Ακόμα κι από την ομορφιά του τοπίου και την ιστορία του κάθε τόπου που τον έκανε τρομερά γοητευτικό ή τα υπέροχα κτίρια, πιο εντυπωσιακή στην νότια Ιταλία ήταν η συμπεριφορά των ανθρώπων. Οι Ιταλοί είναι απίστευτα εξυπηρετικοί και φιλόξενοι άνθρωποι, κάτι που συναντήσαμε παντού, από τον νότο [άκρο θεού], μέχρι τη Νάπολη. Τους ρωτάς κάτι και τρέχουν να σε βοηθήσουν, ξέρουν-δεν ξέρουν. Δοκίμασε να ζητήσεις από μία κυρία που περπατάει μόνη στο κέντρο της Αθήνας πληροφορίες για κάποιο μέρος και θα δεις αντιδράσεις: ή θα σε αγνοήσει και θα συνεχίσει το περπάτημα, ή θα το βάλει στα πόδια [το πιο πιθανό είναι να μην ξέρει και να σε εξυπηρετήσει]. Όχι όλες, αλλά οι θαρραλέες είναι πια εξαίρεση. Ελάχιστες. Είναι πολύ φοβισμένοι οι άνθρωποι στην Ελλάδα, και δεν είναι η κρίση που τους άλλαξε την ιδιοσυγκρασία, είναι κάτι πιο βαθύ και πιο παλιό που ξεκινάει από τον μανταμσουσουδισμό στα χρόνια της αφθονίας [18αετία πασόκ, νεόπλουτοι, την ψευτοαριστοκρατία της αστικής τάξης, κλπ κλπ] και τον τρόμο που επέβαλλαν τα μίντια κι άλλοι παράγοντες που δεν είναι του παρόντος να αναλυθούν, ο φόβος πάντως πάει χεράκι-χεράκι με τη χρυσή αυγή, κάτι που δεν υπάρχει στην Ιταλία.
Πηγαίνοντας για το Σαλέρνο, και λίγο πριν φτάσουμε στην πόλη, χάσαμε την στροφή [έλειπε γι’ άλλη μια φορά η ταμπέλα] και σταματήσαμε σε ένα γειτονικό χωριό να ρωτήσουμε το δρόμο. Έξω από ένα κτίριο δημόσιας υπηρεσίας υπήρχε σταματημένος ένας 60άρης κύριος με πόρσε καγιέν, καλοντυμένος και όμορφος. Τον ρωτήσαμε, μας εξήγησε λεπτομερώς και με ενθουσιασμό, κάνοντας τις ίδιες χαρακτηριστικές χειρονομίες που κάνουν όλοι οι Ιταλοί όταν σου δείχνουν το δρόμο, τον ευχαριστήσαμε και ξεκινήσαμε να φύγουμε [δεν είχαμε καταλάβει χριστό, μόνο τα δεξιά κι αριστερά, τα οποία σημείωνα μπας και βγάλουμε άκρη] όταν εμφανίστηκε ο δεκαπεντάχρονος γιος του που ήξερε αγγλικά και τον έστειλε να μας τα ξαναπεί μια φορά μεταφρασμένα. Μόλις τέλειωσε, του είπε να μας πει να τους ακολουθήσουμε. Θα μας πήγαιναν μέχρι το Σαλέρνο, έτσι κι αλλιώς εκεί έμεναν. Μπροστά το πόρσε καγιέν, πίσω το δικό μας, τους ακολουθούσαμε μέχρι που, λίγο πριν μπούμε στην πόλη, σταμάτησαν έξω από ένα υπέροχο παλιό σπίτι χτισμένο στην άκρη του γκρεμού. Σταματήσαμε κι εμείς, κατέβηκαν από το αυτοκίνητο, πλησίασαν, κι ενώ περιμέναμε να αποχαιρετιστούμε και να χωρίσουν οι δρόμοι μας, ο γιος μας είπε «ο μπαμπάς σας