Αφήστε τα παιδιά να ξενυχτάνε!
Μια σύντομη κατάβαση στην κόλαση του να ερωτεύεσαι το ομορφότερο αγόρι στο πάρτι.
Η ΑΘΗΝΑ ΕΙΝΑΙ ΟΛΗ ΔΙΚΗ ΜΑΣ τις μέρες αυτές. Θα το έχετε νιώσει κι εσείς. Στη λεωφόρο Καβάλας το αυτοκινητάκι της Α. μοιάζει με ένα υστερικό ασημί μυρμήγκι. Βρεγμένος ο καμβάς, μπλέκονται όλα τα χρώματα με τα φώτα των φαναριών, τρέχουν πάνω στο παρμπρίζ τα δάκρυά μας και από τη θέση του συνοδηγού ένας αγαθός γίγαντας βυθίζει το χέρι του στο κενό ανάμεσα στις θέσεις μας.
Διερευνητικά…
Είναι αργά, τα κτίρια ολόγυρα μάς σκεπάζουν σαν μαύρα φύλλα και τα σύννεφα έχουν χαμηλώσει για να στηριχτούν πάνω μας. Η γκρίζα ζούγκλα της Αθήνας εκείνη τη στιγμή είναι εξωτικά όμορφη κι εμείς την παρατηρούμε με μάτια που μας δανείζει ένας ανώνυμος ερασμίτης σφηνωμένος στο μεσαίο κάθισμα, που μιλά στη Ν. στην ακατάληπτη γλώσσα του. Αδιάφορος, αλλά λίγη σημασία έχει.
Γιατί το μικρό αυτοκινητάκι που μας κουβαλά τρέχει σαν λυσσασμένο και κατεβαίνουμε όλοι μαζί, αταίριαστοι, ετερόκλητοι και διαφορετικοί σε έναν χώρο για techno έξω από το κέντρο.
Είναι η πρώτη μου φορά. Φτάνουμε, αφήνουμε παλτά, μπουφάν, τσάντες και κατηφορίζουμε στην τεράστια υπόγεια αποθήκη – τίποτα το λογοτεχνικό εκεί, λιγάκι σαν να μπαίνεις στα ψυγεία του Σκλαβενίτη. Προχωρά πρώτη η Ν., αληθινή queen κάθε πάρτι, να δείχνει τον δρόμο και πίσω σε αλυσίδα οι υπόλοιποι. Έχουμε φτάσει νωρίς, ζήτημα να είναι άλλα 50 άτομα μέσα, κυρίως άντρες. Στέκονται μόνοι τους σε ίση απόσταση ο ένας από τον άλλον, κι είναι ο καθένας τους από ένα μικρό κομμάτι μαύρο κρύσταλλο τοποθετημένο εκεί από κάποιον αλγόριθμο. Και κρυμμένοι ανάμεσα σε εργοστάσια και αποθήκες θωρακισμένες με λαμαρίνες βρίσκουμε το δικό μας κάστρο και αναπνέουμε πραγματικό οξυγόνο.
Ξεκινάμε να χορεύουμε πρώτοι απ' όλους. Γι' αυτό είμαστε εκεί. Παρατηρώ φευγαλέα τους ανθρώπους γύρω μας. Είναι νωρίς, οπότε η συνειδητότητά μου είναι ακόμα στο μέγιστο. Ανάμεσα στο απότομο σκοτάδι και στο εκτυφλωτικό φως γλιστράνε μπροστά μου διάφορες αντρικές φιγούρες. Σχεδόν όλοι τους μόνοι. Τους βλέπω να επιχειρούν κάτι κοντινό σε χορό και τραγούδι ζευγαρώματος, να βελάζουν με τις δικές τους άβολες και συχνά άρρυθμες κινήσεις. Οι σκέψεις τους, κρεμασμένες σαν σε μανταλάκια ανάμεσά μας, στάζουν τα φτωχά υγρά τους στο πάτωμα. Ντρέπομαι για το διάφανό τους, για το πόσο εύκολα και αδιάκριτα τις διαβάζω.
Τις ξέρετε κι εσείς, αλλά σας τις σημειώνω κι εδώ. Ναρκωτικά, σεξ, ποτά, με αυτήν ακριβώς τη σειρά.
Δεν είναι, βέβαια, αποκλειστικό προνόμιο των αντρών του πάρτι αυτά.
