«Δεν με ενδιαφέρει πώς κινούνται οι άνθρωποι, αλλά τι τους κινεί»
Αποσπάσματα από μια μοναδική ομιλία της Πίνα Μπάους για τη ζωή και το έργο της.
Το 2007, η Πίνα Μπάους τιμήθηκε με το Kyoto Prize, ένα βραβείο που απονέμεται κάθε χρόνο από το Ίδρυμα Inamori και αναγνωρίζεται σε διεθνές επίπεδο ως ένα από τα πιο σημαντικά στον χώρο του πολιτισμού.
Η Μπάους σπάνια μιλούσε για το έργο της. Ωστόσο, στην τελετή απονομής του βραβείου στο Κιότο αναγκάστηκε να εκφωνήσει λόγο. Εκεί μίλησε με μια πρωτόγνωρη απλότητα για το έργο, τη ζωή και την πορεία της ως χορεύτριας και χορογράφου, αφήνοντάς μας με ένα σπάνιο τεκμήριο της σκέψης και της μοναδικής ιδιοσυγκρασίας της.
Ακολουθούν ορισμένα αποσπάσματα.
*
Επιτρέψτε μου λοιπόν να ξεκινήσω με την παιδική μου ηλικία.
Οι γονείς μου είχαν ένα μικρό ξενοδοχείο με ένα εστιατόριο στο Solingen. Κι εγώ, όπως ακριβώς και τα αδέλφια μου, έπρεπε να βοηθάω. Περνούσα ώρες καθαρίζοντας πατάτες, καθαρίζοντας σκάλες, τακτοποιώντας δωμάτια, κάνοντας όλες τις δουλειές που πρέπει να γίνουν σε ένα ξενοδοχείο. Αλλά, πάνω απ' όλα, ως μικρό παιδί χοροπηδούσα και χόρευα σε αυτά τα δωμάτια. Αυτό το έβλεπαν και οι επισκέπτες. Τα μέλη της χορωδίας από το γειτονικό θέατρο έρχονταν τακτικά για να φάνε στο εστιατόριό μας, και συνήθιζαν πάντα να λένε:«Η Πίνα πρέπει αλήθεια να πάει στην ομάδα παιδικού μπαλέτου». Ώσπου μια μέρα με πήραν μαζί τους. Ήμουν πέντε ετών.
Ένα πράγμα ήταν πάντα ξεκάθαρο για μένα: Δεν ήθελα να κάνω τίποτα άλλο παρά να συμμετέχω στο θέατρο. Τίποτα άλλο, παρά χορό.
Έχω υπάρξει ανέκαθεν παρατηρητής των άλλων. Ομιλητική σίγουρα δεν ήμουν, ήμουν περισσότερο σιωπηλή.
Στην ομάδα παιδικού μπαλέτου υπήρξε μια φορά που μας ζητήθηκε να κάνουμε κάτι που δεν κατάλαβα καθόλου. Ήμουν απελπισμένη και ντροπιασμένη κι έτσι αρνήθηκα να το δοκιμάσω. Είπα απλώς: «Δεν θα το κάνω, δεν μπορώ να το κάνω». Στο άκουσμά του, ο δάσκαλος με έστειλε κατευθείαν σπίτι μου. Υπέφερα για εβδομάδες, δεν ήξερα τι έπρεπε να κάνω για να γυρίσω πίσω. Εβδομάδες αργότερα, ο δάσκαλος ήρθε στο σπίτι μας και με ρώτησε γιατί είχα σταματήσει να πηγαίνω. Φυσικά, από τότε άρχισα ξανά. Αλλά εκείνη η φράση, «δεν μπορώ να το κάνω», είναι κάτι που δεν ξεστόμισα από τότε ποτέ μου.
Σε ηλικία 14 ετών πήγα στο Έσσεν για να σπουδάσω χορό στη σχολή Folkwang. Το σημαντικό για μένα εκεί ήταν η γνωριμία με τον Kurt Jooss. Ήταν συνιδρυτής της σχολής και ένας από τους πιο μεγάλους χορογράφους.
