Η περίοδος του Πολέμου και της Κατοχής, που σηματοδοτείται από την 28η Οκτωβρίου 1940, υπήρξε οδυνηρή για τον τόπο.
Η καταστροφή σε κάθε επίπεδο ήταν ανομολόγητη. Σκοτώθηκαν στα πεδία των μαχών και πέθαναν από την πείνα και τις κακουχίες εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι. Οι υποδομές της χώρας καταστράφηκαν, η οικονομία διαλύθηκε, κάθε πτυχή της ζωής (της αδυσώπητα σκληρής ζωής, για τους πολλούς) ενσωματώθηκε στο γενικότερο πλάνο του χαμού και της φρίκης.
Η Τέχνη, κάθε μορφή Τέχνης, ακόμη και εν τω γεννάσθαι, και βεβαίως στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, όταν οι μνήμες του ολέθρου εξακολουθούσαν να στοιχειώνουν τους επιζώντες, δεν αδιαφόρησε για όλο εκείνο που συνέβη.
Σκοτεινά τοπία, επιμήκεις εξαϋλωμένες μορφές, μοναχικά άτομα, αλλά και συμπλέγματα ατόμων, θλιβερές περιγραφές των καταστάσεων της ζωής, μα και της πείνας ή και του θανάτου, πρωταγωνιστούν στα συμβολικά χαρακτικά του, που μεταφέρουν ακέραιες τις εικόνες της θυσίας και της καταστροφής.
Απεναντίας, και στην λογοτεχνία, και στην ποίηση, και στο τραγούδι, και στο θέατρο, και στον κινηματογράφο, και στις εικαστικές Τέχνες, η περίοδος του Πολέμου και της Κατοχής, θα περιγραφόταν μέσα από ρωμαλέα έργα, που ακόμη και σήμερα, δεκαετίες αργότερα, τα μνημονεύουμε και τα μελετάμε, με περίσκεψη και με συγκίνηση.
Να θυμηθούμε το «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας» του Οδυσσέα Ελύτη; Να θυμηθούμε τα βιβλία «Το Πλατύ Ποτάμι» του Γιάννη Μπεράτη, «Φωτιά» του Δημήτρη Χατζή και «Νύχτα» του Πάνου Σαμαρά; Να θυμηθούμε τα ρεμπέτικα της Κατοχής; Τις ταινίες «Ουρανός» και «Εκδρομή» του Τάκη Κανελόπουλου; Τα αντιπολεμικά χαρακτικά του Τάσσου και της Βάσως Κατράκη; Τις φωτογραφίες του Σπύρου Μελετζή; Είναι τόσα πολλά...
Στη ζωγραφική και στις παράπλευρες τεχνοτροπίες υπήρξαν πολλοί καλλιτέχνες που αποτύπωσαν, στα έργα τους, το κλίμα της απόγνωσης και της δυστυχίας του Πολέμου και της Κατοχής, κι ένας απ’ αυτούς ήταν οπωσδήποτε ο Αντώνης Κανάς, που κατόρθωσε να σημαδέψει, με τρόπο ανυπέρβλητο, όψεις της κατατρεγμένης και διαλυμένης ζωής, που επιχειρούσε να ανασάνει, δραπετεύοντας μέσα από τα ερείπια.
Ο Α. Κανάς είχε γεννηθεί στην Σμύρνη το 1915 (θα πέθαινε στην Αθήνα 80 χρόνια αργότερα), είχε σπουδάσει στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, είχε δασκάλους, όπως διαβάζουμε στην wiki, τους Ουμβέρτο Αργυρό, Επαμεινώνδα Θωμόπουλο και Γιάννη Κεφαλληνό (στην χαρακτική), ενώ το κύριο κομμάτι του έργο του αφορούσε σε θαλασσογραφίες (θεωρείται κορυφαίος στη συγκεκριμένη θεματική).
Το 1946, λίγο μετά την Απελευθέρωση, κι ενόσω οι μνήμες από τα δεινά της Κατοχής ήταν ακόμη νωπές, ο Αντώνης Κανάς, που είχε ενεργό ρόλο στην Εθνική Αντίσταση, θα φιλοτεχνούσε δώδεκα λιθογραφίες, στις οποίες θα αποτύπωνε με επιβλητικό εξπρεσιονιστικό τρόπο το κλίμα του Πολέμου.
