Πειραιάς: Το λίκνο της παλιάς μαγκιάς

Πειραιάς: Το λίκνο της παλιάς μαγκιάς Facebook Twitter
5

Δοκιμασμένος σε πολλά αφηγηματικά είδη –βιογραφία, μυθιστόρημα, διήγημα, δοκίμιο, θέατρο– ο Χαριτόπουλος αναδείχτηκε σε συγγραφέα που γνωρίζει από πρώτο χέρι πώς να αξιοποιήσει το υλικό του, πώς να καταστήσει το άμεσο βίωμά του κοινή υπόθεση και, κυρίως, να είναι «εκεί», στο γραπτό, όταν γράφει, και να είναι «αλλού» όταν διαβάζεται. Το Εκ Πειραιώς χαρακτηρίζεται από τον ίδιο μυθιστόρημα. Ουσιαστικά, βέβαια, έχουμε να κάνουμε με μια συναρπαστική περιγραφή του Πειραιά της δεκαετίας του ’50, την οποία βίωσε ο ίδιος και συνάμα, δίκην βιωματικού φροντιστηρίου, τον έπλασε ως άνθρωπο. Το βίωμα, όπως ξέρουμε, σπανίζει, ενώ αντίθετα τα βιβλία δίνουν την τελική μορφή στον άνθρωπο. Άνθρωπος με βαθύ ένστικτο, ο Χαριτόπουλος επινοεί την περσόνα ενός παιδιού (που ασφαλώς είναι ο ίδιος) και πασχίζει να αφηγηθεί τον κόσμο του λιμανιού και των περιχώρων, τόσο με παιδική όσο και με υπερώριμη ματιά.

Το τέχνασμα είναι βαρύτιμο γιατί η ζωή δεν βιώνεται από ένα μεταλλασσόμενο εγώ, αλλά από πολλά εγώ και εποχές, οπότε ο αφηγητήςεπιτυγχάνει κάτι τιμαλφές: μιλάει για το παιδί και για τον πειραιώτικο κόσμο όντας μάρτυρας και συνάμα απών. Άλλωστε, σημειώνοντας ότι η διαδρομή της αφήγησης καλύπτει την κρίσιμη εικοσαετία της νεότητας, ουσιαστικά ομολογεί ότι μόνο μετά τα εξήντα –όπου λίγο-πολύ βρίσκουμε όλοι ταβάνι– μπορεί κανείς να μιλήσει για τα νεανικά του χρόνια.

Για την οικογένεια δεν μιλάει ο αφηγητής. Όχι γιατί όλες οι οικογένειες λίγο-πολύ μοιάζουν, αλλά επειδή η διαφορά με τον έξω κόσμο είναι το βάλσαμο που σου αποκαλύπτει τον εαυτό σου. Από την πρώτη κιόλας σελίδα το οχτάχρονο κατεβαίνει –πρώτη φορά μόνο του–για να δει από πού έρχονται τα φέρετρα «με τα λείψανα των στρατιωτών που σκοτώθηκαν στην Κορέα». Ο δρόμος περνάει μέσα από τα Μανιάτικα, όπου συχνά βγαίνουν μαχαίρια. «Η μανιάτικη τιμή και υπόληψη απαιτεί αμείλικτη σοβαρότητα σε όλα γιατί είναι άντρες σοϊλίδες, πρίγκιπες του βυζαντινού θρόνου στην καταγωγή και το βαστάνε αιώνες τώρα, σαν πρίγκιπες φέρονται και το απαιτούν να τους φέρεσαι και ας μην έχουν δεύτερο παντελόνι να βάλουν. Τα αστεία και τα πειράγματα, ακόμα και μεταξύ φίλων ή συγγενών, είναι λίγα και μετρημένα, δεν ξέρεις πώς θα το πάρει ο άλλος, μια άστοχη κίνηση, μια παραπανίσια κουβέντα είναι αρκετή για να φάει η μούρη σου χώμα, όποιος και να ‘σαι, αφού είναι γνωστό πως “ο Μανιάτης νηστεύει την Παρασκευή το λάδι, αλλά τον λαδά τον σκοτώνει”».

Πειραιάς: Το λίκνο της παλιάς μαγκιάς Facebook Twitter
#quote#

Το τέχνασμα του Χαριτόπουλου είναι περίπλοκο: βάζει το παιδί στη θέση του παρόντος, μιλάει σαν μεγάλος, αλλά το παιδί συνεχίζει να είναι παιδί. Το λιμάνι, πάντως, είναι το βασίλειο των Μανιατών. Προτού να τελειώσει το δημοτικό, το παιδί θα προλάβει να κάνει τα τρία βασικά: να μπλέξει σε αληθινό καβγά με αίματα, να φιλήσει ένα κορίτσι και να δει τον Ολυμπιακό στη Μάντρα.

