Ο φάρος στην άκρη του κόσμου

Ο φάρος στην άκρη του κόσμου Facebook Twitter
1

Από τον Δημήτρη Καραίσκο

Είπαμε να πάμε στο Brighton. Από ένα διαμέρισμα στο Λονδίνο τσεκάραμε τα δρομολόγια των τραίνων. Ήταν Παρασκευή βράδυ και θα φεύγαμε την επόμενη το μεσημέρι. Πέταξα στο Google Earth πάνω από την ακτή, έτσι όπως κάποιες φορές βλέπω να γίνεται στα πιο τυχερά μου όνειρα, και έψαξα να δω αν υπάρχει κάποιος από αυτούς τους ξακουστούς αγγλικούς φάρους στην περιοχή, αυτούς που είχα μάθει από βιβλία, από φωτογραφίες και ιστορίες. Ήξερα για το καταραμένο Eddystone, για την οικογένεια Stevenson, τους μεγαλύτερους κατασκευαστές φάρων κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, είχα κάποτε επισκεφτεί το Trinity House στο Λονδίνο, τη Βρετανική "Υπηρεσία Φάρων", και είχα επισκεφτεί αρκετούς φάρους, αλλά δεν είχα πάει ακόμα σε κανένα από αυτά τα τρομαχτικά, πανύψηλα βρετανικά κτήρια μέσα στη θάλασσα που αψηφούν τα κύματα και βοηθάνε τους ναυτικούς.

Πάνω στο χάρτη κινήθηκα ανατολικά και μέσα στην εικονική μου πτήση είδα τον μεγάλο πύργο με τις κόκκινες και άσπρες ρίγες, φτιαγμένο με πρωτόγονα τρισδιάστατα γραφικά μέσα στο τοπίο. Κι έτσι έβαλα κάπου μέσα στο μυαλό μου την ελπίδα να φτάσω την επόμενη μέρα απ' το Βrighton, τριάντα χιλιόμετρα προς τα ανατολικά, στους γκρεμούς του Beachy Head.

Μεσημέρι Σαββάτου, αρχές Οκτώβρη, με τον ήλιο να λάμπει, η αμαξοστοιχία έφτασε στον σιδηροδρομικό σταθμό της παραθαλάσσιας πόλης πριν καν προλάβουμε να το καταλάβουμε. Και πριν προλάβουμε να μυρίσουμε το θαλασσινό αέρα βλέπαμε τη Μάγχη μπροστά μας: ένας κεντρικός δρόμος γεμάτος ευχάριστο θόρυβο και ζωή κατέληγε στη θάλασσα, με τον ορίζοντα της να φαίνεται από την έξοδο κιόλας του σταθμού. Ήταν σαν ένας μεταλλικός κύλινδρος με καθίσματα να μας τσούλησε πάνω σε μια ράγα από την καρδιά της Μητρόπολης μέχρι ένα παράθυρο προς τη θάλασσα.



Η παραλιακή promenade ήταν ένα υπαίθριο τσίρκο από ποδήλατα, σκύλους, skateboarders, φοιτητές, κλόουν και μαυρισμένους γέρους. Ένα ενεργητικό ματς μπάσκετ ήταν εν εξελίξει δίπλα στην αμμουδιά. Αμέτρητες παρέες πάνω στην ακτή μοιάζανε σαν να πενθούν το τέλος του κόσμου πίνοντας μπύρες και γελώντας, ενώ η παραλιακή λεωφόρος απλωνόταν ατέλειωτη προς τη Δύση και την Ανατολή, γεμάτη μεγάλα ξενοδοχεία να αγναντεύουν την ακτή της Βρετάνης που κρυβόταν σοβαρή και γεμάτη φουρτούνες πίσω από το ηλιοβασίλεμα.