Η σχολή Folkwang ήταν ένα μέρος όπου όλες οι τέχνες ήταν συγκεντρωμένες κάτω από μια στέγη. Δεν υπήρχαν μόνο οι παραστατικές τέχνες, όπως όπερα, θέατρο, μουσική και χορός, αλλά και ζωγραφική, γλυπτική, φωτογραφία, γραφιστική, σχέδιο και ούτω καθεξής. Υπήρχαν εξαιρετικοί καθηγητές σε όλα τα τμήματα. Στους διαδρόμους και στις αίθουσες διδασκαλίας ακούγονταν νότες και μελωδίες και κείμενα, μύριζε μπογιά και άλλα υλικά. Κάθε γωνιά ήταν πάντα γεμάτη από μαθητές που εργάζονταν.
Σε κάθε περίπτωση, ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της εκπαίδευσης ήταν να αποκτήσουμε μια βάση –μια ευρεία βάση– και στη συνέχεια, έπειτα από μια μεγάλη περίοδο μαθητείας, να ανακαλύψουμε μόνοι μας τι είναι αυτό που έχουμε να εκφράσουμε. «Τι έχω να πω; Σε ποια κατεύθυνση πρέπει να εξελιχθώ περαιτέρω;». Ίσως εδώ να είναι που μπήκε ο θεμέλιος λίθος για το μετέπειτα έργο μου.
Το 1958 ήμουν υποψήφια για το βραβείο performance «Folkwang». Για να συμμετάσχω έπρεπε να φτιάξω ένα δικό μου μικρό πρόγραμμα. Όταν ήρθε η μέρα της παρουσίασης, ανέβηκα στη σκηνή, πήρα τη θέση μου, το φως άναψε και τότε δεν συνέβη απολύτως τίποτα. Ο πιανίστας δεν βρισκόταν εκεί. Μεγάλος ενθουσιασμός στην αίθουσα, αλλά ο πιανίστας δεν φαινόταν πουθενά. Έμεινα στη σκηνή, παραμένοντας ακίνητη στη στάση μου. Ένιωθα όλο και μεγαλύτερη ηρεμία και συνέχισα να στέκομαι όρθια. Δεν μπορώ να θυμηθώ πια πόση ώρα κράτησε όλο αυτό. Αλλά πέρασε αρκετή ώρα μέχρι να βρουν τον πιανίστα. Βρισκόταν κάπου αλλού, σε ένα άλλο κτίριο. Στην αίθουσα, ο κόσμος έμεινε κατάπληκτος από το πώς κατάφερα να παραμείνω εκεί, σε αυτήν τη στάση, για τόση ώρα, με τόση πεποίθηση και ψυχραιμία. Όταν άρχισε η μουσική, ξεκίνησα τον χορό μου. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα πως σε εξαιρετικά δύσκολες καταστάσεις μια μεγάλη ηρεμία με κατέκλυζε και μπορούσα να αντλήσω τεράστια δύναμη από τις όποιες δυσκολίες. Μια ικανότητά μου την οποία έμαθα να εμπιστεύομαι.
Mου άρεσε που αδυνάτιζα. Έδινα όλο και περισσότερη προσοχή στη φωνή μέσα μου. Στην κίνησή μου. Είχα την αίσθηση ότι κάτι γινόταν όλο και πιο καθαρό, όλο και πιο βαθύ. Ίσως ήταν όλα στο μυαλό. Αλλά μια μεταμόρφωση λάμβανε χώρα. Όχι μόνο στο σώμα μου.
Όταν ο Jooss έφυγε από το Essen, ανέλαβα την ευθύνη για αυτό που είχε γίνει γνωστό ως Folkwang Tanzstudio. Η δουλειά και οι ευθύνες με γέμιζαν. Προσπαθούσα να οργανώσω φιλοξενούμενες παραστάσεις στο εξωτερικό. Χορογραφούσα μικρά κομμάτια. Δύο φορές κλήθηκα επίσης να κάνω κάτι στο Βούπερταλ. Και τότε ο Arno Wüstenhöfer, γενικός διευθυντής του Wuppertal Bühnen, μου ζήτησε να αναλάβω το μπαλέτο του Βούπερταλ ως διευθύντρια. Στην πραγματικότητα δεν ήθελα ποτέ να δουλέψω σε θέατρο. Δεν είχα την αυτοπεποίθηση για να το κάνω. Ήμουν πολύ φοβισμένη. Μου άρεσε να εργάζομαι ελεύθερα. Αλλά δεν το έβαζε κάτω και μου το ζητούσε συνέχεια, μέχρι που τελικά είπα: «Μπορώ να του δώσω μια ευκαιρία».