Θα πρέπει να θυμίσουμε ότι ο Πειραιάς δεν έμοιαζε με την Αθήνα. Επί Φραγκοκρατίας και Τουρκοκρατίας αναφέρεται ως Πόρτο Λεόνε και από τους Τούρκους ως Αρσλάν Λιμάν (λιμάνι του λιονταριού, το οποίο μετέφερε ο Μοροζίνι στη Βενετία). Ακόμα και κατά την Επανάσταση, η περιοχή ήταν περίπου ακατοίκητη και η ναυτιλιακή κίνηση περιορισμένη. Οι πρόσφυγες, εσωτερικού και εξωτερικού, κατέφθασαν μετά.

Με άλλα λόγια, μόνο πρόσφυγες είχε το λιμάνι και ο Περαίας φτωχολογιά που βρήκε τσίγκο ή κεραμίδι να σκεπάσει το κεφάλι της και να διεκδικήσει τα δικαιώματά της. Εξού και η αγριότητα και οι τσαμπουκάδες. Ο αδικημένος και φτωχός δεν ανέχεται καμιά αδικία. Παίρνει τον νόμο στα χέρια του γιατί δίκιο δεν βρίσκει.

Εκεί, άλλωστε, βρήκαν τρόπο να φωλιάσουν οι μάγκες. «Τα λίκνα της παλιάς μαγκιάς του Πειραιά ήταν τα αμαρτωλά στέκια της Λεύκας, οι τεκέδες της Δραπετσώνας και οι σπηλιές της Πειραϊκής. Στα τρία όρια, δηλαδή, της παλιάς πόλης πριν από τους Μικρασιάτες πρόσφυγες, ανατολικο-δυτικο-νότιο, βρήκαν καταφύγιο οι παραμεθόριοι, οι νταήδες, τα Μεγάλα Μαχαίρια και τα κάθε λογής αλάνια, μακριά από τα βλέμματα των νοικοκυραίων και του μπασκιναριού». Στου Παπαστράτου δουλεύουν πάνω από 3.000 εργάτες και οι εργοδότες έχουν φιλότιμο, πληρώνουν καλά μεροκάματα και νοιάζονται τους ανθρώπους τους. Αυτοί ξεκίνησαν το δώρο εορτών προπολεμικά (μηνιάτικο Χριστουγέννων) και συνέχισαν μετά τον πόλεμο (με μηνιάτικο του Πάσχα). Αυτοί έκαναν πράγματα ανήκουστα. Την πρώτη Παιδική Στέγη στην Αγία-Σοφία, κάθε χρόνο πάντρευαν είκοσι εργάτριες στην αυλή του εργοστασίου, καλύπτοντας όλα τα έξοδα.

Πειραιάς: Το λίκνο της παλιάς μαγκιάς Facebook Twitter

Γέννημα-θρέμμα Πειραιώτης, ο συγγραφέας δεν αφήνει ψίχα να πέσει κάτω. Μπορεί να έχει ιδιαίτερη αδυναμία (δηλαδή θαυμασμό) για τους μάγκες, τους Μανιάτες, τους νταϊλήδες, τους μαχαιροβγάλτες, τους νταβάδες, αλλά εκείνο που τον συνεπαίρνει είναι το σκληρό ήθος που δεν λογαριάζει τίποτα, γιατί δεν έχει τίποτε άλλο να περηφανευτεί: αν ενδώσει, χάθηκε. Εξίσου, όμως, με τα αντριλίκια τον συγκινούν και οι ζητιάνοι και οι μαυροφορεμένες που επινοούν δυστυχίες για να κλέψουν κάποιο πορτοφόλι. Κάποια ζητιάνα δείχνει τη φωτογραφία μιας ευτυχισμένης οικογένειας και οδύρεται ότι τους εσφαξαν οι κομμουνιστές, άλλος παριστάνει τον μουγγό και μοιράζει κάρτες που γράφουν ότι του έκοψαν στα «Σεπτεμβριανά» οι Τούρκοι τη γλώσσα. Να μην ξεχνάμε και τον αόμματο που κάποια βόμβα πήρε φως στην Αλβανία και στη θέση των ματιών έχει όντως δυο παγωμένους άσπρους βολβούς (που με ένα σκαμπίλι χωροφυλακίστικο οι κόρες των ματιών του επανέρχονται αυτομάτως). «Όλα μπορείς να τα δεις και να τα κάνεις στον Πειραιά, όλα έκτος από ένα, να κάνεις τον ζόρικο.

