Στις συνεντεύξεις που συνήθως κάνω το επίκεντρο συνήθως είναι οι ηθοποιοί - το εμπορικό αγκίστρι, οι σταρ που θέλει ο κόσμος να δει ή να διαβάσει κάτι από όσα, τέλος πάντων, έχουν να πούνε. Οι συνομιλίες με τους σκηνοθέτες παραμένουν μια προσωπική απόλαυση. Στην τηλεόραση σπάνια παίζουν, εκτός αν το όνομα είναι βαρύ, πολύ γνωστό, όπως ο Ταραντίνο ή ο Σπίλμπεργκ ή ο Σκορσέζε, οι οποίοι ωστόσο έχουν αραιώσει τις εμφανίσεις τους εκτός Αμερικής. Την προηγούμενη εβδομάδα βρέθηκα στο Λονδίνο για να δω τον Οζ και να μιλήσω με τον Φράνκο, την Κούνις, τη Μισέλ Γουίλιαμς και τη Ρέιτσελ Βάις. Ωστόσο, απόλαυσα περισσότερο την κουβέντα μου με τον σκηνοθέτη Σαμ Ρέιμι, που δεν είχα ξαναδεί από κοντά. Μιλήσαμε για την προσέγγισή του σε μια ταινία 200 εκατομμυρίων δολαρίων, για το πώς καταφέρνει να έχει τον έλεγχο ενός πλατό γεμάτου τεχνικούς και βοηθούς, πώς «βρίσκει» τους ηθοποιούς του και τις λεπτομέρειες της ερμηνείας τους σε ένα τεράστιο άρμα που φαντάζει δυσκίνητο και ελάχιστα ανθρώπινο. Του είπα ότι, παρά την τεχνολογική πρόοδο των τελευταίων ετών, ένα πανοραμίκ της κάμερας σε μια χορευτική σκηνή με τους νάνους στη χώρα του Οζ προδόθηκε στην κίνηση, τρεμόπαιζε και ηρέμησε όταν το πλάνο σταθεροποιήθηκε. Συμφώνησε χωρίς δεύτερη σκέψη, ομολογώντας πως η ψηφιακή τεχνολογία, ειδικά απ' όταν χρησιμοποιήθηκαν δύο κάμερες για το εφέ του τρισδιάστατου, κάνει flicker που το μάτι αντιλαμβάνεται και ακόμα έχουμε δρόμο για να αποκατασταθεί πλήρως.
Την προηγούμενη Κυριακή είδαμε στον Δαναό σε μία και μοναδική προβολή το ντοκιμαντέρ Side by Side που σκηνοθέτησε ο Κρις Κινίλι. Ο Κιάνου Ριβς, που έκανε και χρέη παραγωγού, έκανε συνεντεύξεις με δεκάδες κορυφαίους σκηνοθέτες, διευθυντές φωτογραφίας, μοντέρ και τεχνικούς που διορθώνουν χρώματα και εμφανίζουν φιλμ, γύρω από την επέλαση του ψηφιακού φορμάτ στο σινεμά. Η ταινία είναι άκρως ενδιαφέρουσα, εξαιρετικά χρήσιμη, επιμορφωτική και απαραίτητη για νέα παιδιά και επαγγελματίες του κινηματογράφου. Ευτυχώς, είναι και άκρως παρακολουθήσιμη. Από τον Βίλμος Σίγκμοντ και την Αν Κόουτς μέχρι τον Σκορσέζε, τον Λιντς, τους Γουατσόφσκι, τον Φίντσερ και τον Νόλαν, το συμπέρασμα είναι πως το φωτοχημικό, όπως το γνωρίσαμε και μεγαλώσαμε μαζί του, έζησε πολύ, από το 1885 μέχρι το 2011, και μολονότι έγινε η κηδεία του, συνεχίζει να υπάρχει ως επιλογή, όπως μέχρι πρότινος το ασπρόμαυρο ή η βωβή ταινία. Διαφωνίες και επιφυλάξεις εκφράζονται από πολλούς, αλλά σχεδόν όλοι συμφωνούν πως οι κάμερες νέας τεχνολογίας, με την εξωπραγματική ανάλυση και την πλήρη προσομοίωση της φυσικής εικόνας, δεν γίνονται αντιληπτές παρά μόνο στους αντιρρησίες επί της αρχής, δηλαδή τους ρομαντικούς και τους πεισματάρηδες. Ακόμα και οι πιο δύσπιστοι, όπως ο Σόντερμπεργκ, πείστηκαν μόλις είδαν τις δυνατότητες που τους πρόσφεραν τα νέα μηχανάκια. Τα υπέρ του ψηφιακού είναι προφανή: ο ευέλικτος, προσβάσιμος, φτηνότερος εξοπλισμός, το σβέλτο, αντάρτικο γύρισμα σε ενιαίες λήψεις χωρίς τις αναγκαστικές διακοπές κάθε 9 λεπτά, η αποφυγή κακών συνθηκών προβολής με τα συστήματα προβολής, το γρήγορο μοντάζ, το άμεσο τσεκάρισμα του κάδρου και του φωτισμού, καθώς και της λήψης της σκηνής. Ο θεωρητικός προβληματισμός υπάρχει ακόμα γύρω από το αν είναι σωστό να μην αποτυπώνεται τίποτα στην κάμερα σε ταινίες που είναι ολοκληρωτικά δημιουργημένες μέσα σε υπολογιστές. Ή, κάτι σοβαρότερο, όπως ο κατακερματισμός της θέασης σε μικρού μεγέθους οθόνες, στα κινητά, στα laptops. Αυτό όμως δεν αφορά το γεγονός της τεχνολογίας αλλά τη φιλοσοφία γύρω από αυτό, ή την εξέλιξη της ψυχολογίας των θεατών, που στον 20ό αιώνα πήγαιναν στα σινεμά όπως θα κοινωνούσαν στις εκκλησίες, λατρεύοντας τα τεράστια είδωλα των σταρ στη μεγάλη οθόνη, ενώ πλέον προτιμούν να κλαίνε ή να γελάνε μοναχικά και να μοιράζονται τη συγκίνησή τους μερικά δευτερόλεπτα μέσω twitter ή facebook. Φοβάμαι πως το φιλμ, με όλες τις αρετές και την ιστορική του σημασία, είναι μια υπόθεση που μοιάζει με εκείνη του βινυλίου: ένας υψηλής πιστότητας φορέας της τέχνης που ξεπεράστηκε και ισχύει απλώς ως περιθωριακή και κάπως ελιτίστικη επιλογή. Αλλά, όπως λέει και ο Ντέιβιντ Λιντς, όλα τα παιδιά έχουν ένα κομμάτι χαρτί κι ένα μολύβι, αλλά πόσα από αυτά κατάφεραν να γράψουν σπουδαίες ιστορίες;
σχόλια