Το βλέμμα μου στάθηκε στον στοιχειωμένο σκελετό-απομεινάρι μιας μεγάλης προβλήτας. Δεν ήξερα τι ήταν, γιατί είχα αποφασίσει να μην ξέρω τίποτα για το Brighton πριν το επισκεφτώ, κάτι που συχνά κάνω με τα νέα μέρη που επισκέπτομαι, θεωρώντας πως αυτό κάνει τις πρώτες μου εντυπώσεις πιο αγνές και δυνατές. Έμαθα μετά πως αυτό που έβλεπα ήταν το λεγόμενο "West Pier", η Δυτική Προβλήτα, μια μεγάλη μεταλλική κατασκευή που φτιάχτηκε το 1886 και ξανοιγόταν αυτοκρατορικά και θαραλλέα 300 μέτρα μέσα στο νερό και είχε μέχρι και αίθουσα συναυλιών. Μετά από περιπέτειες, φουρτούνες και φωτιές, τώρα έμοιαζε σαν το κουφάρι ενός κήτους που είχε στεριώσει μέσα στο νερό.


Κάτσαμε εκεί που κανονικά θα στεκόταν η αρχή της καταραμένης προβλήτας, στα πόδια της που τώρα ήταν σαν τεράστιοι μεταλλικοί πάσσαλοι, φαντάσματα κι αυτοί σαν αυτήν, σφηνωμένοι μέσα στην καφέ άμμο. Μια οικογένεια Αράβων έκανε πικνίκ παραδίπλα, ένας άντρας με κανό εξερευνούσε με αργές κινήσεις τα απομεινάρια της προβλήτας μέσα στη θάλασσα, και δύο παιδιά ισορροπούσαν σαν ακροβάτες πάνω σ' ένα σκοινί που είχαν δέσει ανάμεσα από δυο πασσάλους.


'Hταν σαν να είχες φέρει τον Edward Hopper να ζωγραφίσει μια αγγλική σκηνή και να την έχεις γεμίσει με αμέτρητα μικρά περιστατικά που συνέβαιναν παράλληλα, παντού, στην άμμο, στην άσφαλτο, στα εστιατόρια που σερβίριζαν θαλασσινά, μέσα στη θάλασσα, μέσα στα παράθυρα των αμέτρητων πανύψηλων κτιρίων πάνω στην παραλιακή λεωφόρο. Και όλα αυτά τα μικρά περιστατικά ήταν σαν μηχανοκίνητα, σαν κουρδιστά μοντέλα σ' ένα τρισδιάστατο καλοκαιρινό διόραμα, με ηχητική μπάντα τη χαρούμενη βοή του πλήθους και τους γλάρους. Η τρομακτική υπερδιέγερση του Λονδίνου είχε ξαφνικά μετατραπεί σε μια ανέμελη ραστώνη, ευλογημένη από τις δονήσεις της θάλασσας.


Κι ενώ όλα μοιάζαν ευδαιμονικά, υπήρχε κάτι απροσδιόριστα σκοτεινό στο φως. Σαν να είχες προσπαθήσει να προσομοιώσεις την κουλτούρα της Μεσογειακής παραλίας μέσα σε ένα τοπίο που αδυνατεί να φτιάξει εκτυφλωτικά χρώματα και κοφτερές σκιές. Κι όμως, ο μυστικισμός του Καναλιού ήταν εκεί, έκδηλος, σκοτεινά γοητευτικός, απειλητικός.

Το κόκκινο διώροφο λεωφορείο ξεκίνησε την ώρα που έπεφτε ο ήλιος. Θα φτάναμε σε μια άλλη λουτρόπολη, το Eastbourne, περίπου 30 χιλιόμετρα μακρυά. Αν ήξερα ελάχιστα πράγματα για το Βrighton, για το Eastbourne δεν ήξερα απολύτως τίποτα. Αφήσαμε την ακτή και κινηθήκαμε παράλληλα σε αυτήν, στην ενδοχώρα. Σύντομα είχαμε εισέλθει στην καρδιά μιας ξεχασμένης Αγγλικής επαρχίας, με άψυχους συνοικισμούς, σχεδόν πλήρη έλλειψη ανθρώπων (παρά μόνο κάποιων μουντά φωτισμένων παράθυρων που υποδήλωναν την παρουσία τους) και ξεφτισμένους κάμπους γεμάτους χιλιάδες πρόβατα που στέκονταν ακίνητα, σαν άσπρες κουκκίδες μέσα στο ημίφως. Ίσως επειδή παλιότερα είχα δει πανομοιότυπο το ίδιο τοπίο στη Βρετάνη, η γαλλική λέξη για τα πρόβατα, "moutons", μου ήρθε στο κεφάλι, και μου κόλλησε για ώρα ενώ κοίταζα χαζεμένος τα μιλιούνια απο τροφαντά πρόβατα, όπως μας κολλάει ένα τραγούδι και δε λέει να μας ξεκολλήσει. Το βράδυ είχε έρθει και περνώντας μέσα από ένα σκοτεινό δάσος μπήκαμε στο Eastbourne.