 

»Δεν υπήρξε πιο άγρια πόλη για πενήνταεξήντα χρόνια πριν από τον Δεύτερο Πόλεμο. Τα γκανγκστεριλίκια, τα πιστολίδια, τα μπουνίδια και τα μαχαιρώματα που βλέπουμε στις ταινίες, εκείνη την εποχή στον Πειραιά συνέβαιναν στην πραγματικότητα. Όλοι κουβάλαγαν πιστόλι, αν ήθελαν τη ζωή τους, ακόμα και οι νοικοκυραίοι κοιμόντουσαν με το όπλο κάτω απ’ το μαξιλάρι, και τις νύχτες ξέσπαγαν αληθινές μάχες μεταξύ συμμοριών, νταήδων, λαθρεμπόρων, σωματεμπόρων, ενώ η αστυνομία μέτραγε ανήμπορη κάθε νύχτα “άνω των τριάντα πυροβολισμών ανά πέντε λεπτά”». Στο λιμάνι υπάρχει χρήμα και η θάλασσα ξεβράζει ένα τσούρμο ξένους τυχοδιώκτες, λαθρεμπόρους, γκάνγκστερ, καλλιτέχνιδες, μαφιόζους, διεθνείς απατεώνες, άσπρα, μαύρα, κίτρινα ρεμάλια που η ανθρώπινη ζωή γι’ αυτούς δεν αξίζει σέντσι, γίνονται αχταρμάς με τους ντόπιους, τους μαθαίνουν νέα κόλπα, μπαίνουν στα δικά τους ή αλληλοσκοτώνονται πάνω στις λοβιτούρες».

Ο Τσιτσάνης άνοιξε τα μάτια στους μπούφους: «Γιατί ρωτάτε να σας πω, αφού σας είναι πια γνωστό / όταν συμβεί στα πέριξ φωτιές να καίνε / πίνουν οι μάγκες αργιλέ».

Στη Δραπετσώνα οι τεκέδες ήταν αβέρτα. Με τους πρόσφυγες απλώθηκαν σε Σταθμό, Βούρλα, Χιώτικα, Μπουταίικα, Γκρεμό, Μπαρουτάδικο, Ανάσταση κ.λπ. Ο τεκές του Καπλάνη είχε αναρτημένη απέξω την πιο μοβόρικη σημαία, ένα άσπρο ματωμένο πουκάμισο... Όσο για τα οικεία ήθη, «γυναίκα, πούστης και πρεζάκιας δεν μπαίνουν σε τεκέ». Ο ρεμπέτης, γράφει ο Χαριτόπουλος, δεν ήταν μάγκας. «Μπορεί να ήταν ξηγημένος, γουστόζος, έξω καρδιά, χρυσή παρέα, αλλά, εκτός ορισμένων, στα ζόρικα ήταν κότα, δεν είχε το ειδικό βάρος του μάγκα, τη σοβαρότητα, τη συνέπεια και τα κουράγια. Το ρεμπέτικο σινάφι έφερνε περισσότερο στα αλάνια, στην μποέμικη ζωή, στα σπουργίτια των μεγάλων πόλεων που ζούσαν ελεύθερα με το λίγο, ρεμπεσκέδες, ένα πουτσαρά μπουλούκι ή ρεμπέτ ασκέρι όπως τους αποκαλούσαν περιφρονητικά οι νοικοκυραίοι, μακριά από κοινωνικούς καταναγκασμούς κι ευθύνες, άστατοι, άσωτοι, ευαίσθητοι, ονειροπαρμένοι, σελέμηδες, κάνα μεροκάματο, λίγο αγαπητιλίκι, καμιά ψιλοκλοπή, όχι άγριες καταστάσεις, μικρές ποινές φυλάκισης, απόφευγαν τα μαλώματα και τους καβγάδες, και αυτά που πραγματικά τους ενδιέφεραν ήταν διασκέδαση, μαυράκι και γυναίκες». Το μπουζούκι μεταξύ τους λεγόταν « ζητιανόξυλο»....

