Εις Εαυτόν
Πόσο ανόητα και λίγα είναι αυτά που σκέφτομαι. Υπάρχει άραγε τίποτα δικό μου σε όσα λέω; Ή είναι υπολείμματα από συγκινήσεις που προκάλεσαν οι σκέψεις άλλων; Συνάρτησαν ποτέ κάτι αληθινό; Μια διαπίστωση διαφορετική;
Αμφιβάλλω.
Μπορώ εύκολα να τραγουδήσω ξένα τραγούδια, να τα πάω ίσως και λίγο παρακάτω― αλλά τι αξία έχει; Αυτό κάνουν όλοι.
Κι όμως βλέπω εικόνες που είμαι βέβαιος ότι δεν είναι συνηθισμένες. Αλλά δεν έχω τη γλώσσα, την δική μου, να τις εκφράσει. Μένουν μέσα μου, ανίκανες να ανθίσουν, μαραινόμαστε μαζί.
Ίσως, βέβαια, αυτό συμβαίνει σε όλους τους ανθρώπους― ποτέ δεν έτυχε να το κουβεντιάσω.
Βλεπουν κι αυτοί άραγε τους ουρανούς να ανοίγουν; Το κοράκι που ήρθε να πάρει το ψωμί απ' το χέρι μου; Τα κρίνα που παλλινδρομούν στο στήθος σου με κάθε άνάσα; Μιλούν με τόσους νεκρούς, τόσες σκιές; Μιλούν με τα ποτήρια τους, με το φαί τους όταν το τρώνε;
Εγώ μιλάω με όλα. Ξέρω με το μικρό της όνομα τη μύγα που πετάει στο δωμάτιο. Γνωρίζω τον πατέρα και τη μάνα κάθε πίξελ χωριστά στην οθόνη του Μac μου. Ξέρω το ταξίδι της φρέζιας απ' τα νερά ως το χώμα της αυγής.
Αλλά πώς να τα πω όλα αυτά χωρίς να φανώ γελοίος; Αφού δεν ξέρω τι γλώσσα μιλούν σε αυτή τη χώρα που με ξέβρασε η ανάγκη...
Εν αρχή ήν ο λόγος. Αλλά εγώ ξεκίνησα ανάποδα.