Δεν υπήρχε ψυχή στους δρόμους. Μια παρέα αγοριών που μοιάζανε με knife gang μας κοίταξε καχύποπτα. Φτάσαμε στον παραλιακό δρόμο. Μια μεγάλη πρόβλητα γεμάτη λουναπαρκ, καζίνο, και άλλα φωτισμένα κτήρια, υψωνόταν πάνω απο τη θάλασσα με τα χιλιάδες λαμπιόνια της να την κάνουν να μοιάζει με πλωτή γιόρτη. Πάνω της όμως δεν υπήρχε ψυχή, ούτε και στους δρόμους, πέρα από τη σπάνια εμφάνιση κάποιων ηλικιωμένων. Μια ξεχασμένη λουτρόπολη γεμάτη Αγγλίδες γιαγιάδες και παπούδια, με την αίγλη του παλιού καιρού να προδίδεται στα εντυπωσιακά παλιά κτίρια και τους δρόμους της να μοιάζουν στοιχειωμένοι, όπως συμβαίνει στις λουτροπόλεις τους μήνες του χειμώνα.



Έψαξα οδηγίες για το πως θα πάω στο φάρο. Ο Ινδός στο μίνι μάρκετ μας είπε πως δε ξέρει πως να πάμε και όλο το μαγαζί σταμάτησε και μας κοίταζε περίεργα. Οι αστυνομικοι στο δρόμο, δύο νέοι, ένας άντρας και μια γυναίκα, μας πρότειναν να πάμε σε ενα άλλο κοντινό φάρο. Ρώτησα γιατι και μου ειπαν "Δε θες να πας εκει, mate. Οχι αν αγαπάς τη ζωή σου". Στο σταθμό των ταξί κανείς δεν προσφερόταν να μας πάει, και ο τεράστιος, εγκάρδιος, γεμάτος τατουάζ lad που τέλικα δέχθηκε να μας πάει, μας είπε αμέτρητες φορές πως δε θα μας πάει ακριβώς στο γκρεμό, για να δούμε το φάρο, άλλα λίγο πιο μακρυά από αυτόν. Μας έβαλε να υποσχεθούμε, και μετά μας ρώτησε αν έχουμε κάποια επιθυμία να πεθάνουμε. Σε λίγο μας πληροφόρησε οτι ο γκρεμός αυτός είναι το τρίτο πιο δημοφιλές μέρος αυτοκτονιών στον πλανήτη.

Φυσικά, δεν τηρήσαμε την υπόσχεση. Μέσα στον αέρα και την ομίχλη, περάσαμε από το πάρκινγκ που μας άφησε το ταξί σε ένα ανηφορικό δρομάκι μέσα σε θάμνους. Σε λίγο εμφανίστηκε μπροστά μας ένα φως από φακό που όργωνε το σκοτάδι. Η λάμψη του φακού πλησίασε. Ένας μεσήλικας μας ρώτησε αν είμαστε καλά, και τι κάνουμε εκεί τέτοια ώρα. Του έδειξα τη φωτογραφική μου μηχανή και του είπα πως σκοπεύω να φωτογραφίσω το φάρο. Αφού πείστηκε ότι λέμε την αλήθεια μας είπε να προσέχουμε κι έφυγε.

