Στον Σεργκέι Γιεσένιν― ξανά!
Χθες ο Σπύρος Στάβερης ανάρτησε αυτό. Μια νέα εκδοχή, ήρθε στο mail μου από τον Γιάννη Αντιόχου, και κατόπιν αδείας την κοινοποιώ. Η μετάφραση του ποιήματος και τα σχόλια είναι της Ηρακλείας Πέππα.
Χθες | προχθές ανάρτησα το ποίημα του Βλαντίμιρ Μαγιακόβσκι για τον αυτόχειρα Σεργκέι Γιεσένιν.
Σήμερα χωρίς να θέλω να αναθεωρήσω τη μετάφραση της Ρουκ για το ποίημα του Μαγιακόβσκι και του Τριανταφυλλίδη για το ποίημα του Γιεσένιν ψάχνοντας στις σημειώσεις μου, μοιράζομαι την μετάφραση της φίλης μου Ηρακλείας Πέππα― γιατί εκεί δικαιώνεται ο λόγος.
Ταυτόχρονα ανακαλύπτει κανείς πόσο ωραίο είναι το χρώμα της σάρκας των ανθρώπων και αναρτώ τις φωτογραφίες των ποιητών χρωματισμένες αριστοτεχνικά από τον Κlimbim.
Στον Σεργκέι Γιεσένιν
Φύγατε,
κατά πώς λέν,
για αυτόν τον άλλο κόσμο. (1)
Ερημιά...
Πετάτε,
τ' άστρα διαπερνώντας.
Ούτε προκαταβολή δεν έχει εκεί,
ούτε μπυραρία. (2)
Νηφαλιότης.
'Οχι, Γιεσένιν
αυτό
δεν είναι κοροϊδία.
Στον λαιμό
η θλίψη κόμπος
όχι αστεία.
Βλέπω -
πώς με το χέρι σας με τις κομμένες φλέβες για μια στιγμή σταθήκατε
και των δικών σας
των οστών
κουνάτε το σακούλι. (3)
Σταματήστε!
Φτάνει πια!
Τι τρέλλα είναι αυτή;!
Αφήνετε
στα μάγουλά σας
να χυθεί
ο γύψος του θανάτου;!
Ήσασταν εσείς
αυτός που την πέτρα
να στύψει μπορούσε
όπως κανείς
στον κόσμο άλλος
δεν μπορούσε.
Γιατί;
Για λόγο ποιό;
Η απορία με τσακίζει.
Οι κριτικοί πήραν να μουρμουρίζουν:
- Φταίει τούτο
- φταίει τ' άλλο
και αυτό...
μα το πιο σημαντικό,
η «σύγκλιση» δεν ήταν αρκετή (4)
κι απ' αυτό
να οι μπύρες οι πολλές και το ποτό.
Λένε δήθεν,
πως αν αφήνατε
τη μποέμικη ζωή
για την τάξη σας
η τάξη σας θα είχε πάνω σας επιρροή
και σε καυγάδες δεν θα είχατε μπλεχτεί .
Μα κι η τάξη αυτή
τη δίψα της άραγε
με κβας τη σβήνει;
Ποιός είπε ότι κι αυτή
δεν πίνει.
Λένε, δήθεν
πώς αν κάποιον βάζαν δίπλα σας απ'
«Το πόστο» (5)
θα γινόσασταν
κατά το περιεχόμενο
λίαν χαρισματικός.
Πως θα μπορούσατε
τη μέρα
να γράφετε
στίχους εκατό,
κουραστικά
κι ατέλειωτα
σαν τον Ντορόνιν. (6)
Εγώ όμως λέω
πως αν είχε πραγματοποιηθεί
αυτή η ασυναρτησία
θά' χατε
νωρίτερα προβεί στην αυτοκτονία.
Χίλιες φορές καλύτερο
απ' τη βότκα να πεθάνεις,
παρά από ανία!
Δεν θ' αποκαλυφθούν
σε μας
οι λόγοι της απώλειας,
ούτε απ' τη θηλειά,
ούτε απ' τον σουγιά.
Μπορεί,
αν σας βρίσκονταν
στο «Ανγκλετέρ» μελάνι,
τις φλέβες
για να κόψετε
δεν θα υπήρχε αιτία.
