Όταν κάποιος γυρίζει από ένα ταξίδι στην Αφρική συνήθως η πρώτη ερώτηση που του κάνουν είναι «πήγες σαφάρι;». Η Αφρική για όλους σχεδόν τους δυνητικούς επισκέπτες είναι «Εθνικά Πάρκα» και «Σαφάρι». Από τον κανόνα φυσικά δεν θα μπορούσε να ξεφύγει και η Κένυα, με τα 40 εθνικά της πάρκα. Ένα όμως ξεχωρίζει, το Μασάι-Μάρα, που αποτελεί και κατά κάποιο τρόπο και τη «ναυαρχίδα» των πάρκων της. Έτσι ένα ταξίδι στην Κένυα μοιάζει αναπόφευκτα συνδεδεμένο μ' ένα σαφάρι στο Μασάι-Μάρα. Το συγκεκριμένο εθνικό πάρκο έχει πάρει την ονομασία του από τη φυλή των Μασάι, μια και αποτελεί τον τόπο καταγωγής και διαμονής τους, καθώς και από τον ποταμό Μάρα που αποτελεί το φυσικό σύνορο της Κένυας με την Τανζανία.
Το Μασάι-Μάρα αποτελεί τόπο των διηγήσεων του Έρνεστ Χέμινγουεϊ, όταν το 1933 είχε ταξιδέψει στην Αφρική, όπου συμμετείχε σε σαφάρι τριών μηνών. Οι εμπειρίες του αποτέλεσαν υλικό για το μυθιστόρημα Οι πράσινοι λόφοι της Αφρικής (Green Hills of Africa), που εκδόθηκε το 1935. Το κυνήγι στο Μασάι-Μάρα το συνδύαζε με το άλλο αγαπημένο του σπορ, το ψάρεμα ξιφία, που είχε ως βάση το ψαροχώρι του Γουαταμού, στις ακτές της Κένυας, βόρεια της Μομπάσα. Τα ταριχευμένα κεφάλια από αντιλόπες και γαζέλες που σκότωσε στην Αφρική κοσμούν σήμερα τη βίλα του Χέμινγουεϊ, τη Φίνκα Βίχια, στην Αβάνα της Κούβας. Αλλά το Μασάι-Μάρα έγινε επίσης πιο γνωστό από τα γυρίσματα της ταινίας του Σίντνεϊ Πόλακ, του αριστουργηματικού Πέρα από την Αφρική (Out of Africa), με τους Ρόμπερτ Ρέντφορντ και Μέριλ Στριπ. Πολλές σκηνές της ταινίας γυρίστηκαν στο βορειοδυτικό τμήμα του, το Esoif Oloololo, που βρίσκεται σε υψόμετρο 2.000 περίπου μέτρων.
Όλοι σχεδόν οι Κενυάτες που ρώτησα εάν είχαν επισκεφθεί το Μασάι-Μάρα, μου είπαν ότι ήταν πολύ ακριβό και δεν μπορούσαν να πάνε. Αντίθετα η μεσαία τάξη πηγαίνει για διακοπές στις γειτονικές Ουγκάντα και Τανζανία που είναι πολύ πιο φθηνές. Ισχυρίζονται ότι εκεί «νιώθουν σαν βασιλιάδες». Το κόσμημα της Κένυας μπορούν να το επισκεφθούν μόνο οι «πλούσιοι ξένοι», αλλά όχι οι κάτοικοί της, οι ντόπιοι.
Το Μασάι-Μάρα αποτελεί το πιο γνωστό και πολυσύχναστο εθνικό πάρκο της Κένυας και είναι συνέχεια του οικοσυστήματος της σαβάνας, του τεράστιου εθνικού πάρκου Σερενγκέτι της Τανζανίας. Όντως το Μασάι-Μάρα συγκεντρώνει τα πάντα: είναι το πιο όμορφο, με τον μεγαλύτερο αριθμό ζώων. Μάλιστα πολλά γραφεία ταξιδιών διαφημίζουν τον προορισμό από το είδος των ζώων που μπορεί να δει ο επισκέπτης ως το «Big Five! Εδώ και πουθενά αλλού». Το εθνικό πάρκο εκτείνεται σε μια έκταση 1.500 τετραγωνικών χιλιομέτρων περίπου και σ' ένα υψόμετρο 1.650 μέτρων κατά μέσο όρο.
