετανικών ειδικών αποστολών, του οποίου η γενναιότητα συμβόλιζε ολόκληρη την αντίσταση του κρητικού λαού.
Η Ύδρα και το πατρικό αρχοντικό του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα αποτέλεσαν για τον Craxton, όπως και για τους Leigh Fermor, το προπύργιο των ελληνικών τους αναζητήσεων και διαδρομών, μέχρι την καταστροφή του από πυρκαγιά το 1961.
Δύο χρόνια μετά αγόρασε το πρώτο σπίτι του στα Χανιά, μια πόλη που λάτρεψε από την πρώτη μέρα που την αντίκρισε. Η Κρήτη κατέκτησε την ψυχή του Craxton: το άγριο τοπίο και η ιστορία της, ο πλατύς ανοιχτός ορίζοντας της θάλασσας, το πάθος και η επιμονή των Κρητικών για ζωή. Στα Λευκά Όρη αναζήτησε τους αντιστασιακούς συντρόφους του Leigh Fermor, των οποίων τα πορτρέτα ζωγράφισε.
Στη ζωγραφική του κυριαρχεί το βραχώδες και αδάμαστο ελληνικό τοπίο με τις αιχμηρές και ανυπότακτες γραμμές και τους όγκους του, όπως και το απαράμιλλο ελληνικό φως.
Το εφηβικό του ενδιαφέρον για την αρχαία ελληνική τέχνη απογειώθηκε χάρη στην επαφή του με τη βυζαντινή αγιογραφία, την Κρητική Σχολή, ενώ ακόμα και οι σύγχρονες μορφές ανθρώπων αλλά και ζώων που αναπαράστησε στον καμβά παραπέμπουν σε μυθολογικές μορφές: ο ψαράς των χταποδιών, ο Κρητικός βοσκός εμπνευσμένος από μινωικού τύπου κύπελλα που βρέθηκαν σε βασιλικό τάφο της Σπάρτης, ο χασάπης σαν αρχαίος Αθηναίος, το κρητικό αγριοκάτσικο που θυμίζει τον Πάνα.
Και ενώ η πρώιμη ζωγραφική του ήταν σκοτεινή και μελαγχολική, ίσως λόγω της εμπειρίας των βομβαρδισμών του Λονδίνου, η περίοδος της Ελλάδας κατακλύζεται από φωτεινά χρώματα. Ένα αδιάκοπο γλέντι με χορευτές, λυράρηδες, ναύτες σε τραπέζια να τρώνε και να πίνουνε, βοσκοί και ψαράδες, τραπεζώματα με κρητικούς μεζέδες, φαράγγια, περβόλια, βουνοκορφές.
Και ενώ ο φυσικός του χώρος ήταν τα σαλόνια και οι γκαλερί με τους διανοούμενους και τους διάσημους καλλιτέχνες, εκεί που πραγματικά έβρισκε χαρά και αφηνόταν ήταν δίπλα σε ανεπιτήδευτους ανθρώπους.
Ανεξάρτητο πνεύμα και υπέρμαχος της ελευθερίας σε κάθε της έκφραση, πίστευε πολύ στη φιλία τιμώντας τις παρέες του, είτε επρόκειτο για διάσημους είτε για απλούς θνητούς. Χωρίς μεγάλη προσπάθεια γινόταν το επίκεντρο της παρέας, μια ανεξάντλητη πηγή κεφιού. Υιοθέτησε τις συνήθειες των ντόπιων, την τσικουδιά και το κρασί, το καλό φαΐ και το πιοτό, κουβεντιάζοντας σε άρτια ελληνικά με κρητική προφορά, ενώ κουβαλούσε πάντα ένα μπλοκ σχεδίου για να ζωγραφίζει μουσικούς, άντρες που χόρευαν, τα τραπεζώματα.
Το απενοχοποιημένο χιούμορ του ενόχλησε σε τέτοιο βαθμό τη χούντα, που του απαγορεύτηκε η παραμονή στην Ελλάδα. Η επίσημη δικαιολογία ήταν ότι σύχναζε στα στέκια των ναυτών στα Χανιά για να αποσπάει απόρρητες πληροφορίες. Η αλήθεια ήταν ότι είχε εναντιωθεί στην καταστροφή και τον «εκσυγχρονισμό» του βενετσιάνικου λιμανιού που ονειρεύονταν κάποιοι. Όσο δε για τους ναύτες και τους ψαράδες, αλλιώς έπρεπε να ερμηνεύσει κανείς τις συναναστροφές του αυτές.
Εγκατέλειψε την Ελλάδα και άρχισε να ταξιδεύει. Το Πανεπιστήμιο του Stirling του ανέθεσε να σχεδιάσει μια ταπισερί εμπνευσμένη από την Ελλάδα σε συνεργασία με το εργαστήριο Dovecot Weavers κι έτσι παρέμεινε στο Εδιμβούργο για δύο χρόνια. Με τη Μεταπολίτευση επέστρεψε οριστικά στα Χανιά το 1977.
Καθώς βρισκόταν στη μέση ηλικία και ήταν πιο κατασταλαγμένος, τα διδάγματα και το απόσταγμα της ζωής του έβρισκαν χώρο στη δουλειά του: στα εξώφυλλα βιβλίων του Leigh Fermor, στον τοίχο του σπιτιού του Γκίκα στην Κριεζώτου στην Αθήνα, σε εκθέσεις σε σημαντικές γκαλερί στην Αγγλία.
Μεταξύ 1985 και 1993 η Christopher Hull Gallery του οργάνωσε πέντε ατομικές εκθέσεις. Τα κείμενα του καταλόγου της τελευταίας, το 1993, τα έγραψε ο David Attenborough. Εκείνη τη χρονιά εκλέχτηκε και μέλος της Royal Academy of Arts του Λονδίνου.
Όλα αυτά όμως είχαν ελάχιστη σημασία για εκείνον, αφού θεωρούσε μεγαλύτερη τέχνη από τη ζωγραφική τη ζωή στην Ελλάδα. Από αυτήν που αντλούσε όλη τη δύναμη για το έργο του και αυτή τον καθόρισε. Είδε τα Χανιά τελευταία φορά το 2006. Πέθανε στο Λονδίνο στις 17 Νοεμβρίου 2009 σε ηλικία 87 ετών, σχεδιάζοντας συνεχώς την επιστροφή του στην Κρήτη.
Η έκθεση του Μουσείου Μπενάκη φιλοξενεί ενενήντα έργα, πολλά από αυτά άγνωστα, προερχόμενα κυρίως από το Craxton Estate, και καλύπτουν όλες τις περιόδους της σταδιοδρομίας του καλλιτέχνη: χαρακτικά, σχέδια, πίνακες ζωγραφικής, φωτογραφίες, προσωπικά αντικείμενα.
Φιλοξενεί επίσης την εντυπωσιακών διαστάσεων ταπισερί «Τοπίο με στοιχεία της φύσης» που δημιούργησε στο Εδιμβούργο, εμπνευσμένη από την παραδοσιακή κρητική υφαντουργία, η οποία συνοψίζει την αγάπη του για τον ελληνικό κόσμο.
John Craxton - Μια ελληνική ψυχή
Μουσείο Μπενάκη Ελληνικού Πολιτισμού, Κουμπάρη 1, Αθήνα
Από 13/4 έως 11/9
Δευτ., Τετ., Παρ., Σάβ. 10:00-18:00, Πέμ. 10:00-00:00, Κυρ. 10:00-16:00
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.