TO BLOG ΤΟΥ ΣΤΑΘΗ ΤΣΑΓΚΑΡΟΥΣΙΑΝΟΥ
Facebook Twitter

Kάπου να γείρεις το κεφάλι σου και να το πεις πατρίδα

 

Kάπου να γείρεις το κεφάλι σου και να το πεις πατρίδα

Το ένστικτο της αεικινησίας, κατά τον Μπρούς Τσάτουϊν

 

Kάπου να γείρεις το κεφάλι σου και να το πεις πατρίδα Facebook Twitter

 

 Από τον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο

Στα 24 του είχε γίνει διευθυντής του οίκου Sotheby’s. Κομψός, γαλανομάτης, ενδιαφέρων. Δειπνούσε με τη δούκισσα του Ουεσμίνστερ, τον Πικάσο και την Jackie O., μιλούσε με πάθος για τον κονστρουκτιβισμό και για τη συλλογή Κωστάκη (που ο ίδιος ανακάλυψε), έλεγε ότι οι πίνακες είναι οι νέες ιερές εικόνες, διάβαζε Γάλλους κλασικούς, Μάντελσταμ και Κικέρωνα και τύλιγε τους συλλεκτικούς του θησαυρούς, κάτω από το στενό κρεβάτι του, με κομμάτια από αρχαίο μετάξι. 

 

Αλλά, ξαφνικά δεν ήθελε πια ούτε μεταξωτά μαντίλια, ούτε τίποτα. 

 

Άφησε το γραφείο του στο έλεος των επιτήδειων (κι επιτηδευμένων) και πήγε να δει τους ναούς του Βούδα στην Ιάβα, τους γελαστούς κυνηγούς αντιλόπης Νεμάντι στην έρημο της Μαυριτανίας, τους νομάδες Μπέζα που αλείφουν με κατσικίσιο λίπος τα μαλλιά τους στους λόφους της Ερυθράς Θάλασσας.

 

Η Ευρώπη τον έπληττε. 

 

Αλλά στα χρόνια των περιπλανήσεων, έγραψε και ξανάγραψε στα μικρά του σημειωματάρια (από δέρμα τυφλοπόντικα) ότι ο λόγος της αεικινησίας του ήτανε κάτι παραπάνω από πλήξη. Ήτανε αποδημητικό ένστικτο, που υπάρχει μέσα στους ανθρώπους όπως υπάρχει στα πουλιά το φθινόπωρο. 

 

Από αυτά τα σημειωματάρια γεννήθηκαν τα περισσότερα βιβλία του- κυρίως όμως το Songlines που  κυκλοφόρησε στα ελληνικά, με τίτλο «Τα μονοπάτια των τραγουδιών» από τις εκδόσεις Χατζηνικολή. 

 

«Τα μονοπάτια των τραγουδιών» είναι, ας πούμε, τα Ημερολόγια του. Κάτι ανάμεσα σε μαρτυρία, ταξιδιωτικό, μυθιστόρημα και ταινία δρόμου. Μιλάνε καταρχήν για τον ιστό των μονοπατιών που καλύπτουν την Αυστραλία των Αυτόχθονων (μονοπάτια που χωρίζουν τις κυριότητες της γης, οδοιπορούνται τραγουδώντας- και κάθε συγκεκριμένο σημείο τους «διαβάζεται» από τους Αυτόχθονες σαν ένα είδος προγονικής παρτιτούρας) αλλά καταλήγουν να δοξάζουν τη νομαδική φύση των Αυτόχθονων και να αναλύουν την αεικινησία των ανθρώπων.

 

Kάπου να γείρεις το κεφάλι σου και να το πεις πατρίδα Facebook Twitter
Ο Τσάτουϊν όταν δούλευε στους Sotheby’s.

 

Ο Τσάτουϊν περιπλάνθηκε πολύ καιρό στην αυστραλέζικη έρημο και βάδισε στα μονοπάτια των τραγουδιών. Αλλά γνώρισε κι άλλες φυλές της ερήμου. Τους Κουασγκάι, τους Ταϊμάνι, τους Τουαρέγκ, τους Μπορόρο. Γνώρισε κι άλλους νομάδες Ευρωπαίους, όπως αυτός,  που είχαν ασπαστεί ιδιόρρυθμες θρησκείες, ανέλυαν τον Ντιρκάϊμ στο φως μιας λάμπας πετρελαίου και πάνω από την πόρτα του ερημητηρίου τους, στη θάλασσα του Τιμόρ, έγραφαν:

