Τον Νικόλα Άσιμο τον «γνώρισα» στις αρχές της δεκαετίας του ’80, διαβάζοντας, πρώτα, στίχους του σε βιβλίο. Ακολούθως αγόρασα τον «Ξαναπέ» σε κασέτα αρχικά και εν συνεχεία σε βινύλιο όταν πρωτοβγήκε (1982), ενώ στα μέσα της δεκαετίας του ’80 είχα αγοράσει «παράνομες» κασέτες του από τον ίδιο, έχοντάς τον δει κιόλας «ζωντανό» στο Rodeo, τον χειμώνα του ’86…
Στην πορεία αγόρασα τις περισσότερες από τις μεταθανάτιες κυκλοφορίες των τραγουδιών του, διάβασα κείμενα και βιβλία που είχαν γραφτεί για ’κείνον ή από ’κείνον… έχοντας εν τέλει, σήμερα, την πεποίθηση (ας το πω έτσι) πως γνωρίζω μέσες-άκρες, τι περίπου ήταν ο Νικόλας Άσιμος. Λέω «μέσες-άκρες» και «περίπου», γιατί είναι πολύ δύσκολο να περιγράψεις, ούτως ή άλλως, την πορεία ενός ανθρώπου με λίγες λέξεις (πόσω μάλλον του Άσιμου) σ’ ένα καλλιτεχνικό διάστημα δεκαπέντε και πλέον ετών (από τα πρώτα χρόνια του ’70 δηλαδή, έως και τον πρόωρο θάνατό του, στα 39 του, το 1988).
Διαβάζω πράγματα στο internet τα οποία δεν τιμούν τον Νικόλα Άσιμο – βασικά δεν τιμούν εκείνους που τα γράφουν. Για παράδειγμα υπάρχουν ορισμένοι που τον εμφανίζουν ως... ψυχοπαθή (κάνοντας μάλιστα και μεταθανάτιες διαγνώσεις, παριστάνοντας τους ψυχιάτρους!), αγνοώντας, οι αδαείς, πως το καλύτερο έργο τού Άσιμου (ό,τι μας ενδιαφέρει δηλαδή) δεν θα μπορούσε να ήταν γραμμένο από κάποιον που τα είχε... 399, αλλά μόνο... 401.
Αφορμή πάντως για όσα, τώρα, θα γραφτούν μας προσφέρει η νέα κυκλοφορία της B-otherSide/ Lost Archives, υπό τον τίτλο «Αρνήθηκα Πολλά» με (έξι) ανέκδοτα και (εννέα) ήδη εκδοθέντα τραγούδια του, τα οποία εντοπίστηκαν σε τρεις κασέτες τής τελευταίας εποχής του (υποθέτω). Τα τραγούδια (κι ενώ έγιναν σ’ αυτά όλες οι απαραίτητες τεχνικές επεξεργασίες) γέμισαν τις πλευρές ενός gatefold βινυλίου που «κόπηκε» σε 500 αντίτυπα περιλαμβάνοντας 4σέλιδο ένθετο με στίχους/φωτογραφίες, καθώς κι ένα κείμενο του Σωτήρη Παστάκα (ψυχίατρος, ποιητής, εκδότης κ.λπ.), που αναφέρεται στις μέρες εγκλεισμού του τραγουδοποιού στο ΨΝΑ στο Δαφνί, όπως και σε μιαν ανάλογη κλινική των βορείων προαστίων.
Πρώτη φορά που διάβασα κάτι για τον Νικόλα Άσιμο ήταν στο βιβλίο «Ανθολογία/ Ελληνικά Ποπ-Ροκ Τραγούδια» των εκδόσεων Γ. Σπηλιώτη προς το 1981-82 – λέω «προς» γιατί στο βιβλίο δεν αναγράφεται έτος έκδοσης.
