Διάβαζα την προηγούμενη εβδομάδα στη «Herald Tribune» ένα μεγάλο άρθρο για τις φωνές διαμαρτυρίας που ακούστηκαν για την αλήθεια πίσω από το No του Πάμπλο Λαραΐν. Ενώ το Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών στις Κάννες τον τίμησε και η Ακαδημία των Όσκαρ τον έφερε στην πεντάδα των ξενόγλωσσων ταινιών, στη Χιλή αμφέβαλαν σοβαρά για την ακρίβεια και κυρίως το πώς η ταινία εστίασε στη διαφημιστική καμπάνια που ανέτρεψε το καθεστώς του Πινοτσέτ. «Το να πιστέψουμε πως ο Πινοτσέτ έχασε εξαιτίας ενός logo κι ενός διαφημιστικού jingle σημαίνει πως δεν έχουμε καταλάβει τίποτε απ' όσα έγιναν», ισχυρίζεται ο βουλευτής και υπουργός των Σοσιαλιστών, Φρανσίσκο Βιδάλ. Ακόμα και ο πραγματικός επικεφαλής της διαφημιστικής εκστρατείας του No, Τζέναρο Αριαγάδα, διαφωνεί, πιστεύοντας πως η ταινία είναι μια χονδροειδής υπεραπλούστευση που καμία σχέση δεν έχει με την πραγματικότητα. «Η ιδέα πως μετά από 15 χρόνια δικτατορίας σε μια πολιτικά σοφιστικέ χώρα με ισχυρά συνδικάτα και φοιτητικές οργανώσεις έρχεται ένας Μεξικάνος διαφημιστής (ο Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ στην ταινία) πάνω σ' ένα skateboard και λέει "Κύριοι, θα σας πω εγώ τι θα κάνετε" είναι μια καρικατούρα» συμπληρώνει. Υπερασπιζόμενος το έργο του, ο Λαραΐν λέει πως η ταινία είναι ένα απόσπασμα της Ιστορίας, «ένα παράξενο μείγμα ρεαλισμού και φαντασίας». Ο θεατρικός συγγραφέας Αντόνιο Σκαρμέτα, πάνω στο έργο του οποίου βασίστηκε η ταινία, δεν είχε καμία αντίρρηση με αυτά που είδε, υπογραμμίζοντας πως η τέχνη δεν οφείλει να περιορίζεται στην Ιστορία ή να την απεικονίζει. «Δεν είναι διαθήκη η ταινία» παραπονιέται ο Λαραΐν, ο οποίος έκοψε τρεις ώρες από το αρχικό μοντάζ κι έχει βρει τον μπελά του, επειδή, ανεξάρτητα από την όποια κινηματογραφική του επιλογή, κατάγεται από οικογένεια δεξιών και εμμέσως κατηγορείται πως μεταμφιέστηκε σε υποστηρικτή του No, ενώ στην ουσία δεν είναι. «Εδώ ο Λαραΐν δείχνει το πιο συντηρητικό του προφίλ, με μια ταινία που αντανακλά την κρίση ταυτότητάς του, τον διάλογο που ανοίγει ανάμεσα στη διαφήμιση και στο σινεμά, τη Δεξιά και την Αριστερά, το γεγονός πως είναι ένας αριστοκράτης στη χώρα του κι ένας πολιτικός σκηνοθέτης στο εξωτερικό» γράφει στο περιοδικό «El Ciudadano» ο Ματίας Σάντσεζ.
Το θέμα, ωστόσο, δεν είναι το δικαίωμα του καθενός να κάνει την ταινία που θέλει, ανεξάρτητα από την καταγωγή του ή και το χρώμα του δέρματός του, όπως κραύγασε ο συνήθης φασαριόζος Σπάικ Λι και ο Τζέιμι Φοξ τον έβαλε στη θέση του, εκ μέρους του Κουέντιν Ταραντίνο, του Τζάνγκο και όλων των λευκών που τολμούν να κάνουν ταινίες με και για μαύρους – λες και ο Σπάικ έχει καπαρώσει το μονοπώλιο και μιλάει εξ ονόματος των ομοφύλων του. Ο διάλογος, μόνιμος και δυσεπίλυτος, έχει να κάνει με το αποδεκτό περιθώριο απόκλισης του σινεμά που ονομάζεται γενικά ιστορικό από την ίδια την ιστορική αλήθεια και τα ηθικά επιχειρήματα γύρω από αυτήν. Σε μια εκτεταμένη συνέντευξη από τον ιστορικό Έρικ Φόουνερ για το επιστημονικού προσανατολισμού βιβλίο Past Imperfect, το οποίο εκδόθηκε το 1995 και είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον, ο σκηνοθέτης Τζον Σέιλς είπε πως οι ταινίες με φόντο ή επίκεντρο την Ιστορία γυρίζονται κατά κόρον για πολλούς λόγους. Επειδή μερικές είναι ούτως ή άλλως καλές ιστορίες και είναι προτιμότερο να βρεις μία από τα έτοιμα, παρά να τη γεννήσεις. Επειδή στο πέρασμα του χρόνου οι ιστορίες παίρνουν θρυλικές διαστάσεις και η μορφοποίησή τους έχει ήδη γίνει, συνεπώς οι δραματικές αλλαγές απαλλάσσουν τον σεναριογράφο από πονοκεφάλους προσαρμογής και επαλήθευσης. Τέλος, επειδή κάποιος μεγάλος σταρ χρειάζεται ένα όχημα και απλώς λέει «θέλω να παίξω τον Ντέιβι Κρόκετ ή θέλω να υποδυθώ τον Γουάιατ Ερπ» και όταν το επιθυμεί πραγματικά, δύσκολα θα του το αρνηθούν. Παραδοσιακά, πριν από τα Όσκαρ όλο και κάποιοι ιστορικοί εμφανίζονται που θα αμφισβητήσουν την ορθότητα της ταινίας που φιγουράρει ως φαβορί. Αναφέρω χαρακτηριστικά τον ντόρο γύρω από τον Υπέροχο Άνθρωπο και το πώς ο Ρον Χάουαρντ και ο σεναριογράφος Ακίβα Γκόλντμαν κουκούλωσαν την ομοφυλοφιλία του Νας ή το κατά πόσο όντως ερωτεύτηκε ο Ερωτευμένος Σαίξπηρ και εμπνεύστηκε το Ρωμαίος και Ιουλιέτα στην ταινία των Γουάινσταϊν και Τζον Μάντεν. Παρά τις αντιρρήσεις, και τα δυο φιλμ κέρδισαν το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας.
Φέτος, αντικείμενα διαμαρτυρίας αποτέλεσαν ο Λίνκολν, το Zero Dark Thirty αλλά και το Argo. Για το Λίνκολν βρέθηκαν και υπερασπιστές, ενώ ο Σπίλμπεργκ είχε φροντίσει να καλυφθεί πίσω από έναν «σεβάσμιο» ιστορικό που εκτέλεσε χρέη συμβούλου. Το πολεμικό δράμα της Κάθριν Μπίγκελοου κατακρίθηκε για τις σκηνές των βασανιστηρίων από δύο μεριές: από τη μία κάποιοι θεώρησαν πως χαλυβδώνεται μια προπαγάνδα απόσπασης πληροφοριών, ακόμα και με αθέμιτους τρόπους, όταν ο σκοπός είναι η πάταξη της τρομοκρατίας, και άλλοι είπαν πως δεν έγιναν ποτέ βασανιστήρια, ακόμα κι αν όλος ο κόσμος υποψιάζεται πως δεν γίνεται να βρεις την άκρη χωρίς μπουντρούμι και φάλαγγα. Για το Argo κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε στην Αμερική. Το Ιράν, όμως, προειδοποίησε πως θα απαντήσει με δική του ταινία, εκθέτοντας τα γεγονότα της απόδρασης των Καναδών μέσω του Αμερικανού πράκτορα και των χολιγουντιανών εξπέρ, αρνούμενο το μύθευμα των Αμερικάνων. Προς το παρόν, το Argo εμφανίζεται ως φαβορί για το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, ενώ άγνωστο είναι πόσοι θα δουν την ιρανική κινηματογραφική αντίδραση, αν και όποτε γίνει.
Νομίζω πως κανείς δεν περιμένει από μια ταινία να μεταμορφωθεί σε σεμινάριο ή διδακτική εμπειρία – θα ήταν πιο βαρετό κι από ένα ντοκιμαντέρ, τη στιγμή, μάλιστα, που ένα μεγάλο κομμάτι της τεκμηρίωσης αναζητά τεχνικές και δρόμους μυθοπλασίας για να αφηγηθεί το θέμα του, εμμέσως αναγνωρίζοντας την υποκειμενικότητα της κινηματογραφικής κατασκευής. Υπάρχει, όμως, πάντα η ηθική πλευρά της παραποίησης των στοιχείων όταν μιλάμε για την πρόσφατη ιστορία. Αλλά όχι πάντα, και όχι αναγκαστικά για τα περίφημα τελευταία 50 χρόνια, πίσω από τα οποία υπάρχει μια άτυπη παραγραφή ευθυνών. Όταν ο Όλιβερ Στόουν ετοιμαζόταν να κάνει τον Μεγαλέξανδρο, οι Έλληνες άρχισαν να ανησυχούν για την αποτύπωση του ανδρισμού του στρατηλάτη. Τον ρώτησα μπροστά στις κάμερες, ευθέως, αν θα επιχειρήσει το πορτρέτο ενός ομοφυλόφιλου Αλέξανδρου. Αντιλήφθηκε κάποια εθνική λεπτότητα και απάντησε διπλωματικά. Όταν έσβησαν τα φώτα, με πλησίασε και με ρώτησε: «Μα, καλά, υπάρχει κάποιος στην Ελλάδα που πιστεύει πως ο Μεγαλέξανδρος δεν ήταν ομοφυλόφιλος; Δεν το μαθαίνετε στα σχολεία;». Αντί για απάντηση, του πρότεινα να πάει στην πλατεία Αριστοτέλους και να το πει, αν ήθελε να έχει σίγουρο θάνατο από λιντσάρισμα. Σύμφωνος με τον χαρακτήρα του, προφανώς χάρηκε με την πρόκληση που θα ακολουθούσε κι έκανε ό,τι πίστευε, όπως ακριβώς είχε κάνει τα δικά του στο JFK και πολλοί που γνώριζαν πτυχές της αναφοράς Γουόρεν τον στηλίτευσαν για δημαγωγία και φαντασιοπληξία. Η πραγματικότητα είναι πως αν θίγεται ένας λαός ή μια κοινότητα που έχει τη δυνατότητα να ασκήσει πίεση, τότε τα πράγματα αλλάζουν δραστικά και ταινίες ακυρώνονται. Καθώς ελάχιστοι στήνουν φιλμ γύρω από ιστορικά γεγονότα με πολιτική χροιά με τη λογική της συλλογικής οπτικής (ο Σέιλς με το Matewan είναι από τις ελάχιστες εξαιρέσεις), συνήθως οι σκηνοθέτες εστιάζουν σε πρωταγωνιστές που μεταφέρουν την ιστορία και την Ιστορία μέσα από την προσωπική τους ματιά και το δράμα τους, έτσι ώστε τα γεγονότα να προσαρμόζονται κατά το δοκούν και να αμβλύνονται, σε περίπτωση που η αλήθεια απέχει. Ο Πάτον, ο Γκάντι, ο Τόμας Μορ, αυτός ο φονιάς των Προτεσταντών που είδαμε ως καρτερικό μάρτυρα στον Άνθρωπο για όλες τις εποχές, δεν ήταν έτσι. Αλλά οι ταινίες ήταν καλοφτιαγμένες, πλούσιες, σύνθετες και παρουσίαζαν τα απαραίτητα ανθρώπινα ελαττώματα για να ταυτίζεται ο θεατής. Και στη μέση όλων υπάρχει η Λένι Ρίφενσταλ και ο Ντ. Γκρίφιθ, η συζήτηση για τις ιδιοφυείς προπαγάνδες των οποίων επανέρχεται ως ταυτόχρονα αποκρουστικό και αξιοθαύμαστο σημείο αναφοράς.
σχόλια