Πλησιάζοντας στην άκρη του γκρεμού άρχισα να ακούω τα κύματα και έναν άλλο ανεξήγητο ήχο. Ήταν η σειρήνα του φάρου, που ακουγόταν σαν στοιχειωμένη, ρυθμική κραυγή, και έδινε μια απόκοσμη μουσική υπόκρουση στο τοπίο. Και σε λίγο είδα μια μεγάλη δέσμη φωτός, και μετά μια άλλη, να περιστρέφονται η μία πίσω την άλλη και να σκανάρουν τα πάντα γύρω τους σιωπηλά, σταθερά κι αμίλητα. Δίστασα να πάω ως το χείλος του γκρεμού, γιατί ήξερα πως είχε ένα ιλλιγιώδες ύψος 156 μέτρων. Περπάτησα προσεχτικά και κρατήθηκα από ένα βράχο που κρεμόταν στο κενό. Με τον αέρα να σφυρίζει δίπλα μου είδα τον απόλυτο, απολαυστικό τρόμο του γιγάντιου πέτρινου πύργου. Σαράντα τρία μέτρα πάνω από το νερό, ο κλωβός του εξαπέλυε ένα γαϊτανάκι από δεσμίδες φωτός που περιστρέφονταν σαν τεράστιοι δείκτες ρολογιού και φώτιζαν το γκρεμό, τα βράχια και τα ανοιχτά της θάλασσας. Με τη συνοδεία της σειρήνας, ήταν σαν αυτός ο τιτάνιος κύλινδρος με τις κόκκινες και άσπρες ρίγες να προσπαθούσε να μιλήσει προς τους ναυτικούς, να τους κάνει σινιάλο να προσέχουν. Και είχε αποφασίσει να το κάνει ακούραστα, αδιαμαρτύρητα, κάθε μέρα, κάθε μήνα, κάθε χρονιά, από την ώρα που πέφτει ο ήλιος μέχρι την ώρα που ξαναβγαίνει.


Η μηχανή στερεώθηκε πρόχειρα σε ένα βράχο και τράβηξα δυο-τρεις φωτογραφίες. Ήθελα να φύγω. Ίσως επειδή υπήρχε κάτι τρομακτικό στο μέρος εκείνο, ή μπορεί επειδή κρύωνα ή επειδή ήξερα πόσοι άνθρωποι είχαν πηδήξει στο κενό από εκεί, και ίσως το είχανε κάνει και από το ίδιο το σημείο που τώρα στεκόμουν.

Αυτή ήταν η επαφή μου το φάρο του Beachy Head. Δεν μετανιώνω που τον είδα σ'αυτές τις συνθήκες, που δεν μπόρεσα να τον διακρίνω καλά μέσα στο σκοτάδι, που δεν μπορούσα να δω καν αυτούς τους εντυπωσιακούς άσπρους γκρεμούς από κιμωλία. Τουλάχιστον τον είχα δει επί τω έργω, ένα τυχαίο βράδυ, ένα βράδυ όπως τόσα άλλα που έκανε αυτή τη δουλειά, στο ίδιο μέρος, με τον ίδιο τρόπο.

Ο οδηγός του ταξί στο γυρισμό μου είπε πως εκεί ακριβώς που στάθηκα το έδαφος είναι σαθρό και συχνά υποχωρεί και ότι έχω Άγιο που δεν γκρεμοτσακίστηκα. "Mate, you got a patron saint!" αναφώνησε με αυτόν τον χαρακτηριστικό Αγγλικό τρόπο του. Κάτσαμε να φάμε σ' ένα τεράστιο ξύλινο εστιατόριο σε κάποιο άλλο σημείο του γκρεμού, τουριστικό. Το τζάκι, οι σιγανές φωνές, η ζεστασιά, τα λαχταριστά μεγάλα μπέργκερς και τα pints, ήταν όλα τόσο γνώριμα και ζεστά. Ήταν σαν να πήραμε μια ματιά απο μια σκοτεινή και στοιχειωμένη γωνιά του κόσμου και τώρα δεχόμασταν πρόθυμα τη γνώριμη ζεστασιά της "κανονικής" ζωής. Σαν να χαιρόμασταν που ήταν ακόμα όλα εκεί.