καλεί στο σπίτι μας να σας φιλοξενήσουμε!». Αρνηθήκαμε ευγενικά, ο μπαμπάς επέμενε, ο γιος μετέφραζε όσα έλεγε ο μπαμπάς, από τα πολλά μας είπε «ίο σόνο γκρέκο», οπότε δεν μας έπαιρνε να επιμένουμε. Τους ακολουθήσαμε στη βίλα. Έτσι, εντελώς απρόσμενα βρεθήκαμε φιλοξενούμενοι ενός πλούσιου Έλληνα στη βίλα ρόζα, με δωμάτια ξεθωριασμένο μπορντό, χρυσές γύψινες διακοσμήσεις και ζωγραφισμένες μπορντούρες με λουλούδια στους τοίχους και στα έπιπλα. Ο Τζιοβάνι ήταν βαφτισμένος Ιωάννης, η γιαγιά του ήταν Ελληνίδα ρουμάνικης καταγωγής [!], και το μόνο που ήξερε από ελληνικά ήταν καλημέρα. Κι η γυναίκα του επίσης. Με ελληνικό αίμα και ελληνική φυσιογνωμία, αλλά κατά τα’ άλλα βέρα ιταλιάνα [με ακριβό χρυσαφικό και τατουάζ στο χέρι]. Α, και είκοσι τουλάχιστον χρόνια μικρότερή του. Αφού μας είπε τι να δούμε στην Κοστιέρα, μας έφτιαξε σχεδιαγράμματα, μας ετοίμασε ένα καταπληκτικό δείπνο με ταλιατέλες λεμονιού με κοτόπουλο και κοτολέτες με πικάντικη σάλτσα, μας έδειξε παιδικές φωτογραφίες του και όλης της οικογένειάς του, μας εξηγούσε τι βλέπουμε [στα ιταλικά], έβρισε για ’κανα μισάωρο τους πολιτικούς [Ιταλούς και Έλληνες] κι εμείς λέγαμε σι σι, ως συνήθως. Όταν σηκωθήκαμε να φύγουμε έγιναν έξαλλοι, αλλά δεν γινόταν να μείνουμε σε ξένο σπίτι, όσο να’ ναι αισθάνεσαι πιο βολικά σε ξενοδοχείο. Μας φίλησαν ένας-ένας με τη σειρά, ακόμα κι η ηλικιωμένη οικιακή βοηθός, αποχαιρετιστήκαμε και φύγαμε για την πόλη.
Το Σαλέρνο είναι μία πόλη με έντονη νυχτερινή ζωή, με άπειρα πιτσιρίκια στους δρόμους, κατά μήκος της παραλιακής, στα σοκάκια, στις πλατείες κι έξω από ένα συγκεκριμένο παγωτατζίδικο-παστιτσέρια όπου υπήρχαν ουρές για να πάρουν παγωτό σάντουιτς [παγωτό μέσα σε ψωμάκι!]. Είναι η πρώτη πόλη που συναντήσαμε τόσους ξένους τουρίστες, που σημαίνει ότι τα πάει καλά από τουρισμό. Αν δεν ήταν ο Τζοβάνι κι η οικογένειά του και το παγωτό σε ψωμί δεν θα είχα συγκρατήσει τίποτα. Το ξενοδοχείο που μείναμε ήταν πιο μεγάλο από ένα οικοδομικό τετράγωνο, με διαδρόμους σαν της Λάμψης του Κιούμπρικ και περπάτημα χιλιομέτρου μέχρι να φτάσεις από το ασανσέρ στο δωμάτιο [αν ήθελες να είναι κοντά σε ασανσέρ ήταν 20 ευρώ πιο ακριβό]. Ήταν και το μοναδικό ξενοδοχείο σε όλη τη διαδρομή [2950 χιλιόμετρα!] που δεν είχε δωρεάν wi-fi [το οποίο έπιανε μόνο στο χώρο της ρεσεψιόν] και το μετανιώσαμε πικρά πολλές φορές που δεν δεχτήκαμε να μείνουμε στου Τζιοβάνι.