Στο κέντρο του Μασάι-Μάρα, και προς τα ανατολικά του πάρκου, εκτείνονται τεράστιες πεδιάδες που διασχίζουν εποχιακά ποτάμια, που δημιουργεί η περίοδος των βροχών. Τα περισσότερα ενώνονται με το πιο μεγάλο από αυτά, τον διάσημο ποταμό Μάρα, που προσφέρει ένα τρομακτικό θέαμα από το πέρασμα των γκνου και τη μάχη τους με τους κροκόδειλους, που καιροφυλαχτούν για να επιτεθούν, στα πιο αδύναμα εξ αυτών. Όλα τα είδη των ζώων απαντώνται σ' αυτό το τεράστιο πάρκο: λιοντάρια, ελέφαντες, τίγρεις, λεοπαρδάλεις, ρινόκεροι, ιπποπόταμοι, κροκόδειλοι, ζέβρες, βουβάλια, ύαινες, καμηλοπαρδάλεις, αντιλόπες, γαζέλες... Εάν προσθέσουμε όλες τις προστατευόμενες ζώνες του οικοσυστήματος, τόσο από την πλευρά της Κένυας, όσο και από την πλευρά της Τανζανίας (Σερενγκέτι), δημιουργείται μια τεράστια έκταση των 25.000 τ.χμ. που ισούται με τα πέντε έκτα της έκτασης του Βελγίου.
Εκείνο που χαρακτηρίζει τα εθνικά πάρκα Μασάι-Μάρα και Σερενγκέτι είναι η διαχρονική μετακίνηση των ζώων, από το ένα στο άλλο, διασχίζοντας τον ποταμό Μάρα. Αυτές τις μετακινήσεις ορίζουν οι περίοδοι των βροχών και της ξηρασίας. Έτσι στα δυο πάρκα διαμορφώνονται ζώνες γεμάτες ζωή και άλλες που στοιχειώνει το κενό ζωής.
Τα γκνου
Το Μασάι-Μάρα θα ήταν ένα συνηθισμένο εθνικό πάρκο της Αφρικής, εάν δεν υπήρχε η μεγάλη μετανάστευση των γκνου. Από τον Μάρτη 1,5 με 2 εκατομμύρια ζώα, συνοδευόμενα από 300 χιλιάδες ζέβρες και 400 χιλιάδες γαζέλες εγκαταλείπουν τις νότιες περιοχές του Σερενγκέτι και ανηφορίζουν προς το Βορρά. Ο λόγος οφείλεται στο γεγονός ότι το χορτάρι στους βοσκότοπους του Σερενγκέτι αρχίζει να σπανίζει. Στη μεγάλη τους πορεία προς το Μασάι-Μάρα, γεννιούνται ακόμα 300 με 400 χιλιάδες μικρά γκνου που αποτελούν εύκολη λεία για λιοντάρια, τίγρεις, ύαινες...
Αρχές Ιουλίου έχουν φθάσει τα πρώτα κοπάδια στον ποταμό Μάρα, τον οποίο επιχειρούν να διασχίσουν το τρίμηνο Ιουλίου-Σεπτεμβρίου. Τα κοπάδια στην μετανάστευσή τους, σχηματίζουν ουρές πολλών χιλιομέτρων και αποτελούν μοναδικό θέαμα. Συνήθως, οι διαδρομές τους παρουσιάζουν μικρές αποκλίσεις από χρόνο σε χρόνο και μοιάζουν να ακολουθούν ένα αρχέγονο δοξαστικό, όπως και το πέρασμά τους στον ποταμό Μάρα. Όμως, παρά το μικρό πλάτος του ποταμού, λόγω του πολύ μεγάλου αριθμού τους και της βιασύνης τους να περάσουν στην απέναντι όχθη, χιλιάδες ζώα τραυματίζονται, ενώ τα πιο αδύναμα και τα πολλά μικρά σκάνε, πιεζόμενα από την τεράστια βιαστική μάζα που σχηματίζουν τα γκνου. Φυσικά στη φύση δεν υπάρχει κενό, και ένας μεγάλος αριθμός από κροκόδειλους, γύπες, ύαινες, τσακάλια αναμένουν αυτή την περίοδο, όλο τον χρόνο.