Εκεί ανθολογούνταν τέσσερα τραγούδια του Άσιμου, ο «Μηχανισμός» (δανεισμένος από την κασέτα… «με το βαρέλι που για να βγει το σπάει», αν και στο 45άρι της Zodiac από το 1975 είχε ακριβώς τους ίδιους στίχους – πράγμα που σημαίνει πως το συγκεκριμένο τραγούδι δεν είχε λογοκριθεί), το «Χαμογέλα» (ένα blues α λα… Son House παρμένο από την κασέτα «Γιατί Φοράς Κλουβί» του 1979), το «Πανηγύρι» (από την κασέτα «Klaste Eleftheros» του ’79) και ακόμη το «Της επανάστασης» (πάλι από την «Γιατί Φοράς Κλουβί»).
Οι στίχοι των εν λόγω τραγουδιών (και ιδίως του «Μηχανισμού») μου είχαν κάνει μεγάλη εντύπωση, τότε, βοηθώντας με να φτιάξω εντός μου μιαν εικόνα του Νικόλα Άσιμου καιρό πριν ακούσω τον ίδιον να τραγουδά. Με το που βγήκε ο «Ξαναπές» άρχισα να αντιλαμβάνομαι περαιτέρω το τραγουδοποιητικό ποιόν του καλλιτέχνη, κάτι που ολοκληρώθηκε μετά τα μέσα του ’80, όταν άκουσα για πρώτη φορά τον «Μηχανισμό» από το 45άρι της Zodiac, όπως και τα καινούρια τραγούδια του από τις κασέτες του ’86 και τα live.
Διαβάζω πράγματα στο δίκτυο τα οποία δεν τιμούν τον Νικόλα Άσιμο – βασικά δεν τιμούν εκείνους που τα γράφουν (έτσι λέω). Για παράδειγμα υπάρχουν ορισμένοι που τον εμφανίζουν ως… ψυχοπαθή (κάνοντας μάλιστα και μεταθανάτιες διαγνώσεις, παριστάνοντας τους ψυχιάτρους!), αγνοώντας, οι αδαείς, πως το καλύτερο έργο τού Άσιμου (ό,τι μας ενδιαφέρει δηλαδή) δεν θα μπορούσε να ήταν γραμμένο από κάποιον που τα είχε… 399, αλλά μόνο… 401, άλλοι πάλι τον εμφανίζουν κάπως σαν αντικομμουνιστή, άλλοι ως αναρχικό, άλλοι ως γραφικό, άλλοι ως ερωτικό και τα λοιπά και τα λοιπά…
Σπανίως, εδώ κι εκεί, θα διαβάσεις δυο-τρεις κουβέντες σοβαρές που να στηρίζονται σε τεκμήρια και ορθές σκέψεις, και όχι σε εικασίες. Πάντως ένα είναι σίγουρο. Το γεγονός ότι ο Άσιμος μπορεί να αντιμετώπιζε κατά καιρούς ορισμένα προβλήματα με την ψυχική υγεία του (και ειδικά προς το τέλος της ζωής του) δεν μας δίνει το δικαίωμα να τον μεταχειριζόμαστε σαν «τρελό» ή «ψυχασθενή». Σαν κάποιον ο οποίος στις… αναλαμπές του έγραφε και κανα τραγούδι. Η παρουσία του αυτή την τελευταία και πιο γόνιμη δεκαπενταετία της ζωής του υπήρξε πολυσχιδής και πολυποίκιλη – κάτι που εν πάση περιπτώσει έχει καταγραφεί και αναλυθεί όπως πρέπει στο γνωστό βιβλίο του Γιώργου Ι. Αλλαμανή «Βίος και Πολιτεία του Νικόλα Άσιμου/ Δίχως Καβάτζα Καμιά» [Νέα Σύνορα – Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα 2000].
