Τον τελευταίο καιρό, με αφορμή και τον βίαιο θάνατο του Μένη Κουμανταρέα τον προηγούμενο Δεκέμβριο, διαβάζω και ξαναδιαβάζω την αγαπημένη μου συλλογή διηγημάτων του «Τα Καημένα», που εκδόθηκε για πρώτη φορά στον Κέδρο το 1972. Από ’κει άρχισα να ξεφυλλίζω απολαμβάνοντας με μια δόση άγχους το εκπληκτικό, πυρετικό «Άγια Κυριακή στο Βράχο», ένα από τα πιο… αιματοβαμμένα αφηγήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Ο Κουμανταρέας ήταν θαυμαστής του Edgar Allan Poe (είχε μεταφράσει εξάλλου το “A Descent into the Maelström”, ως «Στη Δίνη του Μάελστρομ») και σ’ αυτό το διήγημά του (στην «Άγια Κυριακή…») φαίνεται βαθύτατα επηρεασμένος από το “The Narrative of Arthur Gordon Pym of Nantucket”, δηλ. την «Αφήγηση του Άρθουρ Γκόρντον Πυμ».
Η ναυτική να-την-πούμε ιστορία του Κουμανταρέα, που μπορεί σε κάποιους να θυμίσει την ταινία "The Fog" (1980) του John Carpenter ή τη νουβέλα "The Mist" (1980) του Stephen King είναι ένα απροσδόκητο, όσο και ελληνικότατο, διήγημα τρόμου, που πάντα θα λειτουργεί και σ' ένα συμβολικό επίπεδο.
Να πω επίσης πως ένα απόσπασμα από την «Άγια Κυριακή στο Βράχο» δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο καθοριστικό, γιατί όχι και θρυλικό βιβλίο «Δεκαοχτώ Κείμενα» [Κέδρος 1970] – ένα βιβλίο που συνδέθηκε με το γενικότερο πνεύμα αντίστασης προς τη δικτατορία.
Η ναυτική να-την-πούμε ιστορία του Κουμανταρέα, που μπορεί σε κάποιους να θυμίσει την ταινία “The Fog” (1980) του John Carpenter ή τη νουβέλα “The Mist” (1980) του Stephen King, για να μη μιλήσω για τα ζόμπι του George Romero –εμένα με παραπέμπει και στην ανατριχιαστική ιστορία “The Upper Berth” (1894) του Francis Marion Crawford, που την διάβασα κάποτε ως «Η Πάνω Κουκέτα» σ’ ένα βίπερ της Ωρόρα σε μετάφραση Γιώργου Μπαλάνου– είναι ένα απροσδόκητο, όσο και ελληνικότατο, διήγημα τρόμου, που πάντα θα λειτουργεί και σ’ ένα συμβολικό επίπεδο.
«Ένα τσούρμο παλιοί ναυτικοί, κουτσοπίνοντας ένα βράδυ σ’ ένα καπηλειό, διηγούνται μια παράξενη ιστορία: το πώς, κάποτε, ένα τσούρμο θεατρίνοι πήγαν σ’ έναν τόπο, που μπορεί να ’ταν η Λήμνος, η Χαλκιδική ή η άγρια Μάνη, να δώσουν μια παράσταση για τους νοικοκυραίους· το πώς αντίς για την παράσταση, έδωσαν μια άγρια κι αιματόβρεχτη γιορτή· το πώς, μέσα απ’ όλους τους νοικοκυραίους, γλίτωσε ένα κορίτσι μόνο, η Αγερινή, που στο κατόπι μπάρκαρε κι αυτή κρυφά, παίρνοντας μέρος σ’ άλλες παραστάσεις, το ίδιο άγριες κι αιματόβρεχτες...».