Τον Οκτώβρη όταν το χορτάρι στο Μασάι-Μάρα, αρχίζει να εκλείπει, τα γκνου αρχίζουν τη μεγάλη κάθοδό τους, προς τον Νότο και το Σερενγκέτι. Όμως, τα τελευταία χρόνια, οι επιστήμονες κρούουν το κώδωνα του κινδύνου, εφόσον ο αριθμός των γκνου που διασχίζει τον ποταμό Μάρα και παραμένει στην προστατευόμενη ζώνη του Μασάι-Μάρα μειώνεται, χρόνο με τον χρόνο, σε ανησυχητικό βαθμό, εξαιτίας των ανθρώπινων δραστηριοτήτων μέσα στην προστατευόμενη ζώνη, κυρίως των τουριστικών, που έχουν αποδειχτεί πολύ κερδοφόρες. Έτσι σήμερα μοιάζει ορατό η μεγάλη τουριστική δραστηριότητα και ιδίως η δημιουργία lodges πολυτελείας και κάμπινγκ μελλοντικά να σκοτώσει την «κότα με τα χρυσά αυγά». Και εδώ, χωρίς να αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα, το κράτος, μπρος στη δημιουργία πρόσθετων συναλλαγματικών εισπράξεων, συμβάλλει στην καταστροφή του πάρκου και στην μετατροπή του, σταδιακά, σε νεκρή ζώνη.
Ο τουρισμός
Παρόλη την εμπειρία που είχα και από άλλα εθνικά πάρκα στην Αφρική, το Μασάι-Μάρα μού έμοιαζε να αποτελεί την «τέλεια τουριστική παγίδα», έναν «τουριστικό θύλακα». Εννοιολογικά ο «τουριστικός θύλακας» αντιπροσωπεύει τον οργανωμένο τουρισμό υψηλού επιπέδου, που αναπτύσσεται σε μια συγκεκριμένη χωρική ενότητα, με υποδομές και υπηρεσίες (lodges, σαφάρι, στην προκειμένη περίπτωση), που έχουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και λειτουργίες, τελείως αποκομμένες από το ευρύτερο οικονομικό και κοινωνικό γίγνεσθαι της χώρας υποδοχής. Πιο απλά ο τουριστικός θύλακας, αποτελεί μια ζώνη ξένης κυριαρχίας μέσα σ' ένα κράτος και απευθύνεται σχεδόν αποκλειστικά στους ξένους, λόγω των υψηλών τιμών, που δεν μπορούν να πληρώσουν οι ντόπιοι. Σε οικονομικούς όρους, ο θύλακας επιβάλλει τον επαναπατρισμό κερδών και επενδυτικών κεφαλαίων, με αποτέλεσμα τα μικρά οφέλη για τη χώρα ή τον τόπο υποδοχής. Ουσιαστικά οι ξένοι κερδοσκοπούν πάνω στους φυσικούς εθνικούς πόρους της χώρας. Αυτή την τουριστική ανάπτυξη της Αφρικής, πολλοί ειδικοί της ανάπτυξης και του τουρισμού την αποκάλεσαν, τη δεκαετία του '70, «τουριστική αποικιοκρατία», ή «τουριστική νεοαποικιοκρατία».