Το μυαλό των περισσοτέρων σε αυτή την αποθήκη στα όρια της Αττικής μετεωρίζεται ανάμεσα στα ίδια θέματα. Τα βλέπω και στα μάτια των παιδιών που είναι μαζί μου. Σε λίγο οι περισσότεροι θα αρχίσουν να κάνουν άγαρμπο σεξ στις τουαλέτες παίρνοντας ό,τι χάπι μπορούν να βρουν. Αλλά αυτά σε λίγο, για την ώρα οι περισσότεροι κινούνται μέσα στον χώρο ξεκούραστοι, λυσσασμένοι και λιγάκι μελαγχολικοί, κουβαλώντας το άγχος του εμπόρου όταν ανοίγει ταμείο. The night is young κι εγώ τους παρατηρώ με ένα βλέμμα ανήλικο και παρθένο. Ίσως να είναι κάποιο κενό στη μετάφραση αυτό που καθοδηγεί την ανάγνωσή μου. Ίσως πάλι αυτό ακριβώς το κενό να μου επιτρέπει να τους δω πιο καθαρά.
Στην πραγματικότητα, ντρέπομαι και λίγο για όσα σας γράφω γιατί δεν ήμουν, ούτε είμαι ακριβώς κομμάτι τους. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω το σημείο όπου νιώθω εκεί ξένος γιατί δεν με χωράνε μέρη σαν αυτά – κυρίως αισθητικά, ή γιατί απλώς δεν έτυχε. Πότε είπα πως προτιμώ να είμαι σπίτι να διαβάζω και όχι εδώ να χορεύω μαζί σου. Αν όντως το προτιμούσα ή αν αυτό ένιωθα ότι επιτρέπεται και πρέπει να κάνω. Αλλά δεν έχω έρθει πιο κοντά με τους ανθρώπους μου παρά χορεύοντας και πίνοντας μαζί τους· παρά αναζητώντας την ασφάλεια του βλέμματός τους στην άλλη άκρη του πάρτι, παρά φιλώντας τους τρυφερά στο μέτωπο και παρατηρώντας τον ιδρώτα τους να λάμπει μέσα από τις διογκωμένες κόρες των ματιών τους, καθώς περιμένουν μαζί μου στην ουρά της τουαλέτας.
Τα κλαμπ δεν είναι χάσιμο χρόνου. Είναι επένδυση.
Κάπως έτσι, αργά ξημερώματα αυτής της Δευτέρας, γυρνάω σπίτι πτώμα και για λόγους αδιευκρίνιστους διαβάζω τη συνέντευξη που είχε κάνει η Μερόπη με την Ελένη Ψυχούλη· βρίσκω εκεί μια συμβουλή που αυτή την περίοδο με ενδιαφέρει. Γράφει:
«Η νεότερη γενιά των εντύπων, της δημοσιογραφίας, της τέχνης και της μόδας στην Αθήνα είναι επί της ουσίας μια ευρύτερη παρέα που προέκυψε στο Αεροδρόμιο, στο Άτομο και στο Εργοστάσιο. Μαμάδες, αφήστε τα παιδιά σας να ξενυχτάνε. Τα κλαμπ δεν είναι χάσιμο χρόνου. Είναι επένδυση. Ιδέες που θα προκύψουν αργότερα. Δημόσιες σχέσεις. Εξασφαλισμένη επαγγελματική επιτυχία».
Τα πιάνω λίγο καθυστερημένα λοιπόν αυτά που λέει, τα πλησιάζω μόλις τώρα, πλαγιοδρομώντας. Και τα πιστεύω ακράδαντα. Όχι απαραίτητα με κάποιον χρησιμοθηρικό τρόπο. Φαίνεται, άλλωστε, από μακριά το λυσσασμένο παιδί από το χωριό που βρίσκεται σε τέτοιους χώρους για να υπογραμμίσει σε όλους την ύπαρξή του – αυτός που, χωμένος ανάμεσα στο πλήθος, θέλει βασικά να τον δουν εκεί, να δουν με ποιους μιλά. Ανεβάζει ατελείωτα στόρι, όχι για να τα δει ο ένας, αλλά όλοι, μεθυσμένος από την ψευδαίσθηση πως όλοι ασχολούνται μαζί του, πως είναι «κάποιος». Φαίνεται όμως και το παιδί που αφήνει τη μουσική να τον γαμήσει, όπως γράφει και η McKenzie Wark στο κατά τα άλλα αδιάφορο βιβλίο της με τίτλο «Raving». Το παιδί που ξέρει πώς να γίνεται ένα με τους ανθρώπους γύρω του. Αυτό που αν ο χώρος ξαφνικά άδειαζε, θα συνέχιζε να χορεύει ακόμη και μόνο του, υπνωτισμένο, χαμένο. Ευγενικό και αθώο στο κάψιμό του.