 

Η γοητεία του βιβλίου, που παραμένει αμείωτη σε κάθε της πτυχή (το ζήτημα των γυναικών το αφήσαμε στην άκρη για να το χαρεί ο αναγνώστης με τον δικό του τρόπο), και όταν ο οχτάχρονος ανακαλύπτει τα βιβλία, μειώνεται σημαντικά. Ενώ έως εκείνη τη στιγμή ζούσε ένα όνειρο, παρακολουθώντας τα ζοριλίκια των μεγάλων από το προφυλακτικό παραπέτασμα της ηλικίας, τώρα οφείλει να μπει στον χορό. Αρχίζει, μάλιστα, η εκλογή των τίτλων με τη βοήθεια του πρόθυμου βιβλιοπώλη. Στις τελευταίες σελίδες ο αναγνώστης παρακολουθεί το παιδί που βρήκε κι άλλο δρόμο για να πορευτεί, έχοντας συνάμα την εντύπωση ότι τον σεργιάνισαν σ’ έναν κόσμο μυθικών θαυμάτων.

Ο Χαριτόπουλος έγραψε μια εκδοχή της βιογραφίας του, ξεναγώντας τον αναγνώστη του σε μια σκληρή πόλη. Αφού η εσωτερικότητα του καθενός μας είναι εσωτερικευμένη εξωτερικότητα, ο βίος μιας πόλης, η ιστορία της, το ποιόν των ανθρώπων της και οι επικρεμάμενοι κίνδυνοι αποτελούν υπερπολύτιμο υλικό για μια πένα που δεν χάνει την ευκαιρία να μεταμορφωθεί σε θαυματοποιό.

Γειασάν!

 

Πειραιάς: Το λίκνο της παλιάς μαγκιάς Facebook Twitter

Βιβλίο
5

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η βίβλος του cult ελληνικού σινεμά

Οθόνες / Η βίβλος του cult ελληνικού σινεμά μόλις κυκλοφόρησε

Τα κείμενα του Φώντα Τρούσα για τις «βαθιά υποτιμημένες ταινίες που απελευθέρωσαν τη ματιά του θεατή από την οικογενειακή τηλεοπτική εικόνα, απενοχοποιώντας περαιτέρω το γυμνό» και για τον underground και τον πειραματικό ελληνικό κινηματογράφο κυκλοφορούν σε ένα μοναδικό, κυριολεκτικά, βιβλίο, από τα LiFO Books.
M. HULOT
Κανείς δεν ήξερε ότι ήταν μαύρη: Η εξωπραγματική ιστορία της επιμελήτριας του JP Morgan

Βιβλίο / Κανείς δεν ήξερε ότι ήταν μαύρη: Η εξωπραγματική ιστορία της επιμελήτριας του JP Morgan

Υπεύθυνη για τα πιο πολύτιμα αποκτήματα της ιδιωτικής συλλογής του διάσημου τραπεζίτη, η απέριττα κομψή βιβλιοθηκάριος Μπελ ντα Κόστα Γκριν ήταν μαύρη αλλά εμφανιζόταν ως λευκή στον αφρό της υψηλής κοινωνίας μέχρι και τον θάνατό της το 1950.
THE LIFO TEAM
Leslie Absher: «Κόρη κατασκόπου, queer κορίτσι» 

Βιβλίο / Κόρη κατασκόπου, queer κορίτσι, συγγραφέας

Η Αμερικανίδα δημοσιογράφος Leslie Absher μάς ξεναγεί στο «Σπίτι με τα μυστικά», εκθέτοντας ταυτόχρονα την προσωπική της πορεία προς την απελευθέρωση, την «ελληνική» της εμπειρία και τις εντυπώσεις της από τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ. 
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
«Πολυτεχνείο - Ένα παραμύθι που δεν λέει παραμύθια»

Βιβλίο / Το Πολυτεχνείο έγινε κόμικ: Μια νέα έκδοση για μια μονίμως επίκαιρη εξέγερση

Παραμονές της φετινής επετείου της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, οι εκδόσεις Red ‘n’ Noir κυκλοφόρησαν ένα έξοχο κόμικ αφιερωμένο σε αυτή, που το υπογράφουν ο συγγραφέας Γιώργος Κτενάς και ο σκιτσογράφος John Antono.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Γιατί δεν θα ξεχάσουμε ποτέ τον Μάλκολμ Λόουρι και το «Κάτω από το ηφαίστειο»

Βιβλίο / Το μεγαλόπνοο «Κάτω από το ηφαίστειο» του Μάλκολμ Λόουρι, μια προφητεία για την αποσύνθεση του κόσμου

Οι αναλογίες μεταξύ του μυθιστορηματικού βίου του Βρετανού συγγραφέα και του κορυφαίου έργου του είναι παραπάνω από δραματικές, όπως και αυτές μεταξύ της υπαρξιακής πτώσης του και του σημερινού, αδιέξοδου κόσμου.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Ψέμα μέχρι αποδείξεως του εναντίου