Παρά ταύτα, εγώ θα επιμείνω σε μία από τις τελευταίες συνεντεύξεις του (πιθανώς η τελευταία του), η οποία δεν έγινε γνωστή, καθώς δεν προβλήθηκε όπως θα έπρεπε ούτε και στο βιβλίο του Αλλαμανή. Αναφέρομαι στη συνέντευξή του στον Οδυσσέα Ιωάννου, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Μουσική» (τεύχος 114, Μάιος ’87). Εκεί ο Άσιμος ξεκαθαρίζει διάφορα πράγματα σε σχέση με το rock, το περιθώριο, την αναρχία, την ΚΝΕ και πολλά άλλα (Χατζιδάκις, Παπακωνσταντίνου, Σούσουρο, Σαββόπουλος κ.λπ.). Διαλέγω να μεταφέρω όσα κρίνω πως έχουν, αυτή τη στιγμή, ένα σημαντικότερο νόημα…
Δυο λόγια για ροκ, αναρχία, περιθώριο, αριστερά, ναρκωτικά και ό,τι άλλο προαιρείσαι…
Μετά από τόσες κεντρικές τοποθετήσεις, άντε ν’ απαντήσουμε με τη γλώσσα των ανθρώπων. Ούτε ροκ υπάρχει στην Ελλάδα, ούτε αναρχία, ούτε τρίχες μπλε. Σαβούρα είναι! Δεν υπάρχει περιθώριο, το περιθώριο είναι μια ντρίπλα του συστήματος. Και όσοι νομίζουν ότι είναι περιθωριακοί να πάνε να πνιγούνε! Άμα φύγανε απ’ τα σπίτια τους, απ’ τους μπαμπάδες τις μαμάδες τους, άμα αρνήθηκαν οικογένειες, να βάλουν τον κώλο τους κάτω και να τα βγάλουν πέρα μοναχοί τους. Όπως εγώ χρόνια τα βγάζω πέρα μοναχός μου και δε ζήτησα δεκάρα τσακιστή από κανένα και στον έσχατό μου θάνατο και στην έσχατή μου αρρώστια. Με είχανε πολιτογραφήσει σαν Αναρχικό κάποτε, χωρίς να το ’χω δηλώσει, αλλά είχα πει ότι αν Αναρχία σημαίνει η αρχή του τέλους ή το τέλος της αρχής, δέχομαι αυτό το ρόλο.
Όσον αφορά τα μουσικά πράγματα, πέρα από ροκ, κροκ και ρεμπέτικο, η μουσική είναι μία. Δεν διαχωρίζω, κάνω δουλειά ανάλογα με τα μέσα που έχω κάθε φορά. Θα πάρω και θα δώσω ό,τι στοιχεία χρειάζομαι για να περιγράψω μια κατάσταση. Το θέμα είναι όμως να φύγεις και απ’ όλα αυτά, έχοντας βέβαια ένα άλεσμα μέσα σ’ αυτά και να κάνεις την προσωπική σου δουλειά.(…) Ναρκωτικό μπορεί να είναι το κόμμα, ναρκωτικό μπορεί να είναι η θρησκεία, το σχολείο, η γραφειοκρατία, τα πυρηνικά όπλα. Παρ’ όλα αυτά άνθρωποι που αντέδρασαν ή δήθεν αντέδρασαν, που έφτιαξαν διάφορα βιβλία ή διάφορα κινήματα –χίππυς κ.λπ.– ήταν πολύ εύκολο το σύστημα να τους ρίξει τα δικά του ναρκωτικά –το χειρότερο είναι η πρέζα– και να τους εξαρτήσει απ’ αυτό.
«Ούτε ροκ υπάρχει στην Ελλάδα, ούτε αναρχία, ούτε τρίχες μπλε. Σαβούρα είναι! Δεν υπάρχει περιθώριο, το περιθώριο είναι μια ντρίπλα του συστήματος. Και όσοι νομίζουν ότι είναι περιθωριακοί να πάνε να πνιγούνε! Άμα φύγανε απ' τα σπίτια τους, απ' τους μπαμπάδες τις μαμάδες τους, άμα αρνήθηκαν οικογένειες, να βάλουν τον κώλο τους κάτω και να τα βγάλουν πέρα μοναχοί τους. Όπως εγώ χρόνια τα βγάζω πέρα μοναχός μου και δε ζήτησα δεκάρα τσακιστή από κανένα και στον έσχατό μου θάνατο και στην έσχατή μου αρρώστια».
