TO BLOG ΤΟΥ ΙΩΝΑ ΚΑΛΛΙΜΑΝΗ
Facebook Twitter

Πολυγαμία my ass

Π

O

Λ

Υ

Γ

Α

Μ

Ι

Α

ΜΥ ASS

Περνώντας αδιάφορα μπροστά από τον μπουφέ. Ένα κείμενο για το τέλος του καλοκαιριού. 

Πολυγαμία my ass Facebook Twitter
Elizabeth Peyton

Σε κουνάει ο αέρας ή το ποτό; Αυτό θα έλεγες αν, ενώ το έπαιζες κουλ, έσκυβε η φίλη σου στο αυτί σου και ψιθύριζε: «Ένα πράγμα σου μαθαίνει το νησί: σε θέλει ένας. Σε θέλουν όλοι. Έτσι πάει. Και μετά κανείς. Και μετά όλοι. Ξανά και ξανά. Κάθε βράδυ». Κι έπειτα θα τη ρωτούσες, δήθεν αδιάφορα, «μα καλά, δεν βαριέται κανείς;»

Όλο αυτό βέβαια δεν θα γίνει. Η φίλη σκεφτόταν τα δικά της, με τις πυκνές της μπούκλες να καλύπτουν τα καστανά μάτια και το πονηρό της χαμόγελο. Το μυαλό της είχε κολλήσει στο αμάξι της που δεν έπαιρνε μπρος, στη μαμά και τον μπαμπά της να φρικάρουν σε περίπτωση που η ζημιά κόστιζε πολύ (τελικά, όλα καλά), και στην άλλη γωνία οι Γάλλοι μοιρολογούσαν έναν απροσδιόριστο έρωτά τους, καθισμένοι πάνω σε βαλίτσες και πράγματα.

Πιο πέρα σε ένα άπλωμα με τρομερή θέα λίγος κόσμος χόρευε σε μια κατάσταση απόλυτης παράδοσης. Είναι οι ώρες δίχως σκέψεις. Βράδια τσίτα: Ποιος; Πού; Πότε; Πέρασε; Τον είδες; Έχει κοπέλα. Πίσω στο σπίτι, στο λάπτοπ, κουκουλωμένος με μια πετσέτα, με την πλάτη σ' ένα αυτοσχέδιο μαξιλάρι, θα δεις ξανά το «Call Me By Your Name». Τις κανονικές μέρες το παίζεις πολύ κουλ και ψαγμένος, και δεν το πολυπαραδέχεσαι ότι λατρεύεις αυτήν την ταινία. Είναι κάπως πολύ Ο Χρήστος δεν μένει πια εδώ για τα γούστα σου.

Είναι μια ταινία που σου λέει πως αυτό υπάρχει: τεράστιες εναλλαγές στη διάθεση, σαν κύματα στη θάλασσα, και το να ρωτάς ξανά και ξανά τον άλλο: τι, τι, τι, τι, τι… Το «τι» είναι η αγαπημένη σου ερώτηση, ειδικά όταν ο άλλος λέει: «Τίποτα. Τίποτα… Τίποτα, σου λέω!».

Το μέρος αυτό σε μπερδεύει και ψάχνεις την αλφαβήτα σου. Είσαι πολύ μικρός για να ξέρεις ακόμη τι θες. Ναι. Συγκρίνεις όμως τώρα μια ταινία κι ένα βιβλίο με αληθινούς ανθρώπους, που χέζουν, φτύνουν, κερατώνουν και αγαπάνε άτσαλα, άγαρμπα, ελαττωματικά; Μην το περιπλέκεις, απλώς βαριέσαι τη φάση.

Ο αέρας κουδουνίζει στ’ αυτιά σου και μια γάτα τυλίγεται στα πόδια σου. Eίναι η επόμενη μέρα. Κάποιος οδηγάει. Θες να ανοίξεις το παράθυρο από το αυτοκίνητο και να φωνάξεις σε κάτι τουρίστες που γνώρισες εκεί: Πολυγαμία my ass, ηλίθιοι… Ναυάγια σχέσεων, τα συντρίμμια των οποίων επιπλέουν στο γάλα του πρωινού σας.