Ενδιαφέρον, όμως, για να κατανοηθούν οι έννοιες «τουριστική παγίδα» και «τουριστικός θύλακας», είναι να αναφέρουμε κάποια οικονομικά στοιχεία της Κένυας. Το ΑΕΠ της χώρας, ανά κάτοικο, ανέρχεται περίπου στα 1.400 δολάρια, ενώ ένα ποσοστό του πληθυσμού, μεγαλύτερο από το ένα τρίτο, μαστίζεται από μεγάλη φτώχεια. Ο τουρισμός δημιουργεί το 10% του ΑΕΠ, ενώ μεγάλο πρόβλημα για την ανάπτυξή του αποτελεί η τρομοκρατία. Τα τρομοκρατικά χτυπήματα του 2013, 2015 και 2019 είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση του διεθνούς τουρισμού. Μόνο το τρομοκρατικό χτύπημα του 2013, με 67 νεκρούς, έφερε μείωση του τουρισμού, κατά 40%, το 2014.
Εντός του εθνικού πάρκου του Μασάι-Μάρα κατοικούν οι Μασάι, οι οποίοι βόσκουν τα κοπάδια τους παρά την υφιστάμενη απαγόρευση, σχετικά με τη λειτουργία του πάρκου και τις προστατευόμενες ζώνες. Τα χωριά τους βρίσκονται διάσπαρτα στα σύνορα της προστατευόμενης ζώνης και πολλά από αυτά είναι ανοικτά στον τουρισμό, εφόσον τα έχουν βαπτίσει «χωριά πολιτισμού». Μόνο που οι τουρίστες που τα επισκέπτονται θα πρέπει να πληρώσουν 20 με 30 δολάρια το άτομο. Οι ιδιοκτήτες γης, ως επί το πλείστων άγονης, την πουλούν σε ξένους επιχειρηματίες που έρχονται να κατασκευάσουν «lodges πολυτελείας», στα σύνορα της προστατευόμενης ζώνης. Φυσικά και αυτό το περίφημο σαφάρι στο Μασάι-Μάρα, πέρα από τα χιλιάδες ζώα, κυρίως γκνου, που μπορεί ο επισκέπτης να δει, χαρακτηρίζεται και από τα μεγαλειώδη μποτιλιαρίσματα των θηριωδών τζιπ που μεταφέρουν τουρίστες, σε μέρη όπου υπάρχει ένα ιδιαίτερο θέαμα, όπως ένα λιοντάρι, μια τίγρη... Οι τουρίστες με τις φωτογραφικές μηχανές προσπαθούν να αποθανατίσουν την σκηνή, ενώ οι οδηγοί των τζιπ με τα κινητά στο αυτί αναζητούν πληροφορίες για το επόμενο θέαμα, μια και η πληροφόρηση και το θέαμα τους εξασφαλίζει τον επιούσιο, αλλά και τη φήμη ενός σαφάρι στο Μασάι-Μάρα.
Ας δούμε όμως το επίπεδο των τιμών εντός του εθνικού πάρκου, σε σύγκριση με το εισόδημα ενός Κενυάτη, που δικαιολογούν τις έννοιες, «τουριστική παγίδα», «τουριστικός θύλακας», «αποικιοκρατία», «νεοαποικιοκρατία». Η τιμή εισόδου στο πάρκο του Μασάι-Μάρα κοστίζει 80 δολάρια το άτομο, ενώ η διαμονή σε lodges έχει τις ακόλουθες διαβαθμίσεις: 350, 450, 600, 900, 1.250 και 2.500 δολάρια ανά διανυκτέρευση, σύμφωνα με τις προσφερόμενες υπηρεσίες. Όσοι παίρνουν αεροπλάνο από το Ναϊρόμπι για το μικρό αεροδρόμιο που βρίσκεται εντός του πάρκου πληρώνουν 50 δολάρια για διαδρομή δέκα λεπτών, από το αεροδρόμιο έως το lodge. Η ενοικίαση ενός τζιπ για περιήγηση έξι περίπου ωρών εντός του πάρκου κοστίζει από 120-150 δολάρια, ενώ ο ξεναγός που καθορίζει τη διαδρομή, σύμφωνα με τις τοποθεσίες συγκέντρωσης των ζώων, 30 με 40 δολάρια. Άλλες δραστηριότητες που προτείνονται από τα lodges, όπως μικρές βόλτες με τζιπ σε κάποιο χωριό Μασάι, κοστίζουν γύρω στα 70 δολάρια κ.λπ. Οι πτήσεις μιας ώρας με αερόστατο, που συνοδεύονται από ένα ποτήρι σαμπάνιας, κοστίζουν 400 δολάρια το άτομο. Από το Diani, ένα παραθεριστικό θέρετρο νότια της Μομπάσα, τα τουριστικά γραφεία πουλούν τις δυο ημέρες σαφάρι στο Μασάι-Μάρα 990 δολάρια και τις τρεις 1.540 δολάρια.
