Στο ξεκίνημά τους τα βάφτισαν Φελίξ. Το παρατσούκλι κράτησε 9 χρόνια, μέχρι το 1997. Ευρωπαϊκά Όσκαρ τα αποκαλούσαμε στην αρχή. Η σύγκριση εύλογη, και γίνεται σε όλα τα βραβεία εθνικών ακαδημιών, σε αδόκιμη αντιπαραβολή με τα πρώτα και πιο ξακουστά αγάλματα του σινεμά.
Φέτος, τα ετήσια βραβεία της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας κλείνουν αισίως 30 χρόνια ζωής. Η έδρα βρίσκεται στο Βερολίνο, πρόεδρος είναι ο Βιμ Βέντερς, η χρηματοδότηση αυτού του μη κερδοσκοπικού οργανισμού είναι κυρίως γερμανική, τα περισσότερα μέλη, πάνω από 500, είναι όντως Γερμανοί.
Δεν ξεκίνησε, ωστόσο, από τη συγκεκριμένη χώρα ο θεσμός, αλλά από πρωτοβουλία καταξιωμένων κινηματογραφιστών για τη διαφύλαξη και προάσπιση της ευρωπαϊκής κινηματογραφικής κουλτούρας. Με πρώτο πρόεδρο τον Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, το 1998, μέλη 40 (κυρίως) σκηνοθέτες, αρχικό όριο τους 99, αλλά με μια εντυπωσιακή αλλαγή πλεύσης στη συνέχεια, που ενθάρρυνε μέλη από όλους τους κλάδους να ενταχθούν − πλέον υπερβαίνουν τους 3.500.
O θεσμός ξεκίνησε από την πρωτοβουλία καταξιωμένων κινηματογραφιστών για τη διαφύλαξη και προάσπιση της ευρωπαϊκής κινηματογραφικής κουλτούρας. Με πρώτο πρόεδρο τον Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, το 1998, μέλη 40 (κυρίως) σκηνοθέτες, αρχικό όριο τους 99, αλλά με μια εντυπωσιακή αλλαγή πλεύσης στη συνέχεια, που ενθάρρυνε μέλη από όλους τους κλάδους να ενταχθούν − πλέον υπερβαίνουν τους 3.500.
Ανάμεσα σε αυτούς και κριτικοί, όπως γίνεται και στην ελληνική Ακαδημία, που δομήθηκε αρκετά στο μοντέλο της ευρωπαϊκής «μητέρας». Φέτος, έγινα μέλος κι εγώ, συνεπώς ψήφισα, και με μια πρώτη ματιά στις κατηγορίες και στις υποψηφιότητες η διαφοροποίηση από τα Όσκαρ είναι παραπάνω από εμφανής.
Θεωρητικά, τα Όσκαρ είναι παγκόσμια βραβεία, με τον όρο η κάθε ταινία που φιλοδοξεί να μπει στην τροχιά των υποψηφιοτήτων να προβληθεί στο Λος Άντζελες, που είναι η έδρα της αμερικανικής ακαδημίας. Εκτός, βέβαια, από τις επίσημες εθνικές υποβολές, μία για κάθε χώρα, που διεκδικούν το λεγόμενο και μη αγγλόφωνο Όσκαρ, ακριβώς επειδή είναι ιστορικά αποδεδειγμένο πως τα Όσκαρ προτιμούν, στατιστικά, ταινίες που μιλάνε αγγλικά.
Εδώ όμως μιλάμε για καθαρά ευρωπαϊκές παραγωγές. Και στο σύνολό τους καθαρά φεστιβαλικές, πράγμα καθόλου παράταιρο, αφού η στάμπα του μεστού ευρωπαϊκού φιλμ βρίσκει το ιδανικό περιβάλλον του σε ένα από τα μεγάλα φεστιβάλ της Γηραιάς. Φέτος, και οι 5 υποψήφιες για τα EFA συμμετείχαν στα επίσημα προγράμματα του Φεστιβάλ Καννών του 2018.
Είναι το «Κορίτσι» του Ντοντς, το σουηδικό «Border», πολύ ενδιαφέρον και ιδιόμορφο, που κέρδισε το πρώτο βραβείο στο Ένα Κάποιο Βλέμμα. Ο «Ψυχρός Πόλεμος» του Πάβελ Παβλικόφσκι, που είναι και το μεγάλο φαβορί για τα πρακτορεία προγνωστικών, που πέρσι είχαν πέσει μέσα με το «Τετράγωνο» του Όστλουντ, και πάλι με βραβεία στις Κάννες, όπως και το «Dogman» του Γκαρόνε, με τιμές για τον πρωταγωνιστή του. Παρομοίως και η πέμπτη ταινία, ο «Ευτυχισμένος Λάζαρος» της Αλίτσε Ρορβάχερ, με εύσημο το Βραβείο Σεναρίου. Οι Κάννες φέτος τροφοδότησαν βαριά τα EFA, σχεδόν τα καθόρισαν.
Τα τρία πρώτα μού άρεσαν πολύ και κατέληξα στο «Κορίτσι» γιατί ο σκηνοθέτης του δεν ήταν υποψήφιος στην κατηγορία του − τη θέση του πήρε ο Σάμιουελ Μαόζ για το επίσης εξαιρετικό «Foxtrot» (ναι, το Ισραήλ τοποθετείται στην Ευρώπη και στο σινεμά, εκτός από το τραγούδι και τον αθλητισμό). Άρα, στην κατηγορία των σκηνοθετών, Παβλικόφσκι.
Στους ηθοποιούς, φαβορί φαντάζομαι πως είναι ο Μαρτσέλο Φόντε, μετά κιόλας από το βραβείο του στις Κάννες. Προσωπικά, κοίταξα γύρω από τον αναμενόμενο νικητή, ανάμεσα σε έναν πρωτάρη, τον Βίκτορ Πόλστερ από το «Κορίτσι», και τον βετεράνο Ρούπερτ Έβερετ, σε ρόλο ζωής, στον «Ευτυχισμένο Όσκαρ». Πριμοδότησα τον νεαρό, ίσως γιατί ο Έβερετ έκανε συνολική δουλειά πάνω στον Ουάιλντ ως σκηνοθέτης και σεναριογράφος κυρίως.
Όσο ηλεκτρισμένη και moody ήταν η Τζοάνα Κούλιγκ στον «Ψυχρό Πόλεμο», άλλο τόσο απελπισμένη και τελειωτικά τραγική ήταν η Μαρί Μπάουμερ στην ωδή της στη Ρόμι Σνάιντερ στο «3 ημέρες στο Κιμπερόν» που είδαμε στο Βερολίνο. Μπήκε βαθιά στο βάσανό της και υπέφερε μπροστά στην ανάκριση ενός φίλου της δημοσιογράφου επί δύο ώρες. Σπουδαία ερμηνεία σε μια ταινία που μπορεί και να μην δούμε ποτέ στην Αθήνα.
Δεύτεροι ρόλοι δεν υπάρχουν, αλλά τα EFA διαχωρίζουν τη θέση τους από τα Όσκαρ, φλερτάροντας... τις Χρυσές Σφαίρες με κατηγορία κωμωδίας − αβλεπτί, ο «Θάνατος του Στάλιν». Το σενάριο στη θέση του, το ίδιο και τα κινούμενα σχέδια, ντοκιμαντέρ επίσης (μου άρεσε πολύ το «The silence of others» με θέμα τη δικτατορία του Φράνκο που είδα στην ψηφιακή πλατφόρμα της Ακαδημίας) και, για να μην ξεχνιόμαστε, χωράει και μια πεντάδα πρωτοεμφανιζόμενων με τον τίτλο «Ευρωπαϊκή Ανακάλυψη».
Βλέποντάς τα συνολικά, ευτυχώς που τα ευρωπαϊκά «Όσκαρ» δεν είναι Όσκαρ στη σύλληψή τους, μια και η Ακαδημία είναι ανοιχτή και σε μη-μαστόρους του σινεμά που δεν θα μπορούσαν να εκτιμήσουν επακριβώς τις διαφορές της μιας ταινίας από τη συναγωνίστριά της στους τομείς του μοντάζ ή της φωτογραφίας ή ακόμη στη μουσική, πέρα από μια γενική κρίση. Προτείνουν, λοιπόν, ένα σφιχτό πακέτο βραβείων για όλα τα μέλη και αφήνουν τα υπόλοιπα, τα τεχνικά, σε μια επιτροπή 8 ειδικών που θα αποφασίσουν, χωρίς διαδικασία υποψηφιοτήτων, για τη φωτογραφία, τα σκηνικά, τη μουσική, το μοντάζ και τα εφέ, κάπως εν κρυπτώ. Fair enough.
σχόλια