Στην αρχή είχα πράγματι μια μεγάλη ομάδα και στις πρόβες φοβόμουν να πω: «Δεν ξέρω» ή «άσε να το δω». Ήθελα να λέω: «Εντάξει, θα κάνουμε αυτό και αυτό». Σχεδίαζα τα πάντα πολύ σχολαστικά, αλλά σύντομα συνειδητοποίησα ότι, εκτός από αυτή την προσχεδιασμένη δουλειά, με ενδιέφεραν και εντελώς διαφορετικά πράγματα, που δεν είχαν καμία σχέση με τα σχέδιά μου. Σιγά σιγά κατάλαβα ότι έπρεπε να αποφασίσω: ακολουθώ ένα σχέδιο ή ασχολούμαι με κάτι που δεν γνωρίζω πού θα με οδηγήσει; Στο «Fritz», το πρώτο μου έργο, ακολουθούσα ακόμα ένα σχέδιο. Αλλά έκτοτε εγκατέλειψα τον προγραμματισμό.
Κι ανακατεύομαι πλέον στα πράγματα χωρίς να ξέρω πού θα με οδηγήσουν.
Τα πρώτα χρόνια ήταν πολύ δύσκολα. Ξανά και ξανά θεατές έφευγαν από την αίθουσα κοπανώντας τις πόρτες, ενώ άλλοι σφύριζαν ή γιουχάιζαν. Μερικές φορές δεχόμασταν τηλεφωνήματα με κατάρες στον χώρο όπου κάναμε πρόβες. Κατά τη διάρκεια ενός έργου χρειάστηκε να μπω στο αμφιθέατρο προστατευόμενη από τέσσερα άτομα. Ήμουν φοβισμένη. Μια εφημερίδα έγραφε στην κριτική της: «Η μουσική είναι πολύ όμορφη. Μπορείτε απλώς να κλείσετε τα μάτια σας».
Ποτέ δεν ήθελα να προκαλέσω. Στην πραγματικότητα, προσπάθησα μόνο να μιλήσω για εμάς.
Αγαπώ τους χορευτές μου, τον καθένα με διαφορετικό τρόπο. Είναι πολύ σημαντικό για εμένα το γεγονός ότι μπορείς πραγματικά να γνωρίσεις αυτούς τους ανθρώπους πάνω στη σκηνή. Το βρίσκω πολύτιμο, όταν στο τέλος μιας παράστασης νιώθεις λίγο πιο κοντά τους, επειδή αποκάλυψαν κι αυτοί ένα κομμάτι του εαυτού τους. Αυτό είναι κάτι πολύ αληθινό. Όταν προσλαμβάνω κάποιον, σίγουρα ελπίζω ότι έχω βρει έναν καλό χορευτή, αλλά οτιδήποτε πέρα από αυτό παραμένει άγνωστο. Υπάρχει μόνο η αίσθηση ενός ανθρώπου για τον οποίο θέλω απεγνωσμένα να μάθω περισσότερα. Προσπαθώ να στηρίξω τον καθένα από αυτούς στο να ανακαλύψουν τα πράγματα μόνοι τους. Για κάποιους λίγους αυτό γίνεται πολύ γρήγορα, ενώ άλλοι χρειάζονται χρόνια μέχρι να ανθίσουν, ξαφνικά.
Είχα πει κάποτε: «Δεν με ενδιαφέρει πώς κινούνται οι άνθρωποι, αλλά το τι τους κινεί». Αυτή η φράση έχει χρησιμοποιηθεί πολλές φορές, κι εξακολουθεί να ισχύει μέχρι σήμερα.