Επιλέγω να είμαι το/και με το δεύτερο.
TRACEY EMIN ON THE LOOSE
Μικρή στάση για να συμμαζέψω τον χυλό. Πρώτο σχήμα: Θυμός.
Στο βίντεο βλέπετε την Tracey Emin στο απόγειο της φήμης της, την ίσως μοναδική στιγμή στην ιστορία που η σύγχρονη τέχνη μπόρεσε να απασχολήσει τόσο τα mainstream μέσα και το κοινό τους. Εμφανίζεται μεθυσμένη μετά από κάποια έξοδο στη ζωντανή εκπομπή «Is painting dead?».
Περιτριγυρισμένη από άντρες σοβαρούς, κοστουμαρισμένους (εκεί και ο David Sylvester), μιλάει σχεδόν μόνη της, πάνω από τις φωνές τους. «Δεν σας καταλαβαίνω», τους λέει, «θέλω να είμαι με τους φίλους μου, με ανθρώπους που αγαπώ» ψελλίζει, θέλει να πάει στη μαμά της, και αναχωρεί βγάζοντας άγαρμπα το μικρόφωνο που της είχαν βάλει.
Τη ζηλεύω σε αυτό το βίντεο. Πόσο όμορφη είναι. Φωτίζει το περιστατικό αυτό και τον σημερινό της θρίαμβο, δείχνει πως όλες οι υπερβολές της ζωής της, κάθε ακροβατικό, κάθε τριπάρισμα, κάθε σαβούρα, την έβγαλαν στην άλλη πλευρά, και δεν το έχασε. Στα ατελείωτα δάκρυα και στα ξενύχτια της οφείλεται το φωτοστέφανο που έχει στο κεφάλι της· κάνουν τόσο συγκινητικό το ότι σήμερα ζει ακόμα και δημιουργεί και κοιμάται σε ένα τεράστιο σπίτι στο Margate με τις γάτες της, ζωγραφίζοντας σε χοντρά χαρτιά Arches, φορώντας μακριές πανάκριβες νυχτικιές και κρατώντας στο χέρι μια κούπα ζεστό τσάι. Ζηλεύω πόσο ατρόμητα τα έκανε όλα.
Τα παιδιά της ηλικίας μου σε αυτές τις φάσεις έχουν μικρή επίγνωση της κατάστασής τους, βγαίνουν όμορφα στις φωτογραφίες, αλλά, αν πας πολύ κοντά, είναι εντελώς χαμένα, κάποια ακόμη και λιγάκι στενόχωρα. Δεκάδες «τρακαρίσματα» βρίσκονται ξαπλωμένα σε πεζοδρόμια έξω από μαγαζιά στο Μεταξουργείο ή στο Γκάζι. Λιωμένα κάτω από τα πολλαπλά τραύματα ή την έλλειψη αυτών. Και φιγούρες σαν την Emin κρύβουν τη θλιβερή λάμψη όσων επιβίωσαν.
Είναι κιόλας αυτά πράγματα που μπορείς να πεις για άλλους ανθρώπους; Σχεδόν φοβάμαι που τα γράφω. Σαν να αρπάζω ένα μικρό ζωάκι από το περίσσευμα δέρματος στο σβέρκο του, νεογέννητο ακόμη, και να ουρλιάζω μπροστά του με όλη μου τη δύναμη. Του μαθαίνω τον κόσμο; Ή μου τον μαθαίνει εκείνο; Το τρομάζω; Ή με τρομάζει εκείνο; Ή όντας ακόμη παιδιά κουτουλάμε απλώς τα αυτοκινητάκια μας το ένα με το άλλο;
Τρίτη στάση στην περίπτωση του Guillaume Dustan, του Γάλλου μπαμπά του autofiction, πρωτοπόρου της αυτο-πορνογραφικής γραφής μαζί με τον –πλέον απεχθή– Renaud Camus και το θρυλικό του βιβλίο Tricks. O oποίος εργάστηκε ως δικαστής, έγραψε 8 βιβλία, ταρακούνησε συθέμελα τις στενές αντιλήψεις της κοινής γνώμης της εποχής και πέθανε νέος ακόμη, το 2005, από υπερβολική δόση.
Απ' όσο μπορώ να εντοπίσω, κανένα βιβλίο του δεν έχει μεταφραστεί ακόμη στα ελληνικά, αλλά κυκλοφορεί αυτή η πολύ όμορφη συλλογή τριών έργων του από το MIT Press. Τον ανακαλύπτω πριν από περίπου έναν χρόνο στον κατάλογο των εκδόσεων Semiotext(e), οι οποίες παρά τα πολλαπλά χιπστερικά στραβοπατήματα παραμένουν ίσως οι αγαπημένες μου για τη λογοτεχνία του είδους. Τέλος πάντων, τα βιβλία του είναι όλα ένα μεγάλο ημερολόγιο συνευρέσεων, το κυνήγι του σεξ στα κλάμπ του Παρισιού, ακριβώς πάνω στο μπαμ του ΑIDS. Μια επιθετική καταγραφή της γκέι σεξουαλικότητας της εποχής· του άγχους και της υστερίας τού να ντύνεσαι για να αρέσεις όχι σε έναν αλλά σε όλους. Στον καθένα. Και το να βγαίνεις ασταμάτητα, δίχως να χορταίνεις ποτέ και με τίποτα.
Στην πρώτη ανάγνωση σχεδόν ζηλεύεις την κραιπάλη αυτής της ζωής, την επίμονη μαθητεία του στον κόσμο του ενδο-κλαμπικού πεσίματος, του άγριου σεξ και του κόσμου του BDSM. Αλλά όσο προχωράς τα βιβλία, βλέπεις πόσο στενόχωρη είναι η ακόρεστη αυτή πείνα του. Σκέφτομαι με πόσο κόσμο μπορεί να πήγε και να μη σήμαινε για εκείνον απολύτως τίποτα. Πόσος κόσμος μπορεί να τον ερωτεύτηκε σχεδόν από μόνος του. Κι εκείνη τη στιγμή διαλέγεις αν θες να είσαι για τους άλλους ένα ωραίο αξεσουάρ. Μια γούνα που κάποιος επιλέγει να βγάλει βόλτα, ασορτί γαλάζιο-κολιέ με τα μάτια σου. Ένα ακόμη σώμα στον σωρό. Παρατημένο, ξαπλωμένο στην άκρη της αποθήκης. Να αστράφτουν οι γυμνοί σου ώμοι στο σκοτάδι, πανέμορφος και κακομεταχειρισμένος. Ή ένας άνθρωπος που ζει για να γνωρίζει σύμπαντα και όχι μονάχα για να καίγεται μέσα σε συμβάντα (κάτι, κάπως εδώ παραφράζω από κάπου που ξεχνώ).
Άνθρωποι για τους οποίους υπάρχεις μόνο όταν είσαι εκεί. Ούτε δευτερόλεπτο πριν, ούτε λεπτό μετά. Συνδέονται μόνο σε στιγμές αυτοκαταστροφής. Σε ένα συνεχές λιώμα που τρομάζει στην πρώτη υποψία νηφαλιότητας. Άνθρωποι που αν τους καλούσες να ζήσετε γυμνοί κάτω από ένα δέντρο σε μια παραλία, δεν θα ήταν αρκετό. Γιατί ποιος θα έμενε να τους βλέπει εκεί; Αυνανίζονται στην ιδέα του ότι δεν μπορούν να ερωτευτούν. Ότι αδυνατούν να νοιαστούν. Κι είναι πράγματι δύσκολο, όταν ο χρόνος δεν είναι για σένα παρά το λιωμένο ρολόι του Νταλί, να σκεφτείς κάτι έξω από το σώμα, τη σάρκα – πάντα τη δική σου, κι αυτήν που συχνά τυχαία βρίσκεται όσο πιο κοντά σου γίνεται.
Εδώ ένα σύντομο απόσπασμα από το βιβλίο του «I'm going out tonight, a novel»:
«Αφήνω το ποτό μου στο χέρι και κατευθύνομαι προς το βάθος. Άνθρωποι με κοιτάζουν. Σε κανέναν δεν τρέχουν προφανώς τα σάλια. Ξέρω όμως ότι έχω πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον μόλις ζεσταθώ λιγάκι. Οπότε πρέπει να κάνω υπομονή. Επιπλέον, πέρασα όλη την εβδομάδα πηδώντας τον Dimitri (πολύ νεότερος από μένα, και χωρίς κοιλιά). Οπότε είναι η σειρά μου να μη μοιάζω απελπισμένος. Ευτυχώς, αν σκεφτείς ότι δεν έχω καμία επιτυχία με τους άντρες που με ελκύουν. Πρέπει να ειπωθεί ότι κοιτάζω μόνο τους πιο καυτούς και μοδάτους άντρες. Δύο bodybuilders, τριάντα πέντε με σαράντα ετών, american type. Ένας Άραβας, είκοσι με είκοσι πέντε ετών, με δερμάτινο 501. Χρειάζομαι ακόμα αρκετές προπονήσεις για να φτάσω σε αυτό το επίπεδο».
«Στην πραγματικότητα, αρχίζω να βαριέμαι. Συνήθως δεν έρχομαι εδώ τόσο νωρίς. Έρχομαι γύρω στις δέκα, δέκα και μισή, μένω λίγο στον πάνω όροφο, ανάλογα με τη μουσική, και μετά γίνομαι ένα με τους λάτρεις της βραδινής διασκέδασης στο υπόγειο, εδώ ή στο Le Palace4- τα πράγματα λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο, υπάρχει η μεγάλη πίστα επάνω για το ξεκίνημα της νύχτας, και το υπόγειο δεν ανοίγει πριν από τις εννέα το βράδυ περίπου. Κατευθύνομαι προς τα κάτω για να χορέψω στην κεντρική σκηνή. Υπάρχουν υπερβολικά πολλοί άνθρωποι με ογκώδη σώματα. Αισθάνομαι μικρός, όχι αρκετά μυώδης. Τριγυρίζω στην πίστα για να βρω το σημείο όπου η ακουστική είναι καλύτερη, το βρίσκω στο τέλος του διαδρόμου, σχεδόν κάτω από τα ηχεία. Αλλά είναι κακό σημείο, πολύ μακριά από τα πάντα. Η πίστα δεν θα δουλέψει, δεν υπάρχει χώρος για να κουνηθείς. Έτσι επιστρέφω στο σημείο απ' όπου ξεκίνησα, στον περίβολο στην αρχή του στεγασμένου διαδρόμου. Πάντα καταλήγω εδώ, γιατί εδώ παίζεται η περισσότερη φάση. Και επίσης επειδή, κανείς δεν ξέρει γιατί, αυτή η πλευρά παρτάρει πολύ πιο σκληρά απ' την άλλη. Κοιταζόμαστε με έναν αρκετά εμφανίσιμο τύπο, αλλά όχι αρκετά σέξι. Η μουσική είναι καλύτερη. Ένας τύπος κατεβαίνει από το χαμηλό τραπέζι δίπλα μου. Ανεβαίνω και χορεύω, όχι άσχημα. Αρχίζω να ιδρώνω. Βγάζω το πουκάμισό μου, μετά το μπλουζάκι μου, τα πετάω κάτω σε έναν καναπέ».
Μας το λέει ξανά και ξανά ο Guillaume: «I can do everything. I kiss. I lick. I suck. I pinch. I twist. I breathe in. I pull. I push. I stroke. I smack. I hold. I open. I spread. I go. I come. I delve. I piss. I drool. I spit». Και το μόνο που δεν ξέρει να κάνει είναι να αφήνεται. Να πηγαίνει σε όλα αυτά για κάτι άλλο πέρα από την πείνα του.
Κι εκεί που νομίζω ότι τον χάνω, ότι η libido του είναι ένα πηγάδι δίχως πάτο και πως έννοιες όπως αγάπη, έρωτας, ειλικρινές κόλλημα είναι σχεδόν χαμένες από το λεξιλόγιό του· κι εκεί που κι αυτός αλλού πλέει· εκεί που έγραφε ολόκληρα βιβλία με λεπτομερείς περιγραφές του fisting, του πώς χρησιμοποιούσε κόσμο, κρυφά περήφανος που παρέμενε αλέκιαστος από συναισθήματα, πώς πετούσε κόσμο σε χαντάκια, πώς ζούσε την ερωτική του ζωή σαν πεινασμένος έφηβος, σπρώχνοντας άκαρδα τα αποφάγια στις άκρες· εκεί διαβάζω μέρος από το βιβλίο του με τίτλο «Nicolas Pages». Κι εκεί συναντιόμαστε ξανά.
«Ήταν η φωνή του, νομίζω. Δεν τον είχα ξανακούσει να πιάνει αυτές τις νότες, αλλά ήμουν αμέσως σίγουρος ότι ήταν αυτός όταν τον άκουσα να βογκάει. Τελείωσα το douching. Βγήκα από το μπάνιο. Είδα το προφίλ του, ελαφρώς από πίσω, το κεφάλι του σε ευθεία γραμμή με το σώμα του, να τον γαμάει ο Fabrice, που ήταν σε εξαιρετική φόρμα και ο οποίος μας πήδαγε τον έναν μετά τον άλλον, σε αυτό το αυτοσχέδιο πρωινό όργιο υπό την επήρεια της Ε, σε αυτό το διαμέρισμα στη σοφίτα του CyrilX, τον οποίο είχαμε γνωρίσει στο Cox (ο Nicolas τον ήξερε ήδη από παλιότερα, όταν ήταν μοντέλα κάπου), ο Fabrice άραζε στο Quetzal. Ο Cyril είχε προτείνει να πάμε να καπνίσουμε έναν μπάφο στο σπίτι του. Τώρα προφανώς είχαμε φτάσει στο σεξ. Ο Nicolas τραγουδούσε. Δεν με ένοιαζε που δεν ήμουν εγώ αυτός που τον γαμούσε όταν τραγούδησε έτσι τις πρώτες του νότες. Χάρηκα που ξεχώρισα αυτήν τη φωνή του. Οι φωνές των ανθρώπων που μπορούν να είναι ο εαυτός τους είναι αποκομμένες από την ιστορία, από τη γεωγραφία. Δεν ξέρουμε ακριβώς από πού προέρχονται. Από το κεφάλι, από το στήθος ή από το στομάχι. Δεν φοβούνται. Τραγουδούν. Εγώ φοβόμουν ως συνήθως. Φοβόμουν ότι δεν θα τα κατάφερνα. Φοβόμουν μήπως καταλήξω μόνος. Αλλά δεν είχα παραλύσει. Όχι ακόμα».
Το ίδιο ισχύει και για όλα αυτά τα παιδιά, νομίζω. Με τον τρόπο τους όλο το ναρκισσιστικό τους παιχνίδι, το εύκολο παλαντζάρισμα από το ένα άτομο στο άλλο, όλα αυτά δεν είναι παρά ένα μεγάλο: «Μαμά κρυώνω, μαμά πεινάω». Θέλουν αγάπη, τη θέλουν όλη, τώρα, και για όσο θέλουν εκείνοι. Ανίκανοι να την επιστρέψουν σε εραστές αλλά κυρίως σε φίλους. Γι' αυτό και τα αναζητούν όλα αυτά στα σκοτάδια. Στο ημίφως ενός υπογείου, για να μπορούν να φύγουν φοβισμένοι, ταπεινωμένοι το σκληρό χάραμα, και κυρίως ευκολότερα.
ΚΡΥΩΝΩ, ΠΕΙΝΑΩ
Προτελευταία στάση σε ένα σχετικά άγνωστο φιλμάκι μηκρού μήκους της Chantal Akerman από το 1984, όπου δυο λιγάκι απροσάρμοστες φιγούρες στην αυγή της ενηλικίωσης ψάχνουν τον βηματισμό τους. Πολύ έφηβες για ενήλικες, πολύ ενήλικες για να είναι ακόμη έφηβες, πεινάνε, κρυώνουν. Τρώνε, δεν χορταίνουν, αλλά ξαναπαραγγέλνουν το ίδιο ακριβώς πρόγευμα.
Πάντως, πίσω στο θέμα μας, μία είναι η αλήθεια: κάποιοι από εμάς τα πάρτι των 18 και των 20 τα χάσαμε διαβάζοντας, βλέποντας και μένοντας γενικά μέσα ή πίσω. Και σκέφτομαι:
Μικρή μου Κ., πόσο άπειρος είμαι, σαν αγόρι πρώτη μέρα σε προπόνηση. Ένα παιδί 3 χρόνια μικρότερό μου κάθεται στο πάτωμα δίπλα μου, φυσάει και κάνει στην άκρη τους θάμνους για να μου αποκαλύψει τον μαγικό ακάλυπτο που είναι ο πλανήτης μας. Υπόγειος και αδιέξοδος σε όλα του, ένας άνθρωπος εντελώς κάμπριο με αρπάζει από το μπράτσο κι εκεί που ένιωθα ότι έπεφτα σιγά σιγά μπροστά, προς άγχη ενήλικα, μικροαστικές διεκδικήσεις και άλλα τέτοια επαρχιώτικα όνειρα, νιώθω τώρα το σώμα μου να υποχωρεί προς τα πίσω. Σαν αστροναύτης, τα πόδια μου εγκαταλείπουν το έδαφος και μετεωρίζομαι σε μια πρωτόγνωρη κατάσταση, μια ρευστότητα στόχων και συνείδησης. Δεν ξέρω πού είμαι, ποιος είμαι και τι θέλω πέρα από τα πολύ βασικά, και κυρίως την παρέα του.
Θέλω να μένω άλουστος και βρόμικος, να ξαπλώνω στο κρεβάτι διαγώνια και να ξυπνάω ανάποδα. Χέστηκα για όλα τα μεγάλα προβλήματα. Θέλω πάνω τα πόδια, κάτω το κεφάλι και να σκεπάζει καμένος καπνός την άκρη του κρεβατιού μου, διαγράφοντας μια γραμμή από το κομοδίνο ως το μπαλκόνι, και να διασχίζουν αυτήν τη γραμμή άνθρωποι πολλοί, πρώτος εκείνος.
Θέλω να πιάσω φωτιά και να μη με νοιάζει που καίγονται τα πόδια μου.
Αλλά μάλλον δύσκολο να τα καταφέρω καλά σε όλα αυτά, γιατί σε κάποια άλλη συνέντευξη, αδύνατο να ψάξω ποια τέτοια ώρα –νομίζω πως ήταν του Βογιατζή– διαβάζω κάτι κοντινό σε: «Σαν παιδί είχα μια εσωτερική αλήτεια. Αλλά άργησα να το καταλάβω και μέχρι τότε η ανατροφή μου είχε επικρατήσει». Γιατί όταν η επιθυμία έρχεται σαν σμήνος, λογικό να σκορπίσει στον πρώτο κρότο. Γιατί μπέρδεψα με συνενοχή ένα παιχνίδι αποκλειστικά μοναχικό. Γιατί μετά από λίγο γυρνάμε όλοι σπίτι μας.
Κυλά έτσι κι εκείνο το αγόρι μαζί με όλα τα νερά του και βρέχει τη βεράντα των πάντα απόντων γονιών του. Κι είναι αυτή η ομορφότερη εικόνα που έχω δει ως τώρα. Κι είναι αυτό το γλυκό του κάψιμο τόσο συγκινητικό που όλα κάνουν στην άκρη, μαζί κι εγώ.
«Έι, σε σένα μιλάω, δείξε μας το πιο καλό σου σημάδι κι έλα μαζί μου γιατί είναι Σάββατο βράδυ, Σάββατο βράδυ, Σάββατο βράδυ, Σάββατο βράδυ…»
Αφήστε, λοιπόν, τα παιδιά σας να βγαίνουν και να συναντιούνται για λίγο σε αυτά τα μέρη με ανθρώπους ασύμβατους. Τα διαβαστερά φυτά, και τα καμένα χαρτιά, οι αφοπλιστικά όμορφοι, αλλά δίχως καρδιά, οι φοβισμένοι, οι θαρραλέοι, οι στενοχωρημένοι κλόουν, οι εκπληκτικά έξυπνοι, οι σύγχρονοι μόγληδες, οι μοναχικοί, όσοι ξέρουν να αγαπούν κι όσοι διψάνε για αγάπη, για να μάθουν ο ένας στον άλλον πώς να είναι άνθρωποι. Ψηλαφώντας. Πληγώνοντας. Δίνοντας.
Yes sir, I can boogie. But I need a certain song.