Το τέλος της κόκκινης Κυριακής
Ο Χατζιδάκις στο Τέταρτο, ποτέ δεν έβαζε σκέτους τους τίτλους. Ήθελε ατμόσφαιρα, λίγο κλείσιμο του ματιού, μια έλξη προς τα πάνω. Γιατί ήταν καλλιτέχνης πρωτίστως και μισούσε την λαϊκή δημοσιογραφία ― τα δολοφονικά κλισέ της, την πεζολογία της δήθεν για λόγους αντικειμενικότητας, την επιθετική βλακεία της. Του άρεσαν επίσης οι αιφνιδιασμοί του υπερρεαλισμού, το χιούμορ, τα άλματα του νοήματος.
Μια φορά είχε γράψει ένα σύντομο σχόλιο για τον Ρατζίβ Γκάντι που είχε σκάσει φέρελπις στην πολιτική σκηνή της Ινδίας. Τον έβρισκε πολύ όμορφο! Έβαλε τίτλο «Μια ράγκα για τον Ρατζίβ».
Όταν του πήγα την πρώτη μου συνέντευξη, έσβησε τον τίτλο που είχα βάλει, πήρε μια παιχνιδιάρα έκφραση ονειροπόλησης και σημείωσε με την πένα του: «Το παράξενο τραγούδι του Ντίνου Χριστιανόπουλου».
Ούτε ράγκα ούτε τραγούδι υπήρχε (αντιθέτως!), περιέργως όμως οι τίτλοι λειτουργούσαν στο πνευματικό context του περιοδικού. Και μου έμαθαν ότι πολλές φορές το λοξό είναι πιο άμεσο από το ευθύ και ότι εκεί που υπεισέρχεται λόγος, εικόνα, πληροφορία, όσο επείγοντα ή ακριβή κι αν θες να είναι, πάντα o τρόπος είναι όλα τα λεφτά. Που σε διηγείται πριν ανοίξεις το στόμα σου.
Εξού και η τεράστια δύναμη των media. Με το κατάλληλο μαγείρεμα, ειδικά αν είναι πανούργα ή ευφυή, μπορούν να σε κάνουν να χάψεις την πιο πεποιημένη «είδηση» και να νομίζεις ότι διάβασες την πιο αντικειμενική αλήθεια.
Ένα «και», μια ειδική κλίση στην εικόνα, μια καίρια λέξη - αλλάζουν πλήρως τον τρόπο που προσλαμβάνεται η πραγματικότητα.
Κι αυτό, μπορούν να το κάνουν μόνο τα media ― όχι τα social media, για λόγους που δεν είναι της παρούσης.
Γιατί τα λέω αυτά; Για να εξηγήσω τον τίτλο μου, χωρίς να τον εξηγήσω. Όλα μπορείς να τα πεις, όλα τα κόλπα να κάνεις, αρκεί τελικά να λες την αλήθεια, αρκεί να μεταδίδεις την ατμόσφαιρα που ήθελες. Είσαι ελεύθερος δηλαδή ― αν ξέρεις όμως τι να την κάνεις την ελευθερία. Διότι για πολλούς δημοσιογράφους, που έχουν μάθει στις ύποπτες και εξωνημένες ξάπλες της αυτολογοκρισίας, όντως η ελευθερία είναι βάσανο!