Και τώρα ας πάμε στους ντόπιους. Ένας Κενυάτης εργάτης κερδίζει 150 με 250 σίλινγκς τη μέρα, δηλαδή 1,5 με 2 δολάρια. Κάποιος που δουλεύει στην ασφάλεια των καταστημάτων στο Ναϊρόμπι, γύρω στα 150 δολάρια το μήνα, ενώ ένας υπάλληλος γραφείου με πανεπιστημιακό δίπλωμα, γύρω στα 350 με 400 δολάρια. Συσχετίζοντας το κόστος μιας μέρας σαφάρι με τις μηνιαίες απολαβές ενός μέσου Κενυάτη εργαζόμενου, προκύπτει ότι αυτός μπορεί να πληρώσει μια διανυκτέρευση για δυο άτομα στο πιο φθηνό lodge του πάρκου. Φυσικά αδυνατεί να πληρώσει την είσοδο σε αυτό, την ενοικίαση ενός τζιπ, τον ξεναγό. Επομένως συγκρίνοντας τα πόσα κερδίζει ένας Κενυάτης τον μήνα και πόσα κοστίζει μια μέρα περιήγησης και διαμονής στο Μασάι-Μάρα, αυτόματα επαληθεύονται οι έννοιες που παρατέθηκαν παραπάνω. Εξάλλου όλοι σχεδόν οι Κενυάτες που ρώτησα εάν είχαν επισκεφθεί το Μασάι-Μάρα, μου είπαν ότι ήταν πολύ ακριβό και δεν μπορούσαν να πάνε. Αντίθετα η μεσαία τάξη πηγαίνει για διακοπές στις γειτονικές Ουγκάντα και Τανζανία που είναι πολύ πιο φθηνές. Ισχυρίζονται ότι εκεί «νιώθουν σαν βασιλιάδες». Το κόσμημα της Κένυας μπορούν να το επισκεφθούν μόνο οι «πλούσιοι ξένοι», αλλά όχι οι κάτοικοί της, οι ντόπιοι. Τι άλλο θα μπορούσε να αποτελέσει, εκτός από έναν θύλακα, ένα ξένο σώμα, στο σώμα της χώρας, ένα κομμάτι μιας τουριστικής αποικίας;
Πάρα πολλοί από τους επιβάτες των τζιπ, μέσα στο πάρκο, ήταν πλούσιοι Κινέζοι. Φυσικό επόμενο, εφόσον η Κένυα έχει παραδοθεί αμαχητί στον κινεζικό επεκτατισμό που συναντάται παντού στην Αφρική. Τετρακόσιες κινεζικές επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται στην χώρα, το υπερσύγχρονο τρένο Ναϊρόμπι-Μομπάσα είναι κινεζική επένδυση, εφόσον το σύνολο των έργων σε αυτοκινητόδρομους και τρένα πραγματοποιείται από κινεζικές εταιρίες που επιθυμούν να μεταφέρουν τα κινεζικά προϊόντα από το λιμάνι της Μομπάσα στα βάθη της Αφρικής. Από όλα αυτά δεν θα μπορούσε να ξεφύγει και το Μασάι-Μάρα, όπου πέρα από το εισιτήριο εισόδου, τα υπόλοιπα έσοδα κατευθύνονται σε ξένες πολυεθνικές επιχειρήσεις τουρισμού.