Χάρηκαν οι μιμητές:
Ζήτω!
Ολόκληρη στρατιά
αυτόχειρων
σα να 'σερνες ξωπίσω!
Μα για λόγο ποιό
ν' αυξήσεις
των αυτοκτονιών τον αριθμό;
Καλύτερα θάτανε
ν' αυξήσεις
την παραγωγή των μελανιών!
Για πάντα
τώρα
η γλώσσα
μέσα στα δόντια θα κλειδαμπαρωθεί.
Βαρύ
κι ανάρμοστο είναι
να ξεδιαλύνεις τα μυστήρια.
Του λαού
του γλωσσοπλάστη
του πέθανε
ο κρυσταλλόφωνος
κι άσωτος παραγιός.
Και κουβαλούν
των στίχων μνημόσυνα-συντρίμμια (7)
από παλιούς καιρούς
από κηδείες άλλες
χωρίς σχεδόν ν' αλλάζουν τίποτα.
Στου τάφου την κορφή
ηλίθιες ρίμες
να παραχώνουν με παλούκια -
άραγε αυτή
είναι η τιμή
που αξίζει στον ποιητή;.
Για σας
μνημείο ακόμη δεν εστήθη,
πού είναι
του μπρούντζου η βροντή
κι η κόψη του γρανίτη;
κι όμως στα κάγκελα της μνήμης
ήδη
εναποθέσανε
των αφιερωμάτων
και των αναμνήσεων τα σκουπίδια.
Τ' όνομά σας
στα μαντίλια μυξιάζεται
ο λόγος σας
απ' τα σάλια του Σόμπινοβ γεμίζει
που κάτω
από μια σημύδα ξεραμένη ψελλίζει:
"Ούτε μια λέξη πια,
ω φίλε μου,
ούτε μια ανά-α-α-α-σα!" (8)
Α, ρε,
και να τα λέγαμε αλλιώς
μ αυτόν τον ίδιο
τον Λεονίντ Λόενγκριν! (9)
Νάταν να σηκωθώ εδώ
και να τα σπάσω όλα φωνάζοντας:
"Δεν σας επιτρέπω
τους στίχους να ψελλίζετε
και να τους τσαλακώνετε! "
Νάταν να μπορούσα να τους κάνω να
κουφαθούνε
με ένα σφύριγμα σαν κι αυτό
που βάζεις τρία δάχτυλα στο στόμα και τους στέλνεις, να παν να πηδηχτούνε!
Έτσι που να σκορπίσει
αυτός ο ατάλαντος συρφετός,
φυσώντας
την σκοτεινιά
των σακακιών που ανεμίζουν σαν ιστία,
έτσι που
να σκορπίσει
κυνηγημένος ο Κόγκαν (10)
σακατεύοντας
όποιους συναπαντήσει
με του μουστακιού του τις λόγχες.
Οι παλιάνθρωποι
ακόμη
δεν έχουν αραιώσει.
Δουλειές πολλές -
μονάχα να προλάβουνε.
Πρέπει
τη ζωή
απ' την αρχή να ξαναφτιάξουμε,
και ξαναφτιάχνοντάς την
μπορούμε να την υμνήσουμε.
Αυτή η εποχή
δύσκολη κάπως είναι για την πένα,
πείτε μου όμως
εσείς,
σακατεμένοι εσείς
πού
πότε
ποιος μεγάλος διάλεξε
δρόμο
που να'χει πατηθεί
κι εύκολον να τον διαβεί;
Ο λόγος
στρατηλάτης είναι
της ανθρώπινης δύναμης.
Εμπρός!
Έτσι που ο καιρός
πίσω μας
να κομματιάζεται από βλήματα.
Έτσι που στις μέρες τις παλιές
ο αγέρας
να φέρνει
μόνο
των μαλλιών το ανακάτεμα.
Για τις χαρές
ο πλανήτης μας
λίγο έχει εξοπλιστεί.
Πρέπει
να αποσπάσουμε με βία
τη χαρά
απ' τις μέρες που' ρχονται.
Σ' αυτή τη ζωή
να πεθάνεις
δεν είναι δύσκολο.
Να φτιάξεις τη ζωή
το δυσκολότερο είναι.
