Μπάρκο: "Μακάο"
"κι ενώ στο χάρτη θάχουμε το στίγμα θετικό,
εν τούτοις το Μακάο μας πλέει προς σ’ άλλη μπάντα"
Αλέξανδρος Μοντεσάντος
BARCO: "MACAO"
Στο μαύρο μπάρκο-μπέστια, του νέγρου κάπταιν Μάδη,
που το σκαρώσαμε κρυφά, στον όρμο του Τσάι-Σις,
δίπλα στον κάβο του Χαϊνάν φορτώσαμε χασίς,
και νύχτα, δίχως πλευρικά, τραβάμε στο σκοτάδι.
Χρόνος σωστός θα πέρασε που θάχουμε σαλπάρει
και σ’ άπνοιες πέφτοντας στεγνές και πούσια στεριανά,
ώς που να καβατζάρουμε το φάρο Παρανά,
μήτε για δείγμα θάχουμε φορτίο μέσα στ’ αμπάρι.
Όλοι μέσ’ το πειρατικό, μέχρι καραβοκύρη,
την Ιστορία μας έχουμε: Κάπου, στην Ταϊτή,
του κάπταιν Μάδη τ’ άρπαξαν την όμορφη Ρουτή,
κι αν στο χασίς δεν τόριχνε, θάκανε χαρακίρι.
Λένε για το λοστρόμο μας, το βέρο Μανταρίνο,
ταέλ εκατομμύρια πως είχε στο Τσουν-Κιν
μα τον τυλίξανε άσκημα μια μέρα στο Ναν-Κιν
και με τα κλέφτικα χαρτιά, τάχασε στο καζίνο.
Ο Καϊάμα, ο τρίτος μας, πούναι σοφός βραχμάνος,
κι αστροσοφία εδίδασκεν απάνου στο Δελχί,
τώρα καπνίζει να ξεχνά μιαν άλλην εποχή,
και δεν τον γνοιάζει να γενεί, μακάρι, Μουσουλμάνος.
Κι ακόμα λεν για το Γραικό, πως μέσα στα πορνεία
έμαθε σκόνη να ρουφά σε χρόνια εφηβικά·
κι ότι στις πλώρες τράβαγε, τόνους ναρκωτικά,
σαν να ζητούσε ηδονική να κάνει αυτοκτονία.
Το τσούρμο μένει ψύχραιμο στην άγρια τρικυμία,
μ’ αν βρει τυφώνα ανθρώπινο, σκληρά θ’ αντισταθεί·
κι ως ότου το καράβι μας μέσ’ στο βυθό χαθεί,
αυτοί στον πόνο, στη χαρά, κρατούν κοινά ταμεία.
Με δίχως ναυτολόγιο και επίσημη πατέντα,
προγεγραμμένοι, εγκάθειρκτοι σέ πλήξη τροπική,
σκίζουμε — μόνον έγγραφο — κάποια φορτωτική
και του φορτίου στήνουμε, μερονυχτίς κουβέντα.
Τόσο μέσα στο μπάρκο μας, το παν έχει φουντώσει,
που κι αν φανεί κατά το Νορθ καταδιωκτικό,
εμείς θα το περάσουμε πως είναι εμπορικό
και σίγουρα θ’ αφήσουμε και να μας διπλαρώσει.
Οι ναύτες μας γυρίζοντας, καβίλιες, το τιμόνι,
έξι στα ξάρτια βλέπουνε να λάμπουν Πολικούς·
και πάντα ομπρός τους νείρονται, βράχους εξωτικούς,
κάποιας ανύπαρκτης στεριάς, π’ όλο και τους ζυγώνει.
Σταβέντο από το Μπόρνεο, δυο κάτασπρα καράβια,
μ’ όλο τουρίστες για Πινάνγκ, ίσως και για Βαν-Μπου
σινιάλα δεν μας κάνουνε… Κι ωσάν τα μαραμπού
χαθήκανε στη διάθλαση, με ρότα τη Μπατάβια.
Απόψε ο τρίτος ερευνά το σύμπαν και τη σφαίρα,
και βλέπει κάποια αλλόκοτα φαινόμενα τρελά·
τον Κρόνο και το Σείριο, στο χρόνο πού κυλά
τις θέσεις να σκατζάρουνε, πάνω στον άδειο αιθέρα.
Ο δεύτερός μας —ο Γραικός — κρατώντας κρεμασμένο
βυθόμετρο στο Πέλαγος, το βάθος του μετρά·
γιατί θαρρεί και σ’ όλους μας το λέει στα σοβαρά,
πως είναι το καράβι μας σε ρήχες καθισμένο.
Κι ο κάπταιν Μάδη διαρκώς, στρίβοντας τον εξάντα,
σ’ αντίστροφη κατεύθυνση, ψάχνει για Πολικό·
κι ενώ στο χάρτη θάχουμε το στίγμα θετικό,
εν τούτοις το "Μακάο" μας πλέει προς σ’ άλλη μπάντα.
