Η πολιτική δεν είναι μόνο τα συμφέροντα αλλά και τα πάθη. Η άρνηση των άλλων, όσων θεωρούνται ένοχοι, συνένοχοι ή βουτηγμένοι στον «κόσμο της διαπλοκής», αυτό είναι το πάθος που σφράγισε ανεξίτηλα τη νικητήρια πορεία του «όχι».
Από την Κυριακή το βράδυ ακούμε και διαβάζουμε για το «όχι». Για τις παραμέτρους, τη σύνθεση, τα νοήματά του. Όλοι αποδέχονται φαινομενικά την ανομοιογένεια και την ποικιλομορφία του. Ξέρουμε όμως καλά ότι κάθε πολιτική ανάλυση χτίζει το αγαπημένο της σενάριο, καλλιεργώντας πολύ συγκεκριμένες προσδοκίες. Και η πλειοψηφική επικράτεια του «όχι» ερεθίζει την πολιτική φαντασία των ικανοποιημένων και των πικραμένων της Κυριακής.
Συμπέρασμα: το «όχι» του συμφέροντος έσμιξε με τον βαθύ ελληνικό εθνικό ρομαντισμό, φτιάχνοντας ένα κύμα που υπερβαίνει τη διαίρεση Αριστεράς και Δεξιάς.
Σε όλο τον ριζοσπαστικό και αριστερό χώρο έχει στηθεί εορτασμός για τον «βαθιά ταξικό» χαρακτήρα του «όχι». Βλέποντας προσεκτικά το αποτέλεσμα, πρέπει να αναγνωρίσει κανείς πως έχουν ένα δίκιο. Αρκεί να ρίξει κανείς μια πρόχειρη ματιά στην κατανομή του «όχι» και του «ναι», στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη, στη Νίκαια ή στη Δραπετσώνα και αντίστοιχα στις εύπορες περιοχές. Δεν είναι όμως αλάθητος κανόνας αυτή η ταξική αντιστοίχιση. Η Κρήτη, η Κέρκυρα, η δική μου Σάμος, όπου θριάμβευσε το «όχι», δεν είναι «λαϊκά προάστια» της χώρας αλλά τόποι όπου επιδρούν άλλες ιστορικές μνήμες και φορτία.
Ας παραδεχτούμε, ωστόσο, για την οικονομία της ανάλυσης πως το κοινωνικό προφίλ της ψήφου επιβεβαιώνει την ισχυρή του εδραίωση του «όχι» στα μικροαστικά και λαϊκά περιβάλλοντα.
Δίπλα σε αυτήν τη διάσταση υπάρχει, ωστόσο, η μαγική δύναμη της απόρριψης. Η πολιτική δεν είναι μόνο τα συμφέροντα αλλά και τα πάθη. Η άρνηση των άλλων, όσων θεωρούνται ένοχοι, συνένοχοι ή βουτηγμένοι στον «κόσμο της διαπλοκής», αυτό είναι το πάθος που σφράγισε ανεξίτηλα τη νικητήρια πορεία του «όχι». Το «ναι» συνδέθηκε μοιραία με τον παλιό κόσμο, τους πλούσιους, τους ξένους. Από κει και πέρα, σύμφωνα με την ελληνική ιδεολογία του «όχι», οι αντίπαλοί του, όποιο φιλοευρωπαϊσμό και αν είχαν, βρέθηκαν να εκπροσωπούν «χαμηλές» ηθικές ποιότητες. Τη δειλία, όχι το θάρρος. Τον φόβο, όχι την ευτολμία. Την ηλικιακή γήρανση, όχι τη νεανικότητα. Τον ξερό ρεαλισμό, όχι τους χυμούς της ζωής που διεκδικεί τη δικαίωσή της. Το «ναι» χρεώθηκε συνολικά στους κερδισμένους ή στους αδιάφορους για την κοινωνική οδύνη.
