Ένα μυθιστόρημα που αρχίζει με τη σημαδιακή φράση «ή σταματάς τα ξενογαμήσια ή τελειώσαμε εμείς οι δύο» ουσιαστικά τα λέει όλα. Η γυναίκα που στέλνει το τελεσίγραφο είναι η Ντρένκα Μπάλιτς, στα πενήντα δύο της, ενώ ο άνδρας που λαμβάνει την προειδοποίηση είναι ο λησμονημένος μαριονετίστας Μίκι Σάμπαθ, «ένας εξηντατετράχρονος εραστής, κοντός και βαρύς άντρας, με άσπρα γένια, εντυπωσιακά πράσινα μάτια και ταλαιπωρημένα από την αρθρίτιδα δάχτυλα, ο οποίος...» κ.λπ. κ.λπ. «Η Ντρένκα ήταν μια μελαχρινή Κροάτισσα από την ακτή τη Δαλματίας και έμοιαζε με Ιταλίδα όντας μάλλον κοντή σαν τον Σάμπαθ – μια γεμάτη και γεροδεμένη γυναίκα, που ισορροπούσε επικίνδυνα στο μεταίχμιο της παχυσαρκίας». Κοντά ή μακριά από την Ντρένκα έχουμε την Κρίστα, τη Ροζάνα, τη Νίκη, την Ντέμπορα, την Κάθι, τη Σίλβιγια και ό,τι άλλο ήθελε προκύψει.
Το πορνό, που διαρκώς χτυπά την πόρτα του αφηγητή, είναι προφανές, με τη διαφορά ότι τα αυτιά του Σάμπαθ δεν ιδρώνουν. Η μυθιστορηματική του πρόθεση δεν αφορά τόσο τα διάφορα κρεβάτια που τον έκαναν αυτό που είναι όσο τη βαθύτητα ενός βιώματος που μετατρέπει τη σαρκική τρέλα σε προθάλαμο της ψυχικής συντριβής. Η Ντρένκα λέει: «Δεν θέλω να μου φέρονται σαν ψεύτικη πουτάνα. Θέλω να μου φέρονται σαν πραγματική πουτάνα. Ή χίλια δολάρια ή κάθομαι σπιτάκι μου». Ισχύει, όμως, και κάτι άλλο: οι γάμοι του Σάμπαθ και της Ντρένκα (με διαφορετικό πρόσωπο ο καθένας τους) απαιτούσαν επιτακτικά ένα είδος αντι-γάμου, ένα ορμητήριο απ' όπου αντεπετίθεντο στο αίσθημα της αιχμαλωσίας τους. «Δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τούτο το οφθαλμοφανές θαύμα αυτή η γυναίκα... «Την Παρασκευή εκείνης της εβδομάδας η Ντρένκα πήγε στη Βοστώνη και πηδήχτηκε με τον δερματολόγο της, με τον μεγαλοεπιχειρηματία των πιστωτικών καρτών, με τον πρύτανη του πανεπιστημίου αργότερα, λίγο πριν από τα μεσάνυχτα, κρατώντας την αναπνοή της για τα λίγα λεπτά που χρειάστηκαν, πηδήχτηκε και στο σπίτι της με τον ρήτορα με τον οποίο ήταν παντρεμένη, συμπληρώνοντας τέσσερα πηδήματα σε μια ώρα...».
«Πέντε μήνες μετά τον θάνατό της, μια υγρή, ζεστή νύχτα του Απριλίου με μια πανσέληνο που ανέβαινε πάνω από τις κορυφές των δέντρων πλέοντας άκοπα, μέσα στη φωτοβόλα μακαριότητά της, προς τον θρόνο του Θεού, ο Σάμπαθ ξάπλωσε στο χώμα που κάλυπτε το φέρετρό της και είπε: "Ω εσύ, βρoμιάρικο, υπέροχο μουνί της Ντρένκα! Παντρέψου με! Παντρέψου με! Με την κατάλευκη γενειάδα του να σέρνεται στο χώμα –ο τάφος δεν είχε ακόμα χορταριάσει και το έδαφος ήταν λείο, χωρίς ούτε μια πέτρα– οραματίστηκε την Ντρένκα του». Το ερωτικά παράδοξο είναι ότι ο Σάμπαθ θέλει μόνο για πάρτη του τη γυναίκα που τώρα είναι νεκρή, με άλλα λόγια τώρα είναι καλή για να γίνει γυναίκα του! Για να προφέρει το «παντρέψου με!», πρέπει πρώτα να πεθάνει...
