Εννοείται με μέσον!
ΟΣΟ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΧΡΟΝΟ ΠΕΡΝΑΩ ΣΤΗΝ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ, τόσο πιο ξεκάθαρο μου γίνεται πως το σημαντικότερο κατόρθωμα της μισής Αθήνας είναι ότι έτυχε να γεννηθεί στο σωστό σπίτι ή να το πλευρίσει εντέχνως. Και πως το βασικό ελάττωμα της άλλης μισής είναι να τη μισεί και να τη ζηλεύει γι' αυτό.
Σε συζητήσεις με γνωστούς και φίλους μεταφέρεται συχνά ως βασικό σημείο ενδιαφέροντος πως ο τάδε είναι γιος του τάδε, το παιδί ενός πολύ σημαντικού ακαδημαϊκού, μιας καλλιτέχνιδας με αξιόλογο έργο, ενός πολύ πλούσιου ανθρώπου κ.ο.κ. Συνήθως φτάνουν στα αυτιά μας ελάχιστες πληροφορίες για το γιατί πράγματι μπορεί να μας αφορά το εκάστοτε άτομο. Κάπως συνωμοτικά σκύβει ο διπλανός σου, δείχνοντας με το δάχτυλο κάτω από το τραπέζι, και λέει: «Δεν το ήξερες; Ο μπαμπάς του ήταν αυτός…».
Και μοιάζει όλοι να απολαμβάνουν αυτό το παιχνίδι, να συμμετέχουν σε ένα ξεβράκωμα που συντελείται στα κρυφά με περίσσιο ενθουσιασμό. Υπάρχει όμως και κάτι ακόμα που συχνά προσπερνούν όσοι μας πλευρίζουν με τέτοιες ιστορίες και κάπως μυωπικά αφηγήματα. Πως σχεδόν όλοι στον μικρόκοσμό τους θα χρησιμοποιήσουν τα προνόμια και τους γνωστούς τους για να επιβιώσουν ή για να πάνε λίγο παραπέρα. Στην Πανεπιστημίου ένα απόγευμα με τη Ναταλία, κάποιο παιδί στην ερώτηση «πώς κατάφερες να βρεις πρακτική στον X φορέα;», θα μας απαντήσει με μια αποστομωτική ελαφρότητα: «Με μέσον».
Δεν θα χαμηλώσει τη φωνή, δεν θα σκύψει πάνω απ' τον ώμο μας, αλλά θα το πει φωναχτά. Και αντί να θυμώσω, αντί να τα πάρω στο κρανίο ή να ζηλέψω, θα πιάσω εκείνη τη στιγμή τον εαυτό μου να εκτιμά την ειλικρίνειά του. Γιατί ακόμη κι αν βρίσκω πως είναι τεράστια η απόλαυση να μπαίνεις σε μέρη από την πόρτα και όχι με ακροβατικά από το παράθυρο, είναι εξαντλητικό το να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας.
Ίσως είμαι παράδειγμα ενός χρεοκοπημένου ανθρώπου της γενιάς μου, τόσο συνηθισμένος στην ιδέα του βύσματος που δεν νιώθω τίποτα πια και γι' αυτό γράφω αυτές τις προτάσεις. Που όσο τερατώδες και να είναι το άλμα που έχει κάνει κάποιος, εγώ θα το βλέπω σαν σκαλί. Αλλά δεν ισχύει ακριβώς. Αφενός γιατί τρέμω στην ιδέα του να κάνω ποτέ κάτι αντίστοιχο. Να βρεθώ σε μια θέση στερώντας τη από κάποιον ικανότερό μου. Αφετέρου, γιατί δεν μπορώ να μη θυμάμαι τις περιπτώσεις όπου τα βύσματα και οι βολεμένοι αυτοί λειτούργησαν εγκληματικά ή στην καλύτερη αναποτελεσματικά. Δυσχεραίνοντας την καθημερινότητά μας, στερώντας μας από εμπειρίες και ιδέες που ο σωστός άνθρωπος για τη θέση εκείνη θα μας έφερνε.
Όταν όμως η συζήτηση δεν αφορά θέσεις εξουσίας, δημοσίων φορέων ή επαγγελμάτων πραγματικά μεγάλης ευθύνης, κι όταν τα άλματα αυτά δεν παίζουν στην γκρίζα ζώνη μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας, κάπου χάνω την μπάλα: γιατί η Δανάη Μπάρκα είναι μεγαλύτερο βύσμα από τον γιο γιατρού που ακολουθεί τη δουλειά του πατέρα του, από τον γιο υδραυλικού που ακολουθεί τον γονιό του; Γενικά από οποιονδήποτε κάνει τα πρώτα του βήματα περπατώντας στα χνάρια των γονιών του; Άλλωστε θα υπάρχουν σίγουρα πάντα και τα πεδία αυτά στα οποία οι αυτοδημιούργητοι, παιδιά με ατσάλινο ταλέντο και ιδιοφυΐα που ισοπεδώνει πόρτες, θα σπιντάρουν αφήνοντας τους πάντες πίσω.
Και πιθανώς ο λόγος για τον οποίο αυτό το «με μέσο» μου πέρασε τόσο χαλαρά είναι πως κάπου βαρέθηκα να μισώ τους ανθρώπους για την τύχη τους ή να ευγνωμονώ το σύμπαν που σε άλλα ζητήματα μπορεί να μη συμμετέχω στην ατυχία τους. Να πλησιάζω κόσμο με χάρακες και μεζούρες, να ξέρω τα πάντα από πριν. Κι αν είναι τελικά να αντιπαθούμε αυτόν που θα σπρώξει με το χέρι του μπαμπά για να στριμώξει τον κώλο του στην τάδε λαμπερή και μουράτη θέση (ειδικά στον χώρο της τέχνης και του πολιτισμού), γιατί δεν κάνουμε το ίδιο για τους χιλιάδες μικροβολεμένους γύρω μας; Γιατί δεν απαιτούμε το ίδιο και από τον εαυτό μας;
Μια απάντηση, που σε αυτήν τη φάση μου κάνει, δίνει σε ένα κείμενό της στο Protagon η Ρίκα Βαγιάνη, λέγοντας πως ο καθένας μας ξεκινά με τα δικά του προσόντα και τα δικά του βαρίδια. Και κυρίως πως το κάθε άτομο ξεχωριστά κρύβει μια ιστορία εξόχως πιο ενδιαφέρουσα από την προκάτ, κλισέ ταμπέλα του ποιανού γιος ή κόρη είναι, και πως η συζήτησή μας θα έπρεπε να ξεκινά από εκεί, και σε καμία περίπτωση να μην τελειώνει εκεί.