Σημειώσεις
1. Ο Σεργκέϊ Αλεξάντροβιτς Γιεσένιν αυτοκτόνησε (κρεμάστηκε) στις 27 Δεκεμβρίου 1925, στο ξενοδοχείο «Ανγκλετέρ» της Αγίας Πετρούπολης.
2. O Γιεσένιν ειδικά τα τελευταία τρία χρόνια πριν τον θάνατό του ήταν αλκοολικός, τακτικός θαμώνας μπυραριών.
3. «Με το χέρι σας, με τις κομμένες φλέβες, των δικών σας των οστών κουνάτε το σακούλι». Ο Μαγιακόβσκι αναφέρεται στην εκδοχή/φήμη που επικράτησε μετά τον θάνατο του Γιεσένιν, ότι δήθεν είχε αφήσει αποχαιρετιστήριο σημείωμα – ποίημα, γραμμένο με το αίμα του από τις κομμένες φλέβες. Το συγκεκριμένο ποίημα που εκ των υστέρων, μετά την αυτοκτονία, θεωρήθηκε αποχαιρετιστήριο, ο Γιεσένιν το έγραψε την παραμονή του θανάτου του σ ένα χαρτί, που αφού το δίπλωσε στα τέσσερα, το έδωσε στον φίλο του, ποιητή Βόλφ Έρλιχ, βάζοντάς το στην τσέπη του σακακιού του με τα λόγια «για σένα, μην το διαβάσεις τώρα, μετά, όταν θα είσαι μόνος».) Στο ποίημα αυτό γράφει:
«Γεια σου, καλέ μου φίλε, γεια σου
εσένα, καλέ μου, έχω μέσα στην καρδιά.
Ο προκαθορισμένος χωρισμός μας
υπόσχεται συνάντηση ξανά.
Γειά σου, καλέ μου φίλε, χωρίς χειραψία, δίχως μιλιά.
Μην θλίβεσαι και τα φρύδια μην σμίγεις σε λύπη.
Σ αυτή τη ζωή το να πεθαίνεις νέο δεν είναι
κι ούτε πιο νέο, φυσικά, το να ζεις.»
Αυτούς τους τελευταίους στίχους «μεταγράφει» ο Μαγιακόβσκι στο τέλος του δικού του ποιήματος.
Το τελευταίο ποίημα του Γιεσένιν δεν γράφτηκε με το αίμα του, ούτε ο Γιεσένιν έκοψε τις φλέβες του πριν κρεμαστεί. Οι συνθήκες θανάτου του, οι αντιφάσεις και τα κενά στις μαρτυρίες και τις περιγραφές σχετικά με την αυτοκτονία, έδωσαν την αφορμή μετά το 1990 να ανοίξει στην Ρωσία ένας ατέλειωτος κύκλος συζητήσεων (που εκφράστηκαν μέσω ταινιών, μελετών και παρουσιάσεων), για τον θάνατο του Γιεσένιν με έμφαση στην εκδοχή ότι δεν επρόκειτο για αυτοκτονία, αλλά για δολοφονία. Η ίδια αμφισβήτηση εμφανίστηκε και σχετικά με την αυτοκτονία του Μαγιακόβσκι.
4. Ο Μαγιακόβσκι αναφέρει την λέξη «смычка» (σύγκλιση, προσέγγιση, σύνδεση, επαφή, πύκνωση), που την εποχή αυτή χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον στην φράση/ιδεολογική θέση «σύγκλιση της πόλης και του χωριού», που σήμαινε την σύγκλιση της εργατικής τάξης των πόλεων με τους αγρότες. Ο Γιεσένιν κατάγονταν από φτωχή αγροτική οικογένεια. Πρωτοήρθε στην Μόσχα το 1912, δούλεψε ως εργάτης τυπογραφείου και στην συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο ως εξωτερικός φοιτητής. Όταν πρωτοεμφανίστηκε στα λογοτεχνικά και άλλα σαλόνια της Μόσχας και της Αγίας Πετρούπολης, όπου και συναντιόταν αρκετά συχνά με τον Μαγιακόβσκι, φορούσε την χαρακτηριστική, παραδοσιακή μπλούζα των ανδρών της υπαίθρου με τον κεντημένο λοξό γιακά και «λάπτι» (χειροποίητα υποδήματα των μουζίκων), αντί για μπότες, θέλοντας έτσι να τονίσει την καταγωγή του. Αυτό δεν κράτησε πολύ. Στην συνέχεια ο Γιεσένιν έγινε διάσημος για το αριστοκρατικό του ντύσιμό του «στην πένα» και την μποέμικη ζωή του. Η «τάξη» του δεν θα μπορούσε να τον «κρατήσει».