«Ο πυρήνας της αποπλάνησης είναι η επιμονή, ήτοι το ιδεώδες των Ιησουιτών. Ογδόντα τοις εκατό των γυναικών υποχωρεί κάτω από μεγάλη πίεση, αν η πίεση είναι επίμονη. Πρέπει να αφοσιώνεσαι με τον τρόπο που αφοσιώνεται ένας μοναχός στον Θεό. Η αλήθεια είναι ότι οι περισσότεροι άντρες αναγκάζονται να βολέψουν το γαμήσι στο περιθώριο των ζητημάτων που οι ίδιοι ορίζουν ως πιο πιεστικά: το κυνήγι του χρήματος, τη δύναμη, την πολιτική, τη μόδα, το σκι, ένας Θεός ξέρει τι μπορεί να είναι σημαντικό για τον καθένα. Ο Σάμπαθ, όμως, είχε απλουστεύσει τη ζωή του και είχε τοποθετήσει τα άλλα ζητήματα στο περιθώριο του γαμησιού. Έστω κι αν έχασε τη Νίκη, έστω αν δεν τον άντεχε πλέον η Ροζάνα, ο ασκητικός Μίκι Σάμπαθ εξακολουθούσε να ασχολείται με το γαμήσι στα εξήντα του χρόνια.
Η Ντρένκα –πάντα η Ντρένκα– αποκαλούσε τη στύση του Λιούις "το ουράνιο τόξο" επειδή, όπως της άρεσε να εξηγεί, "το καυλί του είναι μάλλον μακρύ και κάπως καμπυλωτό", άλλωστε ο Λιούις ήταν ο μόνος άντρας εκτός από τον Σάμπαθ στον οποίο είχε επιτρέψει να τη γαμήσει από τον κώλο. Ήταν η μέρα και όχι η εβδομάδα που η Ντρένκα είχε πλημμυρίσει από το σπέρμα τεσσάρων διαφορετικών επιβητόρων. Είμαι μια γυναίκα που πάει εδώ κι εκεί με το σπέρμα δύο ανδρών μέσα μου....
Όλοι θα πεθάνουμε, et moriemur. Η δεύτερη φράση, η οποία διαμορφώθηκε τον 12ο αιώνα, αποκαλύπτει τη σπουδαιότητα που αποδίδουμε στον εαυτό μας και στην ατομική μας ύπαρξη. Η στάση αυτή καλύπτει όλη τη σύγχρονη περίοδο και μπορεί να αποδοθεί με μιαν άλλη φράση: «La mort de soi», ο θάνατος του εαυτού σου. Από τις απαρχές του 18ου αιώνα ο άνθρωπος της Δύσης έτεινε να προσδώσει στον θάνατο μια νέα σημασία. Τον εξύμνησε, τον δραματοποίησε, τον προσέγγισε ως αδηφάγο και ανησυχητικό εχθρό. Πλην όμως τον απασχολούσε λιγότερο ο δικός του θάνατος απ' ό,τι la mort de toi, ο θάνατος του άλλου...».
Οι σαρκολατρικές περιπέτειες του Σάμπαθ δεν σημαίνει ότι τον εμποδίζουν να είναι μια πνευματική φιγούρα εκτός κανόνος. Από το τίποτα στο άπαν, έχει την τέχνη να ζηλεύει τον εαυτό του σε βιώματα που, ενώ είναι περιπέτειες του κρεβατιού, τελικά θρέφουν εκπληκτικά έναν μυθιστοριογράφο. Παρά τις πεισιθάνατες σκέψεις που τον ταλανίζουν, είναι γραπωμένος από τη ζωή! Από τα νιάτα! Από την ηδονή! Από τις καύλες! Από τα εσώρουχα της Ντέμπορα! Κι όμως, κοιτάζει από τον 18ο όροφο και σκέφτεται πως ήρθε η ώρα να σαλτάρει. Ο Μισίμα, ο Ρόθκο, ο Χέμινγουεϊ, ο Μπέριμαν, ο Κέσλερ, ο Παβέζε, ο Κοζίνσκι, ο Γκόρκι, ο Πρίμο Λέβι, ο Κρέιν, ο Βάλτερ Μπένγιαμιν κι ο Φόκνερ, που αυτοκτόνησε από το ποτό....