Βιβλίο / Ψέμα μέχρι αποδείξεως του εναντίου

Στο νέο του βιβλίο, «Ψέματα που μας έμαθαν για αλήθειες», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα, ο Νικόλας Σμυρνάκης καταρρίπτει 23 μύθους που μας καταπιέζουν, βοηθώντας μας να ζήσουμε ουσιαστικότερα.
ΜΑΡΙΑ ΔΡΟΥΚΟΠΟΥΛΟΥ
Βασίλης Σωτηρόπουλος: «Έχουν γίνει μεγάλα βήματα στη νομοθεσία για τα ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιώματα, υπάρχουν όμως ακόμα σημαντικά κενά»

Βιβλίο / Βασίλης Σωτηρόπουλος: «Έχουν γίνει μεγάλα βήματα στη νομοθεσία για τα ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιώματα, υπάρχουν όμως ακόμα σημαντικά κενά»

Μια διαφωτιστική συζήτηση με τον γνωστό δικηγόρο παρ’ Αρείω Πάγω και συγγραφέα με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του ΛΟΑΤΚΙ + Δικαιώματα & Ελευθερίες (εκδ. Σάκκουλα), ένα μνημειώδες όσο και πολύτιμο βοήθημα για κάθε ενδιαφερόμενο άτομο.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Βασιλική Πέτσα: «Αυτό που μας πάει μπροστά δεν είναι η πρόοδος αλλά η αγάπη»

Βιβλίο / Η Βασιλική Πέτσα έγραψε ένα μεστό μυθιστόρημα με αφορμή μια ποδοσφαιρική τραγωδία

Η ακαδημαϊκός άφησε για λίγο το βλέμμα του κριτή και υιοθέτησε αυτό του συγγραφέα, καταλήγοντας να γράψει μια ιστορία για το συλλογικό τραύμα που έρχεται να προστεθεί στις ατομικές τραγωδίες και για τη σημασία της φιλικής αγάπης.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Μιχάλης Γκανάς: Ο ποιητής της συλλογικής μας μνήμης

Απώλειες / Μιχάλης Γκανάς (1944-2024): Ο ποιητής της συλλογικής μας μνήμης

«Ό,τι με βασανίζει κατά βάθος είναι η οριστική απώλεια ανθρώπων, τόπων και τρόπων και το ανέφικτο της επιστροφής». Ο σημαντικός Έλληνας ποιητής έφυγε σήμερα από τη ζωή σε ηλικία 80 ετών.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
«Queer»: Το μυθιστόρημα της στέρησης που πόνεσε τον Μπάροουζ

Βιβλίο / «Queer»: Το μυθιστόρημα της στέρησης που πόνεσε τον Μπάροουζ

Μια αναδρομή στην έξοχη, προκλητική όσο και «προφητική» νουβέλα του Ουίλιαμ Μπάροουζ στην οποία βασίστηκε η πολυαναμενόμενη ταινία του Λούκα Γκουαντανίνο που βγαίνει σύντομα στις κινηματογραφικές αίθουσες.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

σχόλια

3 σχόλια
Δεν εχω διαβασειτο βιβλιο & δεν ξερω σε ποια εποχη & σε ποιες συνοικιες του Πειραια αναφερεται.Παντως ο Πειραιας δεν ειναι ενας ,πολιτικα,οικονομικα,αθλητικα ,κ.τ.λ.Στην Παλια Κοκκινια ας πουμε η πλειοφηφια ειναι αριστερη σε αντιθεση με τα δεξια Μανιατικα.Επισης λογω προσφυγο-γειτονιας εχει πολλους ΑΕΚτσηδες σε αντιθεση με τις υπολοιπες γειτονιες του Πειραια.
Μακάρι να ανήκαν στο παρελθόν όλα αυτά, αλλά δυστυχώς εξακολουθούν και υπάρχουν και σήμερα. Όλοι οι κατά καιρούς βουλευτές του Πειραια (από τον Ανδριανόπουλο έως το Μαντούβαλο και το Μιχαλολάκο) είχαν τη στήριξη των Μανιάτικων. Από παλιά υφίσταται ένα ισχυρό νήμα που συνδέει μαχαιροβγάλτες, νονούς της νύχτας, φασιστοειδή, την πολιτική εξουσία και τον Ολυμπιακό (τα πρωτοπαλίκαρα της Θ7 είναι από αυτή την περιοχή). Πραγματικά σιχαμένος εσμός.