Τρεις λόγοι για να ξαναπάω στο νησί μου
Η πόλη στην οποία μεγάλωσα ακμάζει τα τελευταία πέντε χρόνια. Τα ευρωπαϊκά κονδύλια φαίνεται πως εδώ δεν φαγώθηκαν αλλά χρησιμοποιήθηκαν για το κοινό καλό. Ένα τεραστίων διαστάσεων παραλιακό μέτωπο έχει δημιουργηθεί στη Λεμεσό, με έναν πανέμορφο πεζόδρομο αλλά και ποδηλατόδρομο δίπλα στη θάλασσα, από τη μια άκρη της πόλης στην άλλη. Οι παραλίες διαμορφώθηκαν: έχουν φυτευτεί ολόκληρα δάση από λουλούδια, αρωματικά φυτά, θάμνοι, τροφαντοί ευκάλυπτοι, φοίνικες αλλά και αρμυρίκια που μεγαλώνουν όμορφα δίπλα στις παλιές, ατίθασες ακακίες που οι κηπουροί του δήμου κούρεψαν κι επανέφεραν στην τάξη για να ταιριάζουν στο νέο κλίμα. Όλοι περπατάνε πάνω-κάτω τα απογεύματα και τα βράδια, ποδηλατάδες, πολλή γυμναστική. Κάτι μεγάλα εστιατόρια φύτεψαν φοίνικες στην αμμουδιά, έφεραν ξαπλώστρες αλά Μύκονος και κάλυψαν τη μαύρη άμμο της πόλης. Λέγεται πως υπάρχει λίστα αναμονής για να βρεις ξαπλώστρα εκεί. Τηλεφωνούν, λέει, από άλλες πόλεις του νησιού για να κάνουν κρατήσεις. Οι λουόμενοι, λέει, ανοίγουν σαμπάνιες και μπεκροπίνουν ακούγοντας lounge music στην παραλία, ενώ στο εστιατόριο παραγγέλνουν ψαρούκλες ή όστρακα που έρχονται κάθε μέρα με το αεροπλάνο από κάπου αλλού, διότι εδώ δεν έχουμε όστρακα. Δεν ξέρουμε καν τι είναι τα κυδώνια. Στη μια άκρη της πόλης έχει δημιουργηθεί μια τεράστια μαρίνα. Οι αρχιτεκτονικές προδιαγραφές είναι κάτι μεταξύ Μαϊάμι, Σαν Φρανσίσκο, Βενετίας και Ντίσνεϊλαντ. Βιλίτσες και σπιτάκια με γεφυρούλες και φωτάκια, ροζ τοίχοι, καγκελάκια ρωμαϊκού ρυθμού. Ένα τεράστιο έργο. Μπροστά-μπροστά, γυμναστήρια και μπουτίκ. Όλες οι αλυσίδες fast-food εδώ μετατρέπονται σε κυριλέ εστιατόρια, τσούρμο ο κόσμος να περιμένει στην ουρά να φάει με κουταλοπίρουνο σούσι και spicy chicken ramen. Πίσω από τα μαγαζιά και την promenade μια σειρά από πανάκριβες βίλες χτισμένες πάνω στο νερό. Λέγεται πως πολλοί σημαντικοί Ρώσοι έχουν αγοράσει εδώ σπίτι, αλλά και ποιος ξέρει… Όλα κλειστά και ασφαλισμένα. Access denied. Δεν είναι γειτονιά, είναι ιδιωτική περιοχή. Ακόμα πιο κει, είκοσι λεπτά ακόμα με το αυτοκίνητο, υπάρχει ένα shopping mall-γίγαντας. Όλα τα μαγαζιά έχουν στεγαστεί στο επιπέδου Λας Βέγκας ή Ντόχα mall που χωράει καμιά δεκαριά χιλιάδες ανθρώπους. Μέσα από ονειρικούς πορτοκαλεώνες έχει ξεφυτρώσει ένα μεγαθήριο και όλοι οι συμπολίτες μου δεν προτιμούν πια τις εμπορικές οδούς της πόλης (που έχουν ερημώσει), αλλά επιλέγουν να έρθουν στο κτίριο με τους τεχνητούς ουρανούς και τους παιδότοπους για να ψωνίσουν ή και να πάνε απλώς βόλτα. Στο κέντρο της πόλης, πάλι, λίγο πιο πάνω από τη μαρίνα, δύο πλατείες γεμάτες με μαγαζιά. Γίνεται χαμός, αν σου κόβει λίγο, σε πιάνει η απελπισία. Είναι, δε, όλοι έξω, διαρκώς. Όλα γεμάτα. Κάθε μαγαζί παίζει τη δική του μουσική, ένα πανδαιμόνιο. Όλοι πίνουν πολύ γλυκά κοκτέιλ, σερβιρισμένα σε μπουκαλάκια, ή ροζέ κρασί. Ο θόρυβος είναι τόσο εκκωφαντικός, που αν δεν είσαι συνηθισμένος στην αγριότητα, θα περάσουν μέρες για να φύγει το βουητό από το κεφάλι σου.