Σκοτεινά τοπία, επιμήκεις εξαϋλωμένες μορφές, μοναχικά άτομα, αλλά και συμπλέγματα ατόμων, θλιβερές περιγραφές των καταστάσεων της ζωής, μα και της πείνας ή και του θανάτου, πρωταγωνιστούν στα συμβολικά χαρακτικά του, που μεταφέρουν ακέραιες τις εικόνες της θυσίας και της καταστροφής.
Το folder εκείνων των δώδεκα λιθογραφιών ανήκε στην συλλογή του λαρισσαίου ιατρού Γεωργίου Ι. Κατσίγρα (1914-1998), ενώ τώρα εκτίθεται στην Δημοτική Πινακοθήκη Λάρισας / Μουσείο Γ.Ι. Κατσίγρα, από τον ιστότοπο της οποίας δανειζόμαστε το σχετικό υλικό.
«Νύχτωσε. Οι λαβωμένοι αργοπεθαίνουν. Ό,τι απόμεινε γερό από τον ελληνικό λόχο κρατά τις θέσεις του και λουφάζει. Στο δρόμο βουίζουν ακατάπαυστα οι κινητήρες των αυτοκινήτων που κατεβαίνουν προς τη Φλώρινα. Οι Γερμανοί υποχώρησαν από το βουνό κι άναψαν στα χωράφια φωτιές ειρηνικές, μαγειρεύουν, ζεσταίνονται, καπνίζουν. Δεν τους μέλλει αν δίνουν στόχο. Μα τα μεσάνυχτα ο πόλεμος ξεπετιέται πάλι, μέσα από το ζόφο, ανέλεος. Ο εχθρός έζωσε το ύψωμα μ’ έναν κυκλωτικό φραγμό φωτιάς από όλμους. Ξεκινά από τους πρόποδες και σφυροκοπά με πείσμα τις πλαγές, ανεβαίνοντας απ’ όλες τις μεριές προς την κορφή. Συγκεντρώνεται εκεί λίγη ώρα κι ύστερα ανοίγεται πάλι και κατεβαίνει προς τον κάμπο. Όλα θα τα σκεπάσει αυτή η κόλαση. Δεν θα μείνει ούτε πουρνάρι ούτε συρματόπλεγμα ούτε θέληση ανθρώπινη. Θα κομματιάσει τα κουφάρια, θ’ αποτελειώσει τους μισοπεθαμένους, θα τσακίσει τα όπλα, θα κυνηγήσει στις τελευταίες ζαρωματιές της γης, στα πιο κρυφά βαθουλώματα του βράχου, τους ζωντανούς. Έτσι τους πρέπει, γιατί αυθαδίασαν. Μια φούχτα στρατιωτάκια, οπλισμένα με σκουριασμένα σίδερα της παλιάς σχολής, τόλμησαν να εναντιωθούν στην τιτάνια ορμή του Τρίτου Ράιχ. Ας μη γλυτώσει λοιπόν κανείς τους! Ας τους συντρίψει ολότελα ο νόμος του πολέμου! Ορμέμφυτα, ο Μαρίνος βουλά στη γη, δαγκάνει το χώμα. Το πιο παράξενο, το πιο εξωφρενικό είναι πως ζει ακόμα. Ναι, ζει, Θεέ και Κύριε! Ζει! Ποια δύναμη τον κρατά στη ζωή μες σε τούτο τον αφανισμό των πάντων; Άραγε η αγάπη σου, Θεανώ; Άραγε η ευλογία της ευτυχίας μας; Γερμανοί, ξανθοί δαίμονες του ολέθρου, με σκοτώνεται και σας σκοτώνω όσο θα ’μαι άξιος να πατήσω μια σκανδάλη, μα δεν σας μισώ. Το φωνάζω μες στη χλαπαταγή του αιώνα: Δεν σας μισώ! Γιατί είστε μοιραίοι. Γιατί εγώ είμαι ευτυχισμένος. Γιατί το πέρασμά σας έχει κάτι από τη μεγαλοσύνη τής τραγωδίας και ξέρω πως το τέλος σας θα είναι φοβερό κι αδυσώπητο όσο κι οι θρίαμβοί σας. Γιατί μπόρεσα και δημιούργησα, σε τούτον τον κόσμο, μια σπίθα ευτυχίας κι έγινα λεύτερος –το νιώθω την ώρα αυτή, στο κατώφλι του θανάτου, τρανότερα από κάθε άλλη φορά– και δεν με ταράζει πια ο θάνατος και δεν μ’ αγγίζει πια το μίσος...».
Γιώργου Θεοτοκά «Ασθενείς και Οδοιπόροι» [Εκδοτικός Οίκος Γ. Φέξη, 1964 / Εστία, 2012]