Μια φορά παίξαμε το «The Window Washer» στην Κωνσταντινούπολη. Σε ένα σημείο του έργου, οι χορευτές δείχνουν φωτογραφίες από το παρελθόν: φωτογραφίες από την παιδική ηλικία, από τους γονείς τους... Λένε: «Αυτή είναι η μητέρα μου» ή «αυτή είμαι εγώ όταν ήμουν δύο ετών». Αργότερα δείχνουν όλοι ο ένας στον άλλο τις προσωπικές τους φωτογραφίες και πηγαίνουν να τις δείξουν και στο κοινό. Ξαφνικά, σε αυτή την παράσταση οι θεατές έβγαλαν και τις δικές τους φωτογραφίες – ήταν απερίγραπτο: όλοι έδειχναν τις φωτογραφίες τους με μια υπέροχη μουσική να παίζει στο βάθος. Πολλοί έκλαιγαν.
Αισθάνομαι τόσα πολλά και αυτό που μπορώ να δώσω πίσω είναι τόσο λίγο.
Κάποτε αγόρασα το κόκαλο ενός βουβαλιού από αυτόχθονες Αμερικανούς σε ένα powwow στη Βόρεια Αμερική. Αυτό το οστό είναι χαραγμένο με έναν μεγάλο αριθμό μικροσκοπικών συμβόλων. Έπειτα ανακάλυψα ότι όλοι οι άνθρωποι που είχαν αποκτήσει ένα κομμάτι –όπως και εγώ– είχαν γράψει τη διεύθυνσή τους σε ένα βιβλίο. Με αυτόν τον τόπο το βουβάλι αυτό είχε εξαπλωθεί παντού. Όλοι μαζί σχηματίζουμε ένα δίκτυο, όπως αυτό το βουβάλι που είχε διασκορπιστεί σε όλο τον κόσμο. Και έτσι ό,τι μας επηρεάζει στις συμπαραγωγές μας και περνάει στα κομμάτια ανήκει επίσης στην τέχνη του χοροθεάτρου για πάντα.
Έχουμε ευλογηθεί μέσα από αυτές και πολλές, πολλές άλλες εμπειρίες. Και κάθε φορά προσπαθώ να δώσω κάτι λίγο πίσω μέσα από τα κομμάτια. Αλλά κάθε φορά έχω την αίσθηση ότι δεν είναι αρκετό. Τι μπορείς να ανταποδώσεις; Πώς μπορείς να επιστρέψεις κάτι τέτοιο; Μερικές φορές έχω την αίσθηση ότι κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατό.
Και έτσι οι φόβοι μου πριν από κάθε νέα πρεμιέρα παρέμειναν μέχρι σήμερα. Πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς; Δεν υπάρχει κανένα σχέδιο, κανένα σενάριο, καμία μουσική και κανένα σκηνικό. Υπάρχει όμως μια ημερομηνία, αυτή της πρεμιέρας, και λίγος χρόνος. Eκείνη την ώρα σκέφτομαι πως δεν είναι καθόλου ευχάριστο το να κάνεις ένα έργο. Δεν θέλω να ξανανεβάσω ποτέ κάτι. Κάθε φορά είναι ένα νέο μαρτύριο. Γιατί το κάνω; Μετά από τόσα χρόνια δεν έχω μάθει ακόμα.
Με κάθε κομμάτι πρέπει να ξεκινάω πάλι από την αρχή. Αυτό είναι το δύσκολο. Έχω πάντα την αίσθηση ότι ποτέ δεν πετυχαίνω αυτό που θέλω να πετύχω. Αλλά μόλις περάσει η πρεμιέρα καταστρώνω ήδη νέα σχέδια. Από πού πηγάζει αυτή η δύναμη; Ναι, η πειθαρχία είναι σημαντική. Απλώς πρέπει να συνεχίσεις να δουλεύεις και ξαφνικά κάτι αναδύεται – κάτι πολύ μικρό. Δεν ξέρω πού θα οδηγήσει αυτό, αλλά είναι σαν κάποιος να ανάβει ένα φως. Έρχεται τότε ένα ανανεωμένο κουράγιο να συνεχίσεις να εργάζεσαι και τότε ενθουσιάζεσαι ξανά. Ή κάποιος κάνει κάτι πολύ όμορφο. Και αυτό σου δίνει τη δύναμη να συνεχίσεις να εργάζεσαι σκληρά και με πάθος.
Έρχεται από μέσα σου.