Λίγο πιο ξεκάθαρα; Ναι.

Στα μάτια ενός αγοριού στην άκρη του μπαρ θα δεις εκείνο το βράδυ όχι τη λαιμαργία του αχάριστου, όπως θα νομίσεις αρχικά, αλλά αυτή του αχόρταγου. Aυτού που δεν θα χορτάσει ποτέ. Γιατί δεν είναι ένα σώμα που τον τραβάει, είναι (σχεδόν) κάθε. Και είναι κόσμος πολύς που ζει έτσι. Χαμένος σε μια ομίχλη όπου η μανία του να νιώσουν τα πάντα τους αφήνει δίχως να νιώθουν τίποτα. Και αφού ξεράσει το αγόρι αυτό τη μαύρη τρύπα του στα χαλίκια, θα σε περιμένει στη γωνία για να σου πει για το κορίτσι που του ράγισε την καρδιά, έξι χρόνια πριν, σε ένα άλλο νησί. Σάλια θα τρέχουν από τα χείλη του. Τα πόδια του θα τον εγκαταλείπουν. 

Θα πει κι άλλα πολλά... Τις ιδέες του περί έρωτα. Μιλά για ένα είδος πολυσυντροφικότητας που σου μοιάζει εκείνη την ώρα ξεχειλωμένο, μανιώδες και, τελικά, καταθλιπτικό: γιατί δεν είναι προϊόν πόθου. Αλλά άγχους. Όχι καύλας. Αλλά πληγής και φόβου. Μιας πληγής που δεν ανοίγεται στα δυο, τρία ή περισσότερα –όπως κοκορεύεται ότι κάνει– αλλά κλείνεται όλο και περισσότερο στον εγωκεντρικό και τσιγκούνη της εαυτό. 

Θες πολύ να κάνεις την ανάποδη ανάγνωση. Το λες στη Δ. Να πεις, no, no, αυτό σημαίνει ελεύθερος άνθρωπος. Αυτό σημαίνει αγάπη και ερωτισμός που κυλάει έξω από το αυλάκι και πλημμυρίζει το χωριό. Αλλά δεν το πιστεύεις. Γιατί η αγάπη δεν είναι ακριβώς στραγγαλισμένη, αλλά βρίσκεται έξω από το σπίτι τους. Δεν είναι αυτή που τους φέρνει κοντά. Τα κενά μάτια αφήνουν λίγο χώρο για αυτά. 

Καταλήγεις κάπου; 

Ναι. Ένα φιλί μπορεί να γονατίσει κάθε βράδυ που περνάω με την πλάτη σε αυτοκίνητα, τα γόνατα στα βράχια, το κεφάλι σε τοίχους, με ανθρώπους αδιάφορους. Δεν θέλω να αγγίξω ξανά κανένα σώμα, αν δεν είναι αυτό που θέλω όσο τίποτα.

Και τώρα πού πας; 

Προς τα παιδιά που είναι last in, first out, με τον κώλο κατάλευκο από τα μαγιό, και κανένα ξεχασμένο σπυράκι σε όλα τα λάθος μέρη. Με συναισθηματική αυτάρκεια. Και σώμα με μνήμη. Που το να γυρίσουν σπίτι μόνοι τους δεν τους είναι τρομακτικότερο από το να γυρίσουν με τον οποιονδήποτε. Άνθρωποι που ψάχνουν τα άστρα όχι στο πάτωμα αλλά στον ουρανό. Μαντρόσκυλα κι αυτοί. Αλλά σε άλλη ταινία.

 
 

🍑

 
Notebook

ΘΕΜΑΤΑ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

THE GOOD LIFO ΔΗΜΟΦΙΛΗ