(Νικόλας Άσιμος, 5/1987)
Τι λες σήμερα για την Αριστερά και ειδικότερα για την εμμονή σου ενάντια σε ΚΚΕ-ΚΝΕ σε σημείο που να νομίζει κανείς ότι αυτοί είναι οι μόνοι κακοί μέσα στον παράδεισο των «αγνών επαναστατών»;
Κοίταξε να δεις, όταν αναφέρομαι σε ορισμένους υποτίθεται ότι αυτοί ήταν πιο κοντά, ή θα μπορούσαν να ’ναι πιο κοντά. Όταν είχα γράψει ένα τραγούδι που έλεγε… «σαν θα με καλέσει η πατρίδα να πάω τον οχτρό να πολεμήσω/ θα τους πω δεν έχω εγώ πατρίδα/ ούτε θυσιάζομαι ποτέ για των μπουρζουάδων τα σαγόνια/ για των μπουρζουάδων τα μεράκια»… είχα φάει ξύλο τότε από την ΚΝΕ! Και αυτό γιατί είχαν ξεχάσει την Πρώτη νομίζω Διεθνή που έλεγε… «εμείς δεν έχουμε πατρίδα/ ούτε αγίους με σπαθιά/ μόνο έχουμε τα δυο μας χέρια/ που μας ζούνε απ’ τη δουλειά». Αυτά τα ’χαν ξεχάσει. Βρέθηκε η σοσιαλιστική πατρίδα, βρέθηκε το έθνος ξανά, βρέθηκε το ’να, βρέθηκε τ’ άλλο. Κι εκεί βρίσκεται ο διαχωρισμός και η χοντρή διαφωνία. Αλλά να δέχονται κριτική και χιούμορ, και να διακωμωδήσουνε τους εαυτούς τους.
Όταν πήγαινα σε επαρχιακές πόλεις εκείνοι που με στηρίξανε κατά καιρούς ήτανε οι Κνίτες και ας φαίνεται παράλογο για ορισμένους εδώ ξέμπαρκους αναρχικούς.
Ο Άσιμος δεν ήταν κανένας «χαμένος στον κόσμο του» αριστεριστής. Είχε διαβάσει και μελετήσει και γνώριζε πως το όραμα της αταξικής κοινωνίας, που είναι ο (θεωρητικός) θρίαμβος του κομμουνισμού, δεν θα μπορούσε να μην ήταν «εικόνισμα» και των (ενήμερων) αναρχικών. Στα στάδια κατάκτησης της «ιδέας» αναπτυσσόταν η αντιπαλότητα και όχι στην «ιδέα» αυτή καθ’ αυτή.
Ο άνθρωπος που είχε γράψει-τραγουδήσει στίχους σαν και τούτους…
«Εργάτες σκλάβοι και παιδιά, νάτην, ξυπνά κι η αγροτιά
Της γης οι προλετάριοι μαζί μας ξεσηκώνονται
Μονάχοι μας ραγιάδες, ωσάν κι εμάς χιλιάδες.(…)
Για την πλέρια ευτυχία της ανθρώπινης ανάγκης.
Όπου είναι τ’ όνειρο η ζωή./ Θέλεις το λες κομμουνισμό, δεν θέλεις, αναρχία.
Όλοι μαζί, όλοι μαζί μας στον αγώνα.
Το δικό μας, το δικό σας, τον κοινό μας τον αγώνα.
Όλοι μαζί για να γευτούμε κάθε στιγμή της έκρηξης»
(από το «Μην καρτεράτε» του 1978)
… ο άνθρωπος αυτός λοιπόν δεν θα μπορούσε να καταφερόταν ποτέ εναντίον της ουσίας του κομμουνισμού, ούτε να έφτυνε τους Κνίτες και το ΚΚΕ συλλήβδην (το ότι βρέθηκαν κάποιοι βλαμμένοι Κνίτες που τον πλάκωσαν στο ξύλο δεν μπορεί να σημαίνει τίποτα ευρύτερο, από τη στιγμή κατά την οποίαν κάποιοι άλλοι Κνίτες τον στήριζαν στις συναυλίες του και αλλού, όπως έλεγε και ο ίδιος).