5. «Στο πόστο» τίτλος εντύπου του Κεντρικού Οργάνου της ΡΑΠΠ (Ρωσική Ένωση Προλεταριακών Συγγραφέων»). Τα μέλη της θεωρούσαν ότι αποστολή τους είναι η καθοδήγηση των λογοτεχνικών τάσεων και διαδικασιών, με τρόπο που να συνάδουν με την νέα σοσιαλιστική εποχή και ιδεολογία. Ο Μαγιακόβσκι έγινε μέλος της ΡΑΠΠ λίγους μήνες πριν τον θάνατό του, ενώ η προσχώρησή του σε αυτήν θεωρήθηκε από τους συντρόφους του-φουτουριστές προδοσία και από την ίδια την ΡΑΠΠ «υποχώρηση» και όχι αναγνώριση.
6. Ντορόνιν Ι.Ι.: Σοβιετικός ποιητής, έγραψε το 1925 ένα μακροσκελές ποίημα 4000 στίχων γεμάτο κουραστικές επαναλήψεις κατά την κρίση του Μαγιακόβσκι.
7. Ο θάνατος του Γιεσένιν είχε τεράστια απήχηση στα λογοτεχνικά δρώμενα της εποχής. Γράφει ο Μαγιακόβσκι στο «πώς γίνονται οι στίχοι»: «Εμφανίστηκαν στίχοι, απομνημονεύματα, διηγήσεις κι ακόμη και δραματικά έργα. Έχω την γνώμη ότι το 99% όλων αυτών που γράφτηκαν για τον Γιεσένιν είναι απλώς κουραφέξαλα ή επιζήμιες σαχλαμάρες.»
8. Σόμπινοβ Λ.Β.: μεγάλος ρώσος τραγουδιστής της εποχής. Ο Μαγιακόβσκι εξέφρασε την άποψη (όπως θυμάται ο Λαβούτ και αναφέρεται στο περιοδικό «Ζνάμια» 1940), ότι όλοι το «παράκαναν» με τους συναισθηματισμούς τους για τον Γιεσένιν. Λέει ο Μαγιακόβσκι: «Λίγο μετά τον θάνατο του Γιεσένιν διοργανώθηκε στο «Καλλιτεχνικό Θέατρο» βραδιά στην μνήμη του. Με φόντο μια λιγνή, γερμένη σημύδα έβγαζαν κλαψιάρικους λόγους οι ρήτορες. Και μετά ο Σόμπινοβ με την λεπτούτσικη φωνή του άρχισε να τραγουδά «ούτε μια λέξη πια, ω φίλε μου, ούτε μια ανάσα, σιωπηλοί θα είμαστε εγώ και σύ» (στίχοι του Πλέστσεβ, μελοποιημένοι από τον Τσαϊκόβσκι), αν και σιωπηλός ήταν μόνον ο Γιεσένιν κι ο Σόμπινοβ συνέχιζε να τραγουδά. Όλο αυτό μου έκανε την χειρότερη εντύπωση».
9. Λόενγκριν (Lohengrin): ήρωας της ομώνυμης όπερας του Βάγκνερ, ένας από τους πιο σημαντικούς ρόλους του Σόμπινοβ.
10 Κόγκαν Π.Σ.: κριτικός και ιστορικός λογοτεχνίας. Στο «πώς γίνονται οι στίχοι» ο Μαγιακόβσκι διευκρινίζει ότι χρησιμοποιεί τον Κόγκαν για να αναφερθεί γενικά σε όλους τους κριτικούς. Πάντως ο συγκεκριμένος Κόγκαν είχε μουστάκια, μακριά, με μυτερές άκρες.
Μετάφραση-σημειώσεις: Ηρακλεία Πέππα