Οι άμμοι της Καρπασίας
Πριν τους αλλάξει ο χρόνος...
Αποκλείεται να μείνει για πολύ έτσι. Το βορειότερο κομμάτι της κατεχόμενης Κύπρου. Απέραντες αμμουδιές, αμμόλοφοι, χωρίς ψυχή. Πού και πού κάποιες οικογένειες Τούρκων, κουκκίδες ― μόνο έναν Σκανδιναβό συνάντησα που έδινε το διαβατήριό του στον Άγιο Δομέτιο.
Τα νερά ζεστά, κολύμπαγαν σαν πάπιες― επέπλεαν. Γύρισαν και με κοιτάζανε σαν ούφο.
Προσπαθούν να το αναπτύξουν, γρήγορα, άτσαλα. Tο booking.com αναρτά (σα να μη πρόκειται για εδάφη κατοχής) ξενοδοχεία και επαύλεις ― τύπου τούρτα. Σήμερα, 1η Αυγούστου, η εικόνα ήταν αυτή.
Εκκλησάκια παρατημένα (αυτό «αναγερθέν εν έτει 1963»). Δεν είμαι θρήσκος, αλλά με χάλασε το θέαμα. Να σέβεσαι τις πίστεις των ανθρώπων είναι το αντίθετο της βαρβαρότητας (ισχύει και για τους Έλληνες).
Οικογένειες, οικογένειες... αυτά τα φρούρια... Δεν συνάντησα ούτε έναν μόνο του ― εκτός από τον εαυτό μου, που ούτε κι αυτόν τον συνάντησα ακριβώς.
Από το Ριζοκάρπασο μέχρι το μοναστήρι του Αγίου Αντρέα, άγρια γαϊδούρια. Άλλα πάνε στα ξανθά χωράφια αγεληδόν, άλλα στέκονται στην άσφαλτο ναρκωμένα από τον ήλιο και την πείνα, βάζουν το κεφάλι μέσα στα αυτοκίνητα, ψάχνουν.
Τελικά, για να γλιτώσεις από την αρρώστια του υπερτουρισμού, πρέπει να πας σε μέρη με κατοχή, ταραγμένη ιστορία, κάποιο κίνδυνο, νεκρές πιάτσες. Ντρέπεσαι και να το πεις.
Στο μοναστήρι, απόλυτη σιγαλιά. Άκουγες μόνο τον αγέρα από τις ανοιχτές πόρτες. Στο ρεύμα ο εγκλωβισμένος παπάς λαγοκοιμόταν. Όταν με πήρε χαμπάρι, «ήρθα από την Αθήνα» τού είπα βλακωδώς. Δεν έδειξε να συγκινείται.
Να πω και τη χιψτεριά μου: Όλοι οι άγιοι είχαν τεράστια μέτωπα.
Το βράδυ, μετά από χρόνια, ουρανός χωρίς φωτορύπανση...
Πίσω στο Μουσείο της Λευκωσίας, καταλαβαίνεις γιατί αυτοί οι πολεμιστές, οι θεοί, τα είδωλα, έγιναν έτσι «χειροποίητα» και αδρά σε αυτό το πανάρχαιο χώμα.