Εδώ πρέπει να παραδεχτούμε ότι κινητοποιήθηκαν πολύ σκληροί ιδεολογικοί μηχανισμοί στιγματισμού. Στον «καθεστωτικό» χρηματοπιστωτικό πανικό των ιδιωτικών καναλιών αντιπαρατέθηκε μια διάχυτη ηθική βία. Και αυτή νίκησε. Στα κοινωνικά μέσα δεν κυκλοφορούσαν τόσο σχέδια για δραχμή όσο μια μεταφυσική της ελληνικής λαϊκής ψυχής, η οποία ορθώνεται μάχιμη απέναντι στις απρόσωπες μάσκες των εχθρών της. Το Διαδίκτυο έγινε απέραντο σκηνικό για πολέμους λέξεων και συναισθημάτων: ανάμεσα στην πολιτική της ψυχής και στην άψυχη λογιστική, ανάμεσα στην «καρδιά του Έλληνα» και στο τέρας της «χρεοδουλοπαροικίας», κατά τον νεολογισμό του Γιάνη Βαρουφάκη.
Από τη στιγμή που κάτω από την επιφάνεια της θεσμικής σκηνής και των ατέλειωτων συνεδριάσεών της διακινούνται διαιρέσεις ψυχοφθόρες και παραπλανητικές, η πολιτική θα κινδυνεύει να υποκύψει στους επηρμένους ηθικολόγους και στους φανατικούς.
Συμπέρασμα: το «όχι» του συμφέροντος έσμιξε με τον βαθύ ελληνικό εθνικό ρομαντισμό, φτιάχνοντας ένα κύμα που υπερβαίνει τη διαίρεση Αριστεράς και Δεξιάς.
Τι σημαίνει, όμως, αυτή η στιγμή, αν φύγουμε για λίγο από την εξέλιξη της διαπραγμάτευσης και τους κινδύνους της οικονομικής κατάρρευσης, είτε εντός είτε εκτός ευρώ;
Για μένα, το μεγάλο πρόβλημα είναι πως βλέπει κανείς να επαναλαμβάνεται η ιδέα της Αγανάκτησης των προηγούμενων χρόνων, έστω με όρους της «ανάθεσης» στον Τσίπρα και στην παρούσα κυβέρνηση. Το «όχι» αγκιστρώνεται σε μια Αριστερά της αντιδραστικής αοριστίας που την κάνει πολιτικά κυρίαρχη, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν αλλάζει την κοινωνία και δεν θεραπεύει την κρίση.
Ποιο είναι το βασικό χαρακτηριστικό αυτής της αντιδραστικής αοριστίας; Θα έλεγε κανείς ότι είναι η συνεχής υποκατάσταση της πολιτικής με ισχυρές δόσεις ηθικού συναισθηματισμού. Εδώ εμφανίζεται, ας πούμε, εκείνος που πιστεύει πως δικαιώνεται η θέση του για τα πράγματα επειδή αποδείχτηκαν «λίγοι» ή κακοί οι κομματικοί ή μιντιακοί του εχθροί.
Φυσικά, ούτε η πλειονότητα είναι αφώτιστη ούτε οι μειονότητες φωτισμένες. Το πρόβλημα που διακρίνω εδώ είναι η άνοδος μιας ηθικής υπεροψίας που πατάει στο γλιστερό έδαφος του εθνικού μας ρομαντισμού. Αυτό το χαρμάνι ιδεολογίας και παθών εμποδίζει τη συνεννόηση και ματαιώνει την αναγκαία τέχνη των συμβιβασμών.
Πώς θα μπορούσε να στηθεί είτε πολιτική συνεννόηση είτε και αυθεντική δημοκρατική διαφωνία πάνω στην κινούμενη άμμο μιας χώρας που αποτελείται από λιπόψυχους, κότες, ταξικούς αποστάτες ή κατά φαντασίαν αντιστασιακούς;
Από τη στιγμή που κάτω από την επιφάνεια της θεσμικής σκηνής και των ατέλειωτων συνεδριάσεών της διακινούνται διαιρέσεις ψυχοφθόρες και παραπλανητικές, η πολιτική θα κινδυνεύει να υποκύψει στους επηρμένους ηθικολόγους και στους φανατικούς.
σχόλια