Εμένα αυτή η Ντίσνεϊλαντ μου φέρνει συνήθως κατάθλιψη, δεν ξέρω πώς να συμπεριφερθώ. Με πιάνει φοβερή αμηχανία, κοιτάω γύρω μου συνεχώς κι έχω και ένα άγχος κάθε φορά που δεν ξέρω πώς να φερθώ σε αυτό το μίνι Λας Βέγκας. Ξέρω πως αυτά που περιγράφω ακούγονται κάπως δυσάρεστα σε πολλούς, αλλά έτσι είναι και, τελικά, έτσι ήταν πάντα. Ο σπόρος υπήρχε, απλώς τώρα έγινε η έκρηξη.
Τα πράγματα είναι καλά, όμως, γιατί ενώ κάποτε αυτό ήταν το κυρίαρχο, ίσως και το μοναδικό ρεύμα της πόλης, τώρα υπάρχει μια πολύ μεγάλη ομάδα ανθρώπων που όχι μόνο δεν γουστάρει αυτό τον τρόπο ζωής, αλλά έχει βρει και διέξοδο και τρόπους να ζει ωραία και στα μέτρα του. Και μου αρέσει που είναι πολλοί και αν τους ρωτήσεις δεν έχουν καν ιδέα για όλο αυτό που περιέγραψα πιο πάνω. Κι αν πας να περιγράψεις καμιά juicy πληροφορία ή να καταμετρήσεις τα μπότοξ που είδες το περασμένο βράδυ, θα χαμογελάσουν πονηρά για κάτι με το οποίο έχουν χρόνια να ασχοληθούν και θα συνεχίσουν να κάνουν αυτό που έκαναν. Και πρέπει να πω πως οι δικές τους καβάτζες και ο δικός τους τρόπος ζωής μου αρέσει πάρα πολύ! Και αυτό το διήμερο που ήμουν εκεί πήγα σε δυο-τρία μέρη που θα ήθελα να τα αναφέρω, έτσι, γιατί είναι πολύ αισιόδοξα και γιατί μου έκαναν εντύπωση.
Λοιπόν, λίγο έξω από την πόλη (πάροδος Οβιδίου, Αγία Φύλα) θα βρεις την αγορά οργανικών προϊόντων «Χατζηπιερή». Η Χρυστάλλα και ο Πιερής είναι επιστήμονες. Η αγάπη τους για τη φύση βρήκε επιτέλους διέξοδο, αφού δίπλα στο σπίτι τους, σε ένα κομμάτι γης, έφτιαξαν ένα βιολογικό μποστάνι με εποχικά προϊόντα. Ένα κομμάτι γης έχει μετατραπεί σε παράδεισο, αφού οι δυο καλοί άνθρωποι έχουν βάλει όλες τους τις γνώσεις και όλη τους την αγάπη για να παράγουν ωραίες τροφές, χωρίς χημικά. Κάθε Σάββατο μαζεύεται η σοδειά της εβδομάδας και πωλείται. Αν βρεθείς εκεί αυτή την περίοδο, θα βρεις καλαμπόκια, πιπεριές, τα πιο γλυκά ντοματίνια που έχεις δοκιμάσει, μελιτζάνες, κολοκύθια. Αν είσαι και τυχερός, μπορεί να προλάβεις το μυθικό γλυκό σύκο της Χρυστάλλας. Περπάτησα μέσα στο μποστάνι, που είναι υπέροχο. Κάπως άναρχο, αλλά τα φυτά δέχονται αγάπη και περιποίηση, όχι χημικές επεμβάσεις, και άλλα πολλά. Τα λαχανικά δεν έχουν τα σχήματα που έχεις συνηθίσει να βλέπεις στα σούπερ μάρκετ. Είναι μικρά, καθένα έχει άλλο σχήμα και τα χρώματα του κάθε είδους είναι ανόμοια, όπως τα έφτιαξε η φύση. Δοκίμασέ τα και θα καταλάβεις, γιατί έχει αξία να προτιμάς οργανικά όταν, βέβαια, βρίσκεις.