(...)Την καρδιά της νύχτας να σχίζει ένα καράβι· απ’ όπου κι αν το κοίταγες έμοιαζε κάστρο ετοιμοπόλεμο, το κάθε ξάρτι σπαθί υψωμένο, κι οι μάσκες της πλώρης, βοηθώντας το σκοτάδι, άδηλες μες στα που μέλλονταν. Κι όπως το καράβι άραζε σβηστό σε νέκρα, άξαφνα απ’ την κουβέρτα, τη γέφυρα, υψώθηκαν παντού φλόγες πυρσοί κι αντάμα σάλπισμα βουερό που έσχιζε την ακοή και βύθιζε την ψυχή σε αγωνία. Κι όπως ανοίγει μια αυλαία, έτσι και οι αιώρες ξεκρεμάστηκαν ψηλά απ’ τα ξάρτια και μεμιάς σ’ ανεμόσκαλες μεταμορφώθηκαν με γάτζους σκαλώνοντας στην προκυμαία. Και πλήθος ντυμένοι πανοπλίες, δόρατα και περικεφαλαίες βάλθηκαν να κατεβαίνουν.
Κατηφόριζαν μυρμηγκιές από δαύτους, άλλοι κρεμάμενοι από τα παλαμάρια κι άλλοι ένα με τα σκαλιά τρέχοντας και με φωνές τραχιές που άλλα στη γλώσσα τους σήμαιναν κι άλλα στη δικιά μας. Στο μεταξύ στην παραλία ο κόσμος να στέκει βουβαμένος, μιας κι έργο πολεμικό κανείς τους δεν περίμενε και μάλιστα με περισσό ρεαλισμό παιγμένο, που έκανε μες στις βελάδες και τα βαριά βελούδα τις καρδιές να σφίγγουν. Και σαν για να διαλύσει και τη στερνή ελπίδα, από το μεσιανό φλόκο ανέβηκε λαχανιαστή και στάθηκε ψηλά νεκρολογώντας, η σημαία του καραβιού.
Κι ευθύς όσοι από τους θεατές, εκείνοι που πρώτοι στέκονταν στη σειρά, ένιωσαν τα σπαθιά να τους αγγίζουν, ύστερα να τους περνάν, έσυραν τη φωνή. Ακολούθησε θρήνος γενικός που τον έπνιγαν η κλαγγή των όπλων κι ο χτύπος τής μιας ασπίδας πάνω στην άλλη, καθώς όλες προχωρούσαν σε μέτωπο, ολοένα συγκλίνοντας απ’ τα πλάγια σε σχέδιο σατανικό. Κι όσοι πάσχιζαν να ξεφύγουν απ’ τη μια φάλαγγα, παρευθύς έπεφταν πάνω στην άλλη, καταντώντας μεταξύ τους να συγκρούονται, ο ένας στον άλλον πάνω ρίχνοντας μούτρα παραμορφωμένα απ’ την τρομάρα.
Κι όσοι πάλι ξεγλιστρώντας κατόρθωναν να το σκάνε, με τα τέσσερα έτρεχαν να σωθούν κατά τα πρώτα σπίτια. Όμως απ’ τα παράθυρα ειδοποιημένοι οι προνομιούχοι των θεωρείων, είχαν φροντίσει κιόλας με τις αμπάρες τις πόρτες ν’ ασφαλίσουν. Κι όσο κι αν άκουγαν χτύπους και φωνές δεν έλεαν ν’ ανοίξουν σε κανέναν, ας ήταν γι’ αδέρφι, για παιδί, μάνα είτε πατέρα. Κι εδώ ταιριάζει η παροιμία· στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα.
Κι όσοι πάλι απ’ τους Βραχιανούς στις βάρκες πρόσφευγαν, ώσπου να λύσουν κάβο και να ξανοιχτούν, τους πρόφταναν αναμμένοι δαυλοί που στριφογυριστοί απ’ το καράβι εκτόξευαν οι θεατρίνοι, κι έβλεπες τις βάρκες στον αέρα να τινάζονται, σκορπώντας αδιάκριτα κομμάτια ξύλο και σάρκα. Και σαν για να τονίσει σε θρίαμβο τη σφαγή, το αίμα κοχλακιστό πηδούσε συντριβάνι, κι ήταν οι φωνές στριγγές κι άλλες βραχνές, ανάλογα το λεπτό, την ώρα.
