Μετά τον στιβαρό ρεαλισμό του Gomorrah και το σκληρό μελόδραμα του Reality, ο Ματέο Γκαρόνε επιστρέφει στην ευρύτερη περιοχή της Νάπολης και στα ζόρικα «παιδιά» που παρεπιδημούν εκεί, διαιωνίζοντας την κατάρα του τόπου, με μια νεορεαλιστική τραγικωμωδία σπουδαίας ερμηνείας και κοινωνικής προέκτασης.

 

Tο Dogman σίγουρα συγκαταλέγεται στις καλύτερες ταινίες που έχουν γίνει ποτέ με θέμα το bullying: ο Μαρτσέλο είναι κομμωτής σκύλων σε μια γειτονιά που χωροταξικά ορίζεται από τη γυμνή, γκρίζα, μεγάλη πλατεία από μπετόν που βλέπει θάλασσα, αλλά δεν υπόσχεται ελπίδα ή διαφυγή. Είναι μικροκαμωμένος, πρόθυμος, εργατικός, ευγενικός με τους γείτονες, τρυφερός με την κόρη του από έναν αποτυχημένο γάμο, άψογος με τα σκυλιά που περιποιείται ‒ φυσικό ταλέντο στο ιδιαίτερο επάγγελμά του, ένας άνθρωπος που δεν πειράζει μύγα.

 

Το μεγάλο, μόνιμο πρόβλημά του είναι ο Σιμόνε. Εμφανισιακά, είναι το ακριβώς αντίθετο. Ψηλός και γεροδεμένος, είναι η επιτομή του ρεμπεσκέ που ζει από μικρές και μεγάλες απατεωνιές, παραπαίει ανάμεσα στον τζόγο και τα ναρκωτικά, τρελαίνεται όταν παίρνει κοκαΐνη και το έχει ως χόμπι να σπάει στο ξύλο όποιον του πάει κόντρα, και ειδικά τον Μαρτσέλο, που τον έχει του χεριού του.

 

Τιμώντας τον άγραφο κώδικα τιμής, ο dogman κάνει φυλακή για να προστατεύσει τον νταή που έχει χρεωθεί χωρίς τη θέλησή του, περισσότερο από φόβο παρά από αίσθημα φιλίας. Όταν εκτίει την ποινή και επιστρέφει, αναλαμβάνει δράση. Εκρήγνυται μέσα του ο ανδρισμός που ούτε ο ίδιος έχει εκτιμήσει στις σωστές του διαστάσεις.

 

Και τότε, στο parco dei abusivi (το πάρκο των παρανόμων) αναμετριέται με την μικρή κοινότητα που τον γνωρίζει αλλά δεν έχει καμία διάθεση να ξαναγυρίσει στο κακόφημο παρελθόν, να αφεθεί στο χάος και την απειλή διατάραξης μιας ησυχίας που έχει κατακτήσει με κόπο.

 

Ο Μαρτσέλο είναι γεννημένος για να υπηρετεί και πληγώνεται όταν αδικηθεί. Ανάμεσα στα σκυλιά και στα κλουβιά φαντάζει σαν φιγούρα βγαλμένη από τον βωβό κινηματογράφο, αεικίνητος και ακούραστος, ένας φτωχοδιάβολος που προκαλεί τη συμπάθεια επειδή γνωρίζει πως δεν τον παίρνει να είναι υπερόπτης.

 

Ο πιο προφανής συσχετισμός, αυτός της ανθρώπινης αξίας με τη σκυλίσια ζωή, αποδίδεται με χιούμορ στις κινήσεις και τη στάση των σωμάτων, καθώς και με ακραία βία. Ο Μαρτσέλο είναι γεννημένος για να υπηρετεί και πληγώνεται όταν αδικηθεί. Ανάμεσα στα σκυλιά και στα κλουβιά φαντάζει σαν φιγούρα βγαλμένη από τον βωβό κινηματογράφο, αεικίνητος και ακούραστος, ένας φτωχοδιάβολος που προκαλεί τη συμπάθεια επειδή γνωρίζει πως δεν τον παίρνει να είναι υπερόπτης.

 

Ο Σιμόνε, κατ' ευφημισμόν Σιμονσίνο, στέκει σαν βουνό, ένας πρώην πυγμάχος που δέρνει όταν δεν εκφοβίζει, συχνά για «προπόνηση» ή γιατί δεν έχει τι άλλο να κάνει. Η εκδίκηση δεν είναι γλυκιά, αλλά ο Γκαρόνε δεν μένει μόνο στην προσωπική ιστορία, που μάλιστα βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα. Το φόντο, που αγκαλιάζει αφύσικα σαν μπρουτάλ γλυπτό τους ήρωες, δεν είναι απλώς μια διακοσμητική εργατική γειτονιά αλλά λειτουργεί ως ιστορική υπενθύμιση μιας φορτισμένης κοινωνίας που περισσότερο τιμωρεί παρά ευεργετεί.

 

Αν και μοιάζει με ανοιχτό θέατρο, θέτει όρους κεκλεισμένων των θυρών ή στημένης παρτίδας. Κανείς δεν μπορεί να αποτρέψει το κακό, να εκτοπίσει τον φασίστα που τρομοκρατεί και αναστατώνει, και όταν ο καλύτερος φίλος του τερατώδους νταή, δηλαδή ο πειθήνιος και άκακος Μαρτσέλο, δεν αντέχει άλλο την κακοποίηση, βρίσκει τις πόρτες κλειστές και την πιθανότητα του εξοστρακισμού από τη φιλήσυχη αγέλη των γειτόνων πολύ μεγάλη.

 

Μετά από δύο Μεγάλα Βραβεία της Κριτικής Επιτροπής με το Gomorrah και το Reality, ο Γκαρόνε σκηνοθέτησε τον Μαρτσέλο Φόντε σε ένα πανάξιο Βραβείο Ερμηνείας στο Φεστιβάλ Καννών.