Και βεβαίως όταν σημείωνε ο Άσιμος πως… «Ούτε ροκ υπάρχει στην Ελλάδα, ούτε αναρχία, ούτε τρίχες μπλε. Σαβούρα είναι! Δεν υπάρχει περιθώριο, το περιθώριο είναι μια ντρίπλα του συστήματος»… γνώριζε πολύ καλά τι έλεγε, υπονοώντας τον Παύλο Σιδηρόπουλο (έτσι φρονώ) και δεν ξέρω ’γω ποιους άλλους ακόμη.
Ορισμένοι, βεβαίως, με πρώτο τον μακαρίτη Λεωνίδα Χρηστάκη, φρόντισαν από τα τέλη των 90s (από τον Αύγουστο του ’98 τουλάχιστον) να εντάξουν τον Άσιμο στους… Άγιους των Εξαρχείων. Όσο και αν ένας τέτοιος χαρακτηρισμός δεν μπορεί παρά να είναι φιλολογικός (άρα και ασήμαντης αξίας) στην πράξη έκανε κακό, καθότι τσουβάλιασε τον Άσιμο (έναν βαθειά συνειδητοποιημένο, ταλαντούχο, πανέξυπνο, εμπνευσμένο, πάντα υπερευαίσθητο και συχνά παράτολμο δημιουργό) με τους «περιθωριακούς» των φράγκων του μπαμπά και τις ψεύτικες συνειδήσεις της πλατείας. Όμως, ο Άσιμος δεν ήταν η… μασκότ των Εξαρχείων. Ήταν το μυαλό, η θεωρία, η επεξεργασία και η πράξη της συνοικίας.
Ακούω τα ανέκδοτα τραγούδια του άλμπουμ της B-otherSide και σκέφτομαι πως ο άνθρωπος αυτός δεν ήταν από ’κείνους που μάσησαν κουτόχορτο (τα πάσης φύσεως κουτόχορτα – από τις… παλιοποιότητες μέχρι τα… εναλλακτικά).
Και τούτο το υποστηρίζω για ακόμη μια φορά καθώς φθάνουν στ’ αυτιά μου οι στίχοι από τον «Ονειροκρίτη»…
«Μες στον ονειροκρίτη μού έχωσες τη μύτη
Κι έχεις μανία με την τράπουλα ταρό
Μας έχουν αγκυλώσει, μαζί και αποβλακώσει
Στο άι τσινγκ που ψάχνεις για το ριζικό»
…παρότι τα «νέα» αυτά τραγούδια («Δεν έχω μάθει να σωπαίνω», «Κάθε λάθος», «Ονειροκρίτης», «Αρνήθηκα πολλά», «Ήτανε σούρουπο», «Χαμαιλέων») είναι, κατά βάση, ερωτικά. Αλλά ερωτικά άλλου τύπου.
Ο έρως, για τον Άσιμο, δεν είναι το… υπνοστόρι που παρεμβάλλεται ανάμεσα στους ανθρώπους για να τους εκτρέψει από το διαρκές απελευθερωτικό παύλα επαναστατικό ζητούμενο, αλλά το εφαλτήριο για να το κατακτήσουν. Οι στίχοι του είναι συγκινητικοί. Ορισμένες φορές δεν αντέχονται. Δάκρυα κυλούν στα μάτια… καθώς περνούν από μπροστά σου τα καρεδάκια της ζωής του. Δείχνουν τη μάχη που είχε στηθεί στο μυαλό και τη συνείδηση εκείνου του ανθρώπου, μια μάχη που την έχασε, νωρίς, στα γκούλαγκ της... δήθεν ελευθερίας και της δήθεν δημοκρατίας.
«Αφήνω πίσω το σαματά και τους ανθρώπους
έχω χορτάσει κατραπακιές και ψάχνω τρόπους
πώς να ξεφύγω από τη μοίρα
κι έχω θέληση και πείρα ουρανέ
για δεν υπήρξα κατεργάρης
κι άλλο πια μη με σνομπάρεις γαλανέ»…
σχόλια