Χαράματα μάς πλεύρισε το μότορ-σίπ, "Καμπρία",
χάρις σε πλάνη τραγική, που απέληξε τερπνή·
τι ως πυρκαγιά φαινόντουσαν, κάποιοι εύοσμοι καπνοί,
που υψώνονταν ασάλευτοι, στην αυγινήν αιθρία.
Απίκου το δρομόμετρο, νεκρό, χωρίς αγώνα,
στέκεται, σα ναν τούλειψε κάποιος προορισμός·
και στα πανιά, στις γάμπιες μας, λες πως αφορεσμός
εξαπολύθηκε στυγνός από τον Ποσειδώνα.
Η μούμια του ξυλάρμενου καταμεσίς πελάγους,
στέκει μ’ όλους τούς φλόκους της και μ’ ανοιχτά πινά
στον ίδιο τον παράλληλο μήνες μάς τριγυρνά
και μοιάζουμε στην κίνηση, τ’ ανταρκτικού τους πάγους.
Σαράντα τόνους μια νυχτιά, με τόση ανησυχία
φορτώσαμε στο Χαϊνάν. για κόστα μακρινή·
κι ενώ μισοί απομείνανε, τις ξέρες του Ρανή,
ακόμα δεν τις πιάσαμε, για μιαν αντιστοιχία.
Στάσιμο το βαρόμετρο κι είναι κακό σημείο,
πως αν τελειώσει το χασίς, στο λαθρεμπορικό
θα πέσει κάτου στο μηδέν… Και το πειρατικό,
θα καταντήσει ασύλληπτο, πλωτό φρενοκομείο.
Βισνού, πνοή του Πεσασβάρ! αμόλα στους χαμένους
φρέσκον αγέρα, Νόρθ-έν-Γουέστ, να πάμε στο καλό·
γιατί αν αργά φουντάρουμε, στον κόρφο του Παλό,
φορτίο θε νάβρουνε στερνά σαράντα πεθαμένους….
*
Αναδημοσιεύουμε το ποίημα από το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου: Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία
[Πρωτοδημοσιεύτηκε στο τεύχος 141 του λογοτεχνικού περιοδικού Νεοελληνικά Γράμματα, στις 26 Αυγούστου 1939]
Δείτε επίσης το άρθρο του Φώντα Τρούσα στη Lifo: Η ποίηση του καπετάνιου Αλέξανδρου Μοντεσάντου. Στοιχειωμένα μπάρκα στις γραμμές των παραλλήλων.
*
[...] Με μια πρώτη ματιά, δεν χωράει αμφιβολία ότι ο καπετάν Μοντεσάντος έκανε την πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα μιμούμενος τον επίσης κεφαλονίτικης καταγωγής και ήδη καταξιωμένο (από την πρώτη του συλλογή, Μαραμπού, του 1933) Νίκο Καββαδία, την επιρροή του οποίου άλλωστε είναι σαν να ομολογεί όταν βάζει στο ποίημά του, χωρίς άλλον πολύ σοβαρό λόγο, τα μαραμπού (στ. 43). Μάλιστα, στα επόμενα χρόνια έμελλε να εμφανιστούν και άλλοι κεφαλονίτες ναυτικοί που έγραψαν ναυτικά ποιήματα με εμφανή την επιρροή του Καββαδία.
Ωστόσο, παρόλο που ο Μοντεσάντος όντως γράφει το Μπάρκο Μακάο επηρεασμένος από το έργο γενικώς του Καββαδία, από χρονολογική άποψη είναι πολύ δύσκολο να ήξερε την Αρμίδα. Η Αρμίδα κυκλοφόρησε στη συλλογή Πούσι, το 1947, και σύμφωνα με τη χρονολογική ένδειξη που υπάρχει στην πρώτη (μόνο) έκδοση της συλλογής το ποίημα γράφτηκε το 1939, ίδια χρονιά με τη δημοσίευση του Μπάρκο Μακάο στα Νεοελληνικά Γράμματα, ένα περιοδικό που ο Καββαδίας το διάβαζε και μάλιστα είχε ήδη συνεργαστεί με αυτό τρεις φορές κατά το παρελθόν. (Να σημειωθεί ότι ο Καββαδίας το 1939 βρισκόταν στη στεριά, δεν ταξίδευε). Επομένως, όλες οι ενδείξεις συγκλίνουν στο ότι ο Καββαδίας εμπνεύστηκε την Αρμίδα από το Μπάρκο Μακάο του Μοντεσάντου!
Δηλαδή, παρόλο που σε γενικές γραμμές ο Μοντεσάντος μιμείται τον Καββαδία, σε τούτο το ποίημα, για να αντιγράψω τη διατύπωση του Δ. Καρπούζη, "ο ποιητής-πρότυπο του Μοντεσάντου μοιάζει να εμπνέεται με τη σειρά του από τον μιμητή του". Και πιο κάτω: "Και αφού δεν έχει καταγραφεί καμιά δημοσίευση της Αρμίδας πριν από εκείνη του Barco: Macao πρέπει να αποδεχτούμε ότι στην προκειμένη περίπτωση ο Καββαδίας είναι αυτός που εμπνέεται". [...]
Νίκος Σαραντάκος