Κι όμως ο Σάμπαθ τριγυρνά με αυτό το γελοίο γένι του άλτε Κόκερ, ήγουν του Παλιόγερου, όπως λένε στα γίντις. Σε άλλη στιγμή, θα πει ο αφηγητής, ότι γινόταν άλλος άνθρωπος κάθε δύο λεπτά της ώρας. Αφού διατρέξει μια σελίδα αφιερωμένη στον Θεό, ο αφηγητής στρέφεται προς την ευτυχία. «Η ευτυχία πρέπει να καταγράφεται ως ψυχική διαταραχή και να περιλαμβάνεται με το νέο της όνομα στις μελλοντικές εκδόσεις των κυριότερων εγχειριδίων διαγνωστικής: μείζων συναισθηματική διαταραχή ευχάριστου τύπου. Σε μιαν άλλη μελέτη, σύμφωνα με τη σχετική βιβλιογραφία, αποδεικνύεται ότι η ευτυχία είναι στατιστικά αφύσικη, συνίσταται από ένα διακριτό σύνολο συμπτωμάτων, συνδέεται με μια σειρά γνωστικών ανωμαλιών και, κατά πάσα πιθανότητα, αντανακλά την ανώμαλη λειτουργία του νευρικού συστήματος».
Εφόσον η αφήγηση του Σάμπαθ (ή του Ροθ, το ίδιο κάνει) σπαταλάει σκέψεις, οράματα, ερμηνείες για την Αμερική, ευνόητο είναι να πει ότι «τα πάντα στη ζωή μου μού φαίνονται ρόλοι». Και συνεχίζει παράτολμα: «Τέλος πάντων, εμένα μου λείπει κάποια συγκολλητική ουσία, κάτι θεμελιώδες, υπαρκτό στους άλλους, που εγώ δεν το διαθέτω. Η ζωή μου δεν μου φαίνεται ποτέ πραγματική...». Τίποτε δεν συγκινεί τον Σάμπαθ περισσότερο απ' αυτές τις γερασμένες καλλονές με το έκλυτο παρελθόν και τις νόστιμες νεαρές κόρες. «Ιδιαίτερα όταν το λέει ακόμα η καρδιά τους και γελάνε σαν και τούτη τη γυναίκα. Σε αυτό το γέλιο βλέπεις ανάγλυφα όλα όσα κάποτε υπήρξαν. Είμαι ό,τι απέμεινε από τα περίφημα γαμήσια στα μοτέλ. Καρφιτσώστε ένα μετάλλιο στα κρεμασμένα μου στήθια. Δεν είναι ευχάριστο να καίγεσαι στην πυρά την ώρα του δείπνου».
Ό,τι γράφει και ξαναγράφει ο Ροθ (για την Αμερική, για τους Εβραίους και για τη διάλεκτο γίντις, για το παρελθόν του και για το μέλλον) συνιστά μια προσπάθεια να έλθει σε επαφή με τον εσώτερο εαυτό του. Μπορεί να νιώθει πατρίδα του τις ΗΠΑ, ωστόσο δεν είναι γηγενής, αν και η σχέση του με τα νεκροταφεία είναι ιδιαιτέρως οικεία. Όταν ο Κρόφορντ τον ερωτά «πού είναι η οικογένειά σου;», ο Σάμπαθ αποκρίνεται επιδεικνύοντας την κρούστα της ψυχής του. Ένιωθε λες και χάιδευε μιαν άυλη ουσία – ή, τουλάχιστον, είχε πλησιάσει όσο πιο κοντά γινόταν αυτή την αίσθηση. «"Είναι εκεί"! Με άλλα λόγια όλοι στο χώμα εκεί – ναι, να ζουν όλοι μαζί, σαν οικογένεια αρουραίων των αγρών....». Δικαιολογημένα, λοιπόν, εξομολογείται ότι έχει ιδιαίτερη αδυναμία σε αυτό το βιβλίο που λέγεται Θέατρο του Σάμπαθ και το μισούν πολλοί. «Δεν είναι, βέβαια, αυτός ο λόγος που μου αρέσει. Αλλά πιστεύω ότι έχει πολλή ελευθερία μέσα του. Αυτό αναζητάς ως συγγραφέας, όταν δουλεύεις: να χάνεις τις αναστολές σου, να σκαλίζεις βαθιά μέσα στη μνήμη σου και τις εμπειρίες της ζωής, και μετά να βρίσκεις την πρόζα που θα πείσει τον αναγνώστη...».
σχόλια