Στην άλλη άκρη της πόλης, προς το λιμάνι (Φραγκλίνου Ρούσβελτ 85), δοκίμασα ένα από τα ωραιότερα πρωινά που έχω φάει ποτέ. Το Mia Delicy δεν θα το προσέξεις εύκολα. Είναι ένα γωνιακό μαγαζί σε έναν από τους πιο εμπορικούς και άχαρους δρόμους της πόλης, το οποίο πορεύεται πουλώντας ντιλίβερι στους υπαλλήλους των γύρω ναυτιλιακών εταιρειών. Από το περιβάλλον δεν θα τρελαθείς, όμως αυτό που θα δοκιμάσεις είναι μοναδικό και το λέω αναλαμβάνοντας την ευθύνη. Ο ιδιοκτήτης-μάγειρας, ένας Ουαλός πρώην στρατιώτης των αγγλικών βάσεων που τα παράτησε όλα και άνοιξε αυτό το μαγαζί, είναι μια αποκάλυψη. Ένα μενού-καλειδοσκόπιο, από το οποίο ό,τι και να διαλέξεις, θα εκπλαγείς με τη νοστιμιά του. Ο νέος μου φίλος στην πόλη φτιάχνει το 90% των τροφών που σερβίρει από το μηδέν. Και όσα δεν μπορεί να τα παράγει, τα κάνει outsourcing από πολύ προσεγμένα μέρη. Μιλάμε πως ο τύπος φτιάχνει και τα δικά του αλλαντικά! Δοκίμασα ένα breakfast burrito, το οποίο ακόμα ονειρεύομαι: μια σπιτική τορτίγια που φτιάχτηκε εκείνη την ώρα, καλυμμένη με ένα λεπτό στρώμα ομελέτας και γεμισμένη με chorizo, εξαιρετικό λιωμένο τυρί, μια σάλτσα καυτερή όσο πρέπει, και σερβιρίστηκε με σπιτική sour cream. Η φίλη μου δοκίμασε ένα hash με μπέικον, αυγά, τυριά και σπιτικό tomato chutney. Μοιραστήκαμε και αμερικανικές τηγανίτες που σερβιρίστηκαν με σπιτικό, κυπριακό, κρεμώδες τυρί, το οποίο ήταν αρωματισμένο με πορτοκάλι. Αντί maple syrup, είχε ρίξει ένα πολύ αρωματικό μέλι. Θυμαρίσιο δεν ήταν σίγουρα. Κάτι πιο βαρύ. Πού να το βρήκε, άραγε; Όλα τα υπόλοιπα γεύματα του Σαββατοκύριακου επισκιάστηκαν στη θύμηση αυτού του burrito. Την επόμενη φορά θα πηγαίνω πρωί-βράδυ.
Και τέλος, το «Καφενείον Ηλεκτρικά Είδη»! Δίπλα στη μεγάλη κοσμική πλατεία (Χατζηλοϊζή Μιχαηλίδη 3-25), όπου γίνεται ο μεγάλος χαμός, άνοιξε πριν από τρεις μήνες αυτό το πολύ ωραίο καφενείο. Ένα παλιό μαγαζί που πουλούσε ηλεκτρικά είδη έγινε καφέ. Οι παλιές τζαμαρίες παρέμειναν, το ίδιο και τα πατώματα. Στη στοά δίπλα μπήκαν τραπέζια σαν τα παλιά: φορμάικα και μέταλλο. Στους τοίχους παλιές φωτογραφίες, γενικώς μια χαλαρότητα, πέντε τόνους πιο κάτω από τη νεύρωση της πόλης – όχι μόνο το μαγαζί αλλά και ο κόσμος που έρχεται εδώ. Ο κατάλογος είναι πολύ καλός. Ο Πανίκος, ο ιδιοκτήτης, είναι γνωστός από το προηγούμενο μαγαζί του, το «π». Εδώ συνεχίζει να σερβίρει πολύ ωραία πράγματα. Δοκίμασα ένα πολύ καλό μοχίτο με μαστίχα. Οι άλλοι έφαγαν ωραίο γαλακτομπούρεκο, αναρή με μέλι και φρούτα, το τσάι ήρθε σερβιρισμένο σε υπέροχα σερβίτσια. Ξέρω πως οι πιατέλες με τα τυριά και τα αλλαντικά που σερβίρει αλλά και οι σαλάτες του είναι μοναδικές. Πολύ ωραίο μαγαζί, στην Αθήνα δεν υπάρχει αντίστοιχο, κυρίως για τα πράγματα που σερβίρει.
Αυτά για σήμερα, ελπίζω να τα λέμε συχνά.