Τα μεγάφωνα στο τραίνο ανακοίνωσαν οτι φτάναμε στο Clapham Junction. Σύντομα θα είμαστε πίσω στην Gotham City. Το τραίνο έμοιαζε πανάσχημο. Τα άχαρα πάραθυρα, οι χειρολαβές, τα καθίσματα, οι ανέκφραστοι επιβάτες, το χλωμό φως. Και ξαφνικά η κολασμένη κρυψώνα του Beachy Head φάνηκε γοητευτική στο μυαλό μου.

Εκείνο το βράδυ έκανα άθελα μου μια διαδρομή από το αλαζονικό σκοτάδι του Λονδίνου στο αναιμικό φως του Brighton και από κεί στο παρηκμασμένο σκοτάδι του Εastbourne και τις στοιχειωμένες λάμψεις του Βeachy Head. Προσπάθησα να τα συνδέσω όλα αυτά στο μυαλό μου, τη συμβολική τους σημασία, τους συσχετισμούς που γεννιόνταν, το σκοτάδι και το φως, σε μια χώρα που διψάει για ήλιο, και τον έχει αναπληρώσει με θαυμαστά κατασκευάσματα. Σκέφτηκα τα λόγια του Thelonious Monk: "Είναι πάντοτε νύχτα. Αλλιώς, δε θα χρειαζόμασταν το φως".

1

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Η Ζίτσα είναι το τέλειο μέρος για να χτίσεις μια γεμάτη ζωή»

Γειτονιές της Ελλάδας / «Η Ζίτσα είναι το τέλειο μέρος για να χτίσεις μια γεμάτη ζωή»

Ο Κώστας δεν έφυγε ποτέ από τη Ζίτσα, ενώ η Άννα άφησε τη δικηγορία και τη Νέα Υόρκη για να ζήσουν μαζί εκεί, να δουλεύουν τον φούρνο του χωριού, να κάνουν workshops και να φιλοξενούν συναυλίες στη φάρμα τους.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Ο Πέτρος Κέλλας βρήκε τον παράδεισό του στο Περιβόλι Γρεβενών

Γειτονιές της Ελλάδας / Ο Πέτρος βρήκε τον παράδεισό του σε ένα από τα μεγαλύτερα Βλαχοχώρια

Μαζί με τη σύζυγό του μετακόμισαν στην καρδιά της Βάλια Κάλντα, στο Περιβόλι Γρεβενών, που τον χειμώνα μετρά μόλις δέκα μόνιμους κατοίκους – και δεν το μετανιώνουν.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Το Μπουλούκι, ένα περιοδεύον εργαστήριο για τις παραδοσιακές τεχνικές δόμησης, βάζει το δικό του -σημαντικό- λιθαράκι στη διατήρηση της μνήμης και της ζωής στην ορεινή Ήπειρο

Γειτονιές της Ελλάδας / Δύο νέοι αρχιτέκτονες ανακατασκεύασαν τη στέγη ενός σχολείου στα Τζουμέρκα

Το Μπουλούκι, ένα περιοδεύον εργαστήριο για τις παραδοσιακές τεχνικές δόμησης, βάζει το δικό του -σημαντικό- λιθαράκι στη διατήρηση της μνήμης και της ζωής στην ορεινή Ήπειρο.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Δοτσικό Γρεβενών

Γειτονιές της Ελλάδας / Πήρε μόλις 5 δευτερόλεπτα στην Εύα για να αποφασίσει να αναλάβει το καφενείο στο Δοτσικό

Μια τριαντάχρονη διοργανώνει τέκνο πάρτι σε ένα καφενείο, σε ένα κυριολεκτικά «αγγελοπουλικό» σκηνικό με έξι μόνιμους κατοίκους στη Βόρεια Πίνδο.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Στον Σίβα της Κρήτης βρίσκεται ένα από τα πιο ιδιαίτερα καφενεία της Ελλάδας

Ταξίδια / Στον Σίβα της Κρήτης βρίσκεται ένα από τα πιο ιδιαίτερα καφενεία της Ελλάδας

Στο προπολεμικό στέκι του Κώστα Αργυράκη, στην πεδιάδα της Μεσαράς, θα συζητήσεις για τον Νίτσε και τον Καζαντζάκη και θα θαυμάσεις έργα του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου.   
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ

σχόλια

1 σχόλια