Θα μπορούσαν να αναφερθούν αντίστοιχα παραδείγματα και από άλλες αφρικανικές χώρες, καθώς και απόψεις επιστημόνων του τουρισμού σχετικά με την «τουριστική αποικιοκρατία», αλλά βρίσκω πιο ενδιαφέρον να παραθέσω μια αναφορά του συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων, του Νορβηγού Jo Nesbo, που δεν είναι ειδικός, αλλά οξυδερκής παρατηρητής, από το βιβλίο του Νυχτερίδα, που αφορά μια από τις πιο οικονομικά ανεπτυγμένες χώρες του πλανήτη, την Αυστραλία. Όταν η Αυστραλία ανοίχτηκε στο διεθνές κεφάλαιο και υιοθέτησε τη λογική πως δεν πρέπει να απομονώνεται, θεωρώντας ότι η Ασία είναι ο κοντινότερος της γείτονας, εκτίμησε ότι, οι συναλλαγές με την Ιαπωνία θα ήταν σημαντικότερες από αυτές με την Αμερική και την Ευρώπη. Ο Nesbo υπογραμμίζει: «Έτσι οι ιαπωνικές αλυσίδες έχτισαν ξενοδοχεία στη Χρυσή Ακτή, προς το Μπρίσμπεϊν, και έφεραν Γιαπωνέζους διευθυντές, μαγείρους και ξενοδοχοϋπαλλήλους, ενώ οι Αυστραλοί προσελήφθησαν ως γκρουμ και καθαρίστριες. Αργά η γρήγορα θα υπάρξει αντίδραση σε αυτό. Κανένας δεν θέλει να ξεσκονίζει τα παπούτσια των ξένων στην χώρα του». Μήπως τα τρομοκρατικά χτυπήματα στην Κένυα μπορούν εν μέρει να ερμηνευτούν και από τα παραπάνω, όταν αυτές οι καταστάσεις προκαλούν συγκρούσεις και ξενοφοβία στον πληθυσμό της χώρας;
Διαβάζω συχνά, τον τελευταίο χρόνο, στον τύπο, άρθρα για τον αφελληνισμό των ελληνικών ξενοδοχείων (κόκκινα δάνεια, πωλήσεις ξενοδοχειακών επιχειρήσεων σε ξένες πολυεθνικές), όπως επίσης ότι μόλις το 16% σχεδόν (36% πριν από την κρίση) των Ελλήνων πραγματοποιεί πλέον διακοπές στα τουριστικά καταλύματα της χώρας, ενώ το υπόλοιπο 84% (διανυκτερεύσεις) είναι ξένοι τουρίστες, όταν το αντίστοιχο ποσοστό στην Γαλλία είναι 70% και 30%, αντίστοιχα. Μήπως στην Ελλάδα της κρίσης διαμορφώνονται συνθήκες αντίστοιχες της Κένυας...; Μήπως όλες οι παραπάνω έννοιες που ήταν της μόδας τη δεκαετία του '70, από τους οικονομολόγους και τους κοινωνιολόγους, αρχίζουν να βρίσκουν εφαρμογή και εδώ, καλυπτόμενες ωστόσο πίσω από το αδιαφανές πέπλο μιας οικονομικής κρίσης και μιας ανεξέλεγκτης παγκοσμιοποίησης;
Info
Ο Στέλιος Βαρβαρέσος είναι συγγραφέας και καθηγητής Οικονομικής και Πολιτικής του Τουρισμού, στο τμήμα Διοίκησης Τουρισμού του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής.
Το πιο πρόσφατο βιβλίο του «Ένα Ταξίδι στην Ανατολή: Οι Ινδίες» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Παπαζήση.