» Ο Μίκαελ Χάνεκε απέσπασε τοΦοίνικα - τον άξιζε, και από ένα σημείοκι έπειτα τον περιμέναμε ως φαβορί, παρ'ότι οι εικασίες έβλεπαν τον Προφήτη τουΖακ Οντιάρ, το σφιχτό και μετρημένοχρονικό ενός κατάδικου που γίνεταιγκάνγκστερ στη στενή. Βοήθησε και τογεγονός πως η πρόεδρος Ιζαμπέλ Ιπέρείχε πρωταγωνιστήσει στη Δασκάλα τουΠιάνου του Αυστριακού σκηνοθέτη(γερμανικής καταγωγής) και, όσο να ‘ναι,η ευνοιοκρατία στα υψηλά κλιμάκια δενείναι αθέμιτη, όταν το επίπεδο τουβραβευθέντος είναι τέτοιο που δενανιχνεύεται ο δόλος. Η Λευκή Κορδέλαείναι θαυμάσια ταινία, ένα έργοολοκληρωμένο, στεγνό και στυγνό, όπωςκαι οι καταβολές του ναζισμού, μέσα απότην αυστηρή ματιά του δημιουργού σε έναγερμανικό χωριό, παραμονές του μεγάλουπολέμου. Όλοι είναι παρόντες στοασπρόμαυρο (δεν θα μπορούσε να ήταναλλιώς) δράμα της σιγαλιάς: ο παπάς, ογιατρός, ο βαρόνος, ο δάσκαλος. Η εκκλησίαμε τη θρησκευτική υποκρισία, η επιστήμημε τη σκληρότητα και την απαξιωτικήαναλγησία, η παραιτημένη αριστοκρατίασε απόσταση, η φιλελεύθερη παιδεία πουσιωπά όταν ακυρώνεται από τις παγιωμένεςπεριστάσεις και αφηγείται σε όλη τηδιάρκεια της ταινίας, υιοθετώντας τοντόνο της πικρής, ζωντανής ανάμνησης. Ταπαιδιά του χωριού, πιεσμένα, εκρηκτικά,λυπημένα, άνανδρα κι αναιμικά ανδροειδή,είναι βγαλμένα από ένα θρίλερ απόκοσμο,σαν να συγκρούεται ο Μπέργκμαν με τονΡόμπερτ Γουάιζ, σε ένα φιλμ κλινικό καικαθαρό, ποτέ προφανές. Αν κάποια από τιςταινίες που είδα συνορεύει με τοαριστούργημα (δηλαδή, τι συνορεύει καιβλακείες, είναι αριστούργημα), αυτήείναι η Λευκή Κορδέλα. Προλέγει τοναζισμό, προφέρει το φασισμό και με τηνεικαστική της σύνθεση εμβαθύνει καιεπεκτείνει τα θέματα που θίγει. Είναιμακροσκελής και θα κουράσει όσουςεπιλέγουν θεατρινισμούς και ευκολίεςστην αναπαράσταση εποχής. Ο Χάνεκεδιαθέτει την απαραίτητη εμπιστοσύνηστα μέσα του, έτσι ώστε να φωτίσει ένααργό έγκλημα, καθώς ο σπόρος της βίαςγεννιέται από την άδηλη συμπεριφορά,τη συλλογική στάση στα πράγματα και όχιαπό την παράθεση των χειρονομιών. Γιατίθα διάλεγε άλλωστε ένα προτεσταντικόχωριό; Σύμφωνα με δική του δήλωση, τοκαθήκον της τέχνης είναι να ρωτά. Ανθέλετε απαντήσεις, πάω πάσο. Και εδώθέτει ερωτήματα χωρίς τη δυνατότηταυπεκφυγής.
»Ένα δεύτερο βραβείο με τηνυπογραφή της Ιπέρ είναι αυτό στη ΣαρλότΓκενσμπούρ. Η κόρη του Σερζ και της Τζέινδεν υπήρξε ποτέ καλή ηθοποιός, πόσομάλλον άξια για βραβείο (θα προτιμούσατη διακριτική Άμπι Κόρνις από το ΛαμπερόΑστέρι της Κάμπιον που έμεινε έξω απότο palmares).Τα έδωσε όλα ωστόσο στο Λαρς φον Τρίερκαι τον Αντίχριστό του, την ψυχική τηςυγεία, τις φωνητικές της χορδές από τογκάρισμα, ακόμη και την κλειτορίδα τηςσε μια από τις πιο ανατριχιαστικέςσκηνές αυτοπεριτομής, που μπαίνει δίκαιαστο λεύκωμα με τα σοκ ενσταντανέ τηςιστορίας των Καννών - οι γυναίκες πουτην είδαν ακόμη ριγούν στην ιδέα καιμόνο. Είναι όμως μια θαρραλέα προσπάθειαπου υπονομεύει θεωρητικά την καλλιτεχνικήτης υπόσταση στο mainstream,σαν κι αυτές που και η ίδια η Ιπέρ τόλμησεστη καριέρα της, και δεν της βγήκαν σεκακό. Βραβείο ερμηνείας σε μια υποκριτικήβουτιά λοιπόν.
»Αντίθετα, στους άνδρες τοπήρε ο καλύτερος. Ο άγνωστος ΑυστριακόςΚρίστοφ Βαλτζ χόρεψε το δικό του βαλςστο Άδωξοι Μπάσταρδη και ήταν από τουςλίγους που αντιστάθηκαν στη δαιμονισμένηανορθογραφία του Ταραντίνο. Με τη δικήτου ενέργεια, ο Βαλτζ που μίλησε άψογαγερμανικά, αγγλικά, γαλλικά και ιταλικάόποτε χρειάστηκε, στο ακροβατικό δράματου Β' Παγκόσμιου Πολέμου, υποδύθηκεεντυπωσιακά και ακριβέστατα, σαν ναήταν βετεράνος των ταινιών του Ταραντίνοκαι φανατικός της προφορικής του γραφής,το συνταγματάρχη Χανς Λάντα, ένα κάθαρμαμε τέλειους τρόπους, που κυνηγάει τουςεβραίους σαν τη γάτα που στήνει φάκες,και νοιάζεται για τη χωρίστρα και τηνυστεροφημία του. Σε ένα ηχηρό καστ (Πιτ,Κρούγκερ) έλαμψε διά της ενέργειας καιτης ζαβολιάς του.
»Το βραβείο σεναρίου στονΚινέζο Λου Γε και το ομοφυλοφιλικό δράμαΠυρετός της Άνοιξης ισοδυναμεί με ένα«άντε κουράγιο» σε έναν καλλιτέχνη πουπάλεψε επί πέντε χρόνια να ξεκολλήσειαπό τη γραφειοκρατία και τη λογοκρισίατης χώρας του, και να καταφέρει να δειτην ταινία του να βρίσκει ένα διαβατήριοέξω από το εργαστήριο. Ο σκηνοθέτης-ήρωαςστις Χαμένες Αγκαλιές του Αλμοδόβαρείπε στο φινάλε: το θέμα δεν είναι ναπροβάλλονται οι ταινίες, αλλά νακαταφέρουν να ολοκληρωθούν. Ρώτα καιτον Λου Γε, κάτι παραπάνω θα ξέρει απόταλαιπωρία.
»Και φτάνουμεστην ελληνική νίκη. Ο Κυνόδοντας τουΓιώργου Λάνθιμου απέσπασε την ανώτατηστο παράλληλο, αλλά διόλου αμελητέο,διαγωνιστικό τμήμα «Ένα Κάποιο Βλέμμα».Πρόκειται για μια εκπληκτική δουλειάλόγου και εικόνας, μια μοντέρνα ματιάσε ένα παλιό θέμα, τη φασιστική λογικήτου απογαλακτισμού και τη δυναμική τηςσύγχρονης οικογένειας. Ο Λάνθιμοςπαίρνει τα ψέματα που διαμορφώνουν τοελληνικό σπιτικό και τα διαστρέφει σεένα αστείο, θλιβερό συμπέρασμα,απογυμνωμένο από ηθικούς κώδικες καικλισέ. Σε μια λιγότερο τολμηρή και«τρελή» κινηματογραφική πρόταση σεσχέση με την αγαπημένη μου Κινέττα,είναι αισθητικά συμπαγής, αφηγηματικάγοργός κι εφευρετικός και εικαστικάαρυτίδωτος. Επαινέθηκε από Έλληνες καιξένους, άρεσε πολύ, καθώς συγχρονίστηκεμε το τώρα. Ο Κυνόδοντας ήταν μια απότις καλύτερες ταινίες του Φεστιβάλ, μιαμεγάλη και ταπεινή στα υλικά και τηδιάθεσή της ταινία από μόνη της, αλλάκαι πιθανό ορόσημο για το ελληνικόσινεμά, καθώς σκουπίζει από το μοχθηρόστόμα των αλλοδαπών ειδημόνων τηνκουραστική ταύτιση/πιπίλα του έντεχνουελληνικού κινηματογράφου με τη στείρααναπαραγωγή του «αγγελοπουλισμού» (καιδεν εννοώ την ουσία αλλά την επίφασηκαι το στυλ των ταινιών του μεγάλουΈλληνα σκηνοθέτη), και στρώνει το δρόμογια μια γενιά που θα πρέπει να νιώθειελεύθερη να ασχοληθεί κοσμοπολίτικακαι μυαλωμένα με το τι υπαγορεύει τοβλέμμα, το ταλέντο και ο κόσμος πουανοίγεται μπροστά της, παρά να ακολουθείφοβισμένα τα συντεχνιακά διαγράμματακαι τις πατημένες φόρμουλες, που δεναφορούν κανέναν. Καλή διανομή!
σχόλια