 

Τρύπες έχουν οι αλεπούδες και φωλιές τ’ ανεμοπούλια. Αλλά του ανθρώπου ο γιος στους πέντε δρόμους βρίσκεται

 

Για να μην πολυλογούμε, ο Τσάτουϊν πίστευε ότι ο άνθρωπος είναι ανίκανος να κάτσει ήσυχος σ’ ένα δωμάτιο κι ότι για να μπορέσει να βρει τον εαυτό του πρέπει να αποβάλει τους δεσμούς του και να πάρει τους δρόμους. Ελευθερωμένος από τα αντικείμενα -γιατί «τα αντικείμενα καρφώνονται μες στην ψυχή κι έπειτα της λένε τι να τα κάνει».

 

Ο Τσάτουϊν προχώρησε την άποψή του και πέραν της φιλοσοφίας. Στην ηθικολογία.

 

Ο άνθρωπος περιπλανιέται, υποστήριξε, γιατί ακούει τη μνήμη του αίματος του. Οι πρόγονοί του στη λίθινη εποχή έπρεπε να μεταναστεύουν διαρκώς από το Τρανσβάαλ ως την Αιθιοπία για να γλιτώσουν από το γιγάντιο ανθρωποφάγο ζώο Dinofelis. Η κοινή άμυνα σ’ αυτό το ζώο δημιούργησε την περίφημη «ενστικτώδη επιθετικότητα» του Λόρεντς ή το «δολοφονικό ένστικτο» του Κέσλερ –κι όχι κάποιο έμφυτο μίσος του ανθρώπου για τον όμοιο του. Ο άνθρωπος, κατά τον Τσάτουϊν, δεν είναι ένας παραλογισμένος αδελφοκτόνος –όσο ένας τραγουδιστής «με αέρινες σόλες» που ψάχνει πρόσκαιρες ασφαλείς πατρίδες και εν ανάγκη πολεμάει μαζί με τους άλλους ενάντια στο Μεγάλο Θηρίο ή την Ανάμνηση του. 

 

Έτσι ο Τσάτουϊν πίστεψε ότι η έρημος είναι η αδειανή πατρίδα του. Κάπνισε χασίσι στην Καμπούλ, δούλεψε υλοτόμος στη Σκωτία, έμεινε στα Κιμπούτς του Ισραήλ, και στις πολύμηνες παραμονές του στον πύργο το Teddy Millington-Drake στην Πάτμο άρχισε να δίνει μορφή στο Songlines.

 

Στο μεταξύ παντρεύτηκε με έναν μπερδεμένο, μάλλον λευκό γάμο (ήταν gay), έφτιαξε ένα υποτυπώδες αγρόκτημα στο Όξφορντσάιντ, και χαιρετίστηκε ως ο μεγαλύτερος ζων στυλίστας της αγγλικής γλώσσας. Αλλά νόσησε από aids. Κι έτσι ο «αναλυτής της αεικινησίας» καθηλώθηκε από το καλοκαίρι του 1988 σε μια αναπηρική πολυθρόνα. 

 

Τους τελευταίους μήνες της ζωής του έζησε στη σοφίτα ενός μικροσκοπικού γεωργιανού σπιτιού –στα λίγα τετραγωνικά, αντί για τοίχους υπήρχαν κρέπια για να χωρίζεται το ντους από την κουζίνα και τη βιβλιοθήκη. Είχε μόνο ένα κρεβάτι, ένα γραφείο, μια καρέκλα (Jacob!) κι έναν καναπέ. Έγραψε το τελευταίο του βιβλίο «Τι γυρεύω εδώ πέρα» και έπιασε φιλίες με ένα Νοτιοαφρικανό συνθέτη, ο οποίος συνέθετε τότε το «The songlines Quarter». 

 

Στο μεταξύ είχε γίνει Χριστιανός Ορθόδοξος κι ετοιμαζόταν να πάει με ελικόπτερο σε μια μονή του Αγίου Όρους για να χειροτονηθεί ιερέας. Δεν πρόλαβε. Πέθανε τον Ιανουάριο του 1989 στα 48 του χρόνια. Η νεκρώσιμη ακολουθία έγινε εξ ολοκλήρου στα ελληνικά, στην ελληνική εκκλησία της Moscow Road, στο Λονδίνο.

 

Είναι ένας από τους συγγραφείς που με επηρέασαν.

 

 

ΘΕΜΑΤΑ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

THE GOOD LIFO ΔΗΜΟΦΙΛΗ