Κι ολοένα δρόμο το δρόμο, σκαλί την ανηφόρα οι κουρσάροι, μιας κι είναι καιρός πια να τους πούμε με τ’ όνομά τους, ξεχύνονταν κι αφάνιζαν τους νοικοκυραίους. Τους άντρες σκότωναν επί τόπου, τις γυναίκες έπιαναν σκλάβες, και σαν καμιά έμορφη πολύ της έκοβαν τις ρόγες και καρφωμένες στα δόρατα πάνω προχωρούσαν τροπαιούχοι.(…)
Καίγονταν σπιτικά, σώνονταν ζωές, κι οι γριές κατάκοιτες κι οι γέροι ραχητικοί αφανίζονταν και με τα ροκανίδια πλάγιαζαν σε φριχτή συντέλεια της σάρκας. Κι ήταν το θέαμα της πολιτείας μελανό και κόκκινο σαν πρησμένο κορμί από κακιά αρρώστεια κι ο ουρανός μπλάβος και στυγνός κι έβρεχε ασταμάτητα φωτιά και αίμα κι η σκηνή όλη θόλωνε σαν λάμπα απ’ την αθάλη.
Κι έμοιαζαν ανοιγμένες οι ρομφαίες τ’ ουρανού, κι έτρεχαν λογιώ-λογιώ τέρατα άλλα με φτερά, άλλα με ρόδες πάνω ή δεκανίκια, και μέδουσες, και σφίγγες και πληγές λεπρών κι αφροδίσια, και κροτούσε μουσική από τα έγκατα της γης κι αλάλαζαν κύμβαλα, σκύμβαλα κι άλλα τούμπανα της φρίκης.
Κι όλοι περίμεναν πως απ’ ώρα σ’ ώρα θα σχίζονταν ο έβδομος από τους ουρανούς και τρομερό θα φανερωνόταν το Πλάσμα που κυβερνούσε τυφλά πάνω στους τυφλούς. Όμως τέτοιο σχίσμα δεν έλεε άλλο ν’ ανοίξει, παρά ήταν από τ’ αρχαία χρόνια στομωμένο πίκρες και ρόζους και χαλάσματα και μόνη η πνοή της καταστροφής αντηχούσε στείρα, σπέρνοντας την ορφάνεια, τη λαγνεία, λογιώ-λογιώ καταδίκες σε δίκαιους πάνω κι άδικους, άδικα μοιρασμένες, γι’ αυτό και χρεία καμιά να πάρει τέλος ένας τέτοιος ξολοθρεμός για ν’ απαλύνει.(…)
Κι όταν πια η καταστροφή καταλάγιασε κι η όψη των αιματόβρεχτων κουρσάρων πήρε να μερεύει, ένας-ένας, ύστερα όλοι μαζί σα ταχτικός στρατός πήραν το δρόμο της επιστροφής κι έμεινε η πολιτεία γυμνή σε φρίκη. Τι ήταν σκοτάδι πίσσα, καθώς πολλοί απ’ τους πυρσούς σβηστοί, αλλιώς θάχαν να δουν τα μάτια σας τόσα κορμιά και τόσο φριχτά βουτηγμένα στο αίμα τους καθώς και στο αίμα των διπλανών, που θα τρελαίνονταν τα μάτια σας, θα σάλευε το λογικό σας.
Γιατί μόνο σε βιβλία κρατιούνται τέτοιοι λογαριασμοί κι αυτοί αναιμικοί, μιας και σπάνια βρίσκει κανείς το κουράγιο σωστούς να τους κρατάει.(…)
Τέτοια περίπου στάθηκε, όπως μας κληροδοτήθηκε, κι όπως μέσα από το κυανοκυάλι πέρασε του ξένου καραβιού, η παράσταση που δόθηκε από τους θεατρίνους στη ναυτική πολίχνη που ονομάσαμε Βράχο, μια Κυριακή στις οχτώμιση το βράδι.
σχόλια