Η Πομπηία ήταν πολύ διαφορετική απ’ ό,τι περίμενα, [με πολύ πιο μεγάλο ενδιαφέρον]. Κι ως καλοί τουρίστες, την είδαμε ολόκληρη. Πήγαμε ακόμα και σε αυτή την απομακρυσμένη έπαυλη των μυστηρίων που είναι μεν εντυπωσιακό εξοχικό του 2ου π.Χ. αιώνα, αλλά δεν έχουν αφήσει ούτε μία τοιχογραφία από αυτές που βλέπεις στους οδηγούς, όλες έχουν μεταφερθεί στο μουσείο της Νάπολης, φτάνεις και βρίσκεις μόνο άδεια, γυμνά δωμάτια. Αν εξαιρέσεις τους 40 βαθμούς υπό σκιάν και τους εκατοντάδες γιαπωνέζους τουρίστες που μας ακολουθούσαν κατά πόδας, ήταν μια εκδρομή που άξιζε την ταλαιπωρία. Περπατήσαμε στους πλακόστρωτους καρόδρομους που έχουν ακόμα τα ίχνη από τις αρχαίες ρόδες, μπήκαμε σε νεκρές επαύλεις, στο μπουρδέλο με τις πορνο-τοιχογραφίες όπου γινόταν το αδιαχώρητο [το καταλάβαινες από μακριά, επειδή ήταν το μόνο κτίριο με ουρές στο πεζοδρόμιο], φάγαμε φουντούκια από τις φουντουκιές με θέα τον Βεζούβιο, ήπιαμε τόνους νερό από τις βρύσες [ευτυχώς έχει δημόσιες βρύσες παντού, σε όλη τη νότια Ιταλία, σε πόλεις και χωριά] και μετά ψάχναμε να βρούμε πού να κατουρήσουμε. Τη στιγμή που νόμιζα ότι θα σκάσω και χώθηκα σε μια αυλή για να ξαλαφρώσω, ανακάλυψα ότι ήμουν στην οικία των χρυσών ερώτων. Ο φύλακας είχε μάλλον πάει να κολατσίσει, γιατί μπήκα σε κάθε δωμάτιο και φωτογράφισα τα ερωτάκια και τα παγώνια από κοντά και δεν μίλησε κανείς, αλλά δεν μου έκανε καρδιά να τα κατουρήσω. Ευτυχώς, είχε τουαλέτες λίγο πιο κάτω.
Αν πας στην Πομπηία μην κάνεις το λάθος και πληρώσεις ξεναγό. Ακόμα κι αν δεν θέλεις να ακούσεις να σου λένε την ιστορία του κάθε σπιτιού με ιταλική προφορά, δεν μπορείς να το γλιτώσεις. Είναι τόσες πολλές οι παράλληλες ομαδικές ξεναγήσεις, που όπου κι αν μπεις κάποιος θα διηγείται στη διαπασών ιστορίες, χρήσιμες και άχρηστες. Τον χειρότερο ξεναγό τον είχαν οι γιαπωνέζοι.
Μετά την πολύωρη περιήγησή μας ψάχναμε ένα μέρος να πιούμε καφέ που να μην θυμίζει καφετέρια τουριστικού δρόμου ελληνικού νησιού, έτσι μπήκαμε στην εσωτερική αυλή ενός ξενοδοχείου που ήταν υπέροχα. Λεμονιές με λεμόνια σαν πεπόνια, σκίνα σε γλάστρες, ελιές κλαδεμένες σαν ομπρέλες, πράσινο, πολύ ωραία γλυκά, όλα καλά μέχρι που ήρθε ο λογαριασμός: 5 ευρώ το καπουτσίνο κι έξι το κάθε γλυκό. Για τα ελληνικά δεδομένα δεν είναι ακριβά, αλλά ήταν η πρώτη κι η τελευταία φορά που πληρώσαμε τόσο ακριβά στην Ιταλία.
Την ώρα που περιμέναμε να πληρώσουμε το εισιτήριο της βόλτας στην Πομπηία, μπροστά μας στην ουρά ήταν ένας Ιταλός με τον πατέρα του και την κόρη του -στην οποία μίλαγε στα αγγλικά με ιταλική προφορά- που είχε τατουάζ στο χέρι του αυτή τη λέξη:
Και ο αρχαιολογικός χώρος και τα καφέ έχουν δωρεάν wi-